Από τις Βιβλιοπωλείον της Εστίας κυκλοφορεί το βιβλίο του Ντέιβιντ Πλαντ, Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα λουλούδια. Μια ανάμνηση σε μετάφραση Ηλία Τσιριγκάκη.


Φαντάσου ένα αγόρι ονόματι Άλκης σε τούτο τον αόρατο κόσμο. Φαντάσου τον, σε μια ελληνική πόλη, στο παράθυρο πίσω από ένα παντζούρι ανοικτό όσο για να τον χωράει –ας πούμε, επτά περίπου χρόνων– να κοιτάζει προς την πλατεία, όπου άνθρωποι στέκονταν γύρω από ένα τραπέζι, και δίπλα στο τραπέζι ένα παλικάρι που το είχαν ξεγυμνώσει, ύστερα διατάχτηκε να γείρει, τρέμοντας, πάνω στο τραπέζι με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και τους αγκώνες δεμένους· κρατούσαν τα χέρια του κατεβασμένα, και κρατούσαν τα πόδια του επίσης κατεβασμένα, και οι άνθρωποι που είχαν προσταχτεί να παρακολουθούν, με τη μητέρα του αγοριού ανάμεσά τους, τραβήχτηκαν όταν ένας άντρας διέσχισε το πλήθος κρατώντας τσεκούρι. Ένας αξιωματικός του στρατού, με στολή που δεν ήταν ελληνική, πυροβόλησε τελικά στο κεφάλι το παλικάρι που ούρλιαζε.

Ο Άλκης, αγόρι αθώο ακόμα, κρυμμένο πίσω από ένα παντζούρι, γίνεται μάρτυρας μιας δημόσιας θηριωδίας στη διάρκεια του εμφυλίου. Του μένει για πάντα μια αφόρητη αίσθηση ευθραυστότητας, η οποία περιλαμβάνει και το σεξ. Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιεί ότι η όποια σεξουαλική έλξη νιώθει ξυπνάει μέσα του τον τρόμο και τη θύμηση του αίματος. Και ότι στην όψη και μόνο κάποιου νέου ανθρώπου, αντί για μια υπόσχεση αισθησιασμού, ο Άλκης βλέπει το θύμα μιας βίας που διαιωνίζεται παντού στον κόσμο.

Η ζωή του θ’ αλλάξει όταν, διασχίζοντας την πλατεία Κολωνακίου ένα απόγευμα, παρατηρεί έναν νεαρό, ξαπλωμένο σ’ ένα παγκάκι σε άθλια κατάσταση. Στο πρόσωπό του αναγνωρίζει έναν Αλβανό σερβιτόρο που κάποτε γνώριζε, πριν εκείνος εξαφανιστεί και γίνει κι αυτός θύμα της απανταχού, παγκόσμιας βίας. Αυθόρμητα, ο Άλκης παίρνει το νεαρό σπίτι του και πλένοντάς τον, με δάκρυα να πέφτουν πάνω στο σώμα που πεθαίνει, ομολογεί πως είναι αυτός ο μόνος άνθρωπος που μπόρεσε ν’ αγαπήσει.

Το Κοιτάξτε, Κοιτάξτε, τα λουλούδια! είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από έναν ξένο που πιστεύει ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη ανθρωπιά που ξεπερνάει τον τρόμο. Μια νουβέλα που εκφράζει την αφοσίωση και την αγάπη του για την Ελλάδα.

Ο Ντέιβιντ Πλαντ (David Plante) γεννήθηκε το 1940 στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ (ΗΠΑ). Κρατάει από οικογένεια Γαλλοκαναδών και Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής. Σπούδασε στο Κολλέγιο της Βοστώνης και στο Καθολικό Πανεπιστήμιο de Louvain στο Βέλγιο.

Άρθρα, κριτικές και συνεντεύξεις του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα (The New Yorker, The Paris Review, The New York Review of Books κ.ά.) Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες και δοκίμια. Πρόσφατα ο βρετανικός εκδοτικός οίκος Bloomsbury εξέδωσε τον πρώτο τόμο των ημερολογίων του. Για πολλά χρόνια δίδαξε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο Λονδίνο, τη Λούκα της Ιταλίας και την Αθήνα, όπου διατηρεί το δικό του διαμέρισμα στα Εξάρχεια.