Το ελληνικό at-yer-face

Μολονότι έχουν περάσει πάνω από δύο δεκαετίες από την εμφάνιση του κινήματος, στην Γηραιή Αλβιώνα, το νέο έργο του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου θέτει επί τον τύπο των ήλων όλα τα δεινά που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία την τελευταία εικοσαετία μέσα από έντονη λεκτική βία και συναισθηματικές εξάρσεις: εύκολος πλουτισμός, χαλαρές ηθικές αξίες, παντελής έλλειψη κοινωνικής ενσυναίσθησης, πλήρης αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, συντηρητισμός, είναι μερικά μόνον από αυτά.

Το έργο λαμβάνει χώρα σε ένα σκυλάδικο στην Ελευσίνα. Ο Στέλιος και ο Μάκης που δουλεύουν εκεί, προετοιμάζονται για μια επερχόμενη κηδεία, όταν αιφνιδιάζονται από την είσοδο μιας αλλόκοτης επισκέπτριας. Η γυναίκα αυτή δεν είναι άλλη από το αφεντικό τους, τον Σοφοκλή, που εξαφανίστηκε πριν από πέντε χρόνια. Η έκπληξή τους για αυτή του την αλλαγή επισκιάζει στιγμιαία την αγωνία τους για την τύχη του την τελευταία πενταετία. Όταν καταφτάνει ο αδελφός του Σοφοκλή, ο Μίμης, τα πράγματα χειροτερεύουν, αφού τον υποχρεώνει είτε να ντυθεί ανδρικά προκειμένου να παρευρεθεί στην κηδεία της μητέρας τους, είτε να φύγει. Η άφιξη της γυναίκας του Σοφοκλή, της Μαρίας, θα οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο κλιμάκωσης που θα καταλήξει σε μια σειρά αποκαλύψεων. Στο τέλος, τόσο οι ήρωες, όσο και το κοινό θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα οικογενειακά και κοινωνικά ταμπού αναφορικά με τη σεξουαλική ταυτότητα καθενός εκάστου σε αντιπαραβολή με απόλυτα παραβατικές και εγκληματικές κοινωνικές συμπεριφορές. Έτσι, ο συγγραφέας υπογραμμίζει τις προκαταλήψεις και τα στεγανά που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία στο κατώφλι του 2023.

Ο συγγραφέας με ωμή γλώσσα, πολύ κυνισμό, αλλά και απίστευτο χιούμορ, παρουσιάζει, κινούμενος στα θεατρικά νερά του ρεαλισμού, μια σύγχρονη οικογενειακή τραγωδία με έντονες κοινωνικές προεκτάσεις, οι οποίες καταλήγουν να άπτονται και πολιτικών προεκτάσεων. Παρά τις κάποιες δραματουργικές αστοχίες (σε κάποια σημεία το κείμενο έρεπε προς τη φλυαρία, αναχαιτίζοντας τον γρήγορο ρυθμό της ίδιας της ιστορίας), το έργο διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.

Η σκηνοθεσία

Ο Γιώργος Παλούμπης έστησε μια παράσταση που ανάβλυζε χυμούς. Διατήρησε το σασπένς που ενυπάρχει στο κείμενο και το οδήγησε σε κορύφωση, αναδεικνύοντας τους διαφορετικούς χαρακτήρες των ηρώων, καθώς και τις ιστορίες τους. Ο σκηνοθέτης κατέδειξε την διαδρομή αυτών των ανθρώπων την τελευταία εικοσαετία υπογραμμίζοντας τις συνέπειες που είχε στους σημερινούς σαραντάρηδες και πενηντάρηδες η εποχή του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού που προϋπήρξε κατά τη δεκαετία του 1990.

Ο Γ. Παλούμπης παρασύρθηκε από το κείμενο, το οποίο υπήρξε φλύαρο σε κάποια σημεία, με αποτέλεσμα η παράσταση να χάνει, για λίγο, το ρυθμό της (προς το μέσον, από την εμφάνιση της Μαρίας και μετά), αλλά ο σκηνοθέτης κατάφερε να την επαναφέρει στον γρήγορο και γεμάτο ενδιαφέρον και εναλλαγές ρυθμό.

Ο Γ. Παλούμπης έπαιξε με την κωμωδία και το δράμα, γεφύρωσε τη δεκαετία του 1990 με το σήμερα, αντίστιξε την «κανονικότητα» με το «μη κανονικό» προκειμένου να σχολιάσει μια πληθώρα θεμάτων. Το βασικότερο όμως είναι ότι ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση που ο θεατής απολαμβάνει να παρακολουθεί.

Οι ηθοποιοί

Ο Στάθης Σταμουλακάτος, με τη στιβαρή παρουσία του, αποτελεί το σύνδεσμο για όλους. Πατώντας με άνεση σε δύο βάρκες, αφενός, αποτυπώνει τις ομοφοβικές συμπεριφορές που εμφανίζονται τόσο σε ένα ασφυκτικά μικρό, όσο και σε ένα μεγαλύτερο μέρος. Αφετέρου, αναδεικνύει ότι εγκληματικές πράξεις δεν είναι οι σεξουαλικές προτιμήσεις, αλλά η ηθική του καθενός. Ο Θάνος Αλεξίου κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση, καθώς πετυχαίνει να προσφέρει την αναγκαία κωμική ανάσα, συχνά με μία μόνο φράση του ή με ένα βλέμμα, αποτυπώνοντας τον καθημερινό και λαϊκό άνθρωπο. Συνεπής στο ρόλο του, δεν καταφεύγει σε μελοδραματισμούς ούτε κωμικές εξάρσεις, κρατώντας με απίστευτη ικανότητα το μέτρο. Ο Στέλιος Δημόπουλος αποδίδει το γνήσιο «λαμόγιο», τον άνθρωπο της πιάτσας, αν και κάποιες φορές περισσότερο υπερβολικά από όσο θα χρειαζόταν. Η Βασιλική Διαλυνά, στο ρόλο της Μαρίας, είναι πολύ καλή στο ρόλο του λαϊκού κοριτσιού, που γίνεται τραγουδίστρια σε συνοικιακό μαγαζί για τα προς το ζην, με εξαιρετική φωνή, αν και ενίοτε ξεφεύγει του μέτρου και το παίξιμό της γίνεται επίσης υπερβολικό. Τέλος, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος είναι πάρα πολύ καλός στο ρόλο του Στέλιου. Μολονότι ο συγγραφέας κράτησε για τον εαυτό του έναν ρόλο περισσότερο διαδικαστικό, ωστόσο, αποδίδει μοναδικά τόσο την τραγωδία αυτού του ανθρώπου με την προσωπική του ιστορία, όσο και την γνησιότητα του παιδιού που προέρχεται από την εργατική τάξη.

Υπόλοιποι συντελεστές

Το σκηνικό προϊδεάζει το κοινό για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει, ήδη από την είσοδό του στο θέατρο. Θυμίζοντας λαϊκή πίστα της επαρχίας ή της εθνικής οδού, γεμάτη πεταμένα γαρίφαλα στο πάτωμα, το σκηνικό παραπέμπει αμέσως σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Τα κοστούμια κινήθηκαν στην ίδια γραμμή, υπογραμμίζοντας επίσης στοιχεία στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των ηρώων (Σκηνικά-Κοστούμια: Μαριάνθη Ράδου). Εξίσου σημαντικοί οι φωτισμοί (Βασίλης Κλωτσοτήρας), αλλά και η μουσική (Κώστας Νικολόπουλος) της παράστασης, καθώς συνέβαλαν σημαντικά στη δημιουργία ατμόσφαιρας.

Επιλογικά

Πρόκειται για μια ιδιαίτερη, μοναδική και απολαυστική παράσταση. Ένα πρωτότυπο κείμενο της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας που αναδεικνύει τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, ενώ παράλληλα φωτίζει ανθρώπινες ιστορίες οι οποίες συνθλίβονται στο βωμό του ευρύτερου κέρδους. Ο συγγραφέας ασχολήθηκε με τα μικρά, προσωπικά δράματα τα οποία όμως διαμορφώνουν την ευρύτερη εικόνα μιας συνολικής τραγωδίας, καθώς το σύνολο αδυνατεί να ευημερεί όταν τα μέλη του δυστυχούν.

Μια ιδιαίτερη και καλοστημένη παράσταση με πολύ καλούς ηθοποιούς, ένα δυνατό κείμενο και μια έξοχη σκηνοθετική προσέγγιση.

Διαβάστε επίσης:

Κωλόκαιρος, του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου στο θέατρο Τζένη Καρέζη