“We all have our problems
Some big, some are small
Soon all of our problems
Will be taken by the cross”

Αυτό το τετράστιχο από το “The Cross” του Prince μέσα από το Sign ‘O’ The Times του 1987 ήταν ένα από τα τετράστιχα που είχα γράψει πάνω στην σχολική μου τσάντα στο Λύκειο. U2, R.E.M., Cure, Smiths, Waterboys, Neil Young, Bruce Springsteen, Tom Waits αλλά και τα λιγότερο «μαζικά» Green On Red, Dream Syndicate. Αυτά θυμάμαι. Σίγουρα ήταν κι άλλα. Ετερόκλητος συνδυασμός για την εποχή. Αν έχεις μεγαλώσει στα 80’s καταλαβαίνεις το γιατί ήταν ετερόκλητος, αν είσαι μικρότερος δεν το πολυκαταλαβαίνεις και έχεις και δίκιο. Άλλες εποχές τώρα, άλλες τότε.

Αυτό που θυμάμαι επίσης ήταν ότι από όσα τραγούδια είχα γράψει στη τσάντα μου αυτό ήταν το μόνο που δεν είχα στην δισκοθήκη μου. Γενικώς δεν είχα Prince στην δισκοθήκη μου στα Λυκειακά μου χρόνια. «Αυτά» τα είχαν αυτοί που είχαν και Duran Duran, Wham, Modern Talking, Madonna, Michael Jackson. Παρ’όλα αυτά ο Prince είχε περάσει μέσω μιας φροντισμένης αντιγραμμένης κασέτας που μου είχε χαρίσει ένας συμμαθητής μου που άκουγε «τέτοια», πρώτα στα αυτιά μου, μετά στην καρδιά μου και τελικά στην τσάντα μου.

Ξέρω- ξέρω – ξέρω ήδη ενίστασαι για το παραπάνω «τσουβάλιασμα», διαμαρτύρεσαι για για το πώς είναι δυνατόν να βρίσκονται στην ίδια παράθεση ονομάτων οι Modern Talking με τον Michael Jackson και τη Madonna φερ’ειπείν. Λίγο πολύ όμως έτσι ήταν τότε.

Είπαμε. Άλλες εποχές στα 80’s, άλλες τώρα. Και σήμερα θα μιλήσουμε για αυτό ακριβώς. Για το «άλλες εποχές» και όχι για τον αιφνίδιο θάνατο του Prince. Οι άνθρωποι πεθαίνουν (ενίοτε αιφνιδίως), οι μουσικοί (και οι εγνωσμένης αξίας καλλιτέχνες) είναι άνθρωποι άρα πεθαίνουν και αυτοί, την περασμένη εβδομάδα πέθανε στον ύπνο του στην ουσία χωρίς λόγο άσημος τριανταπεντάχρονος μουσικός κάπου στη Βόρειο Ελλάδα, συμβαίνουν αυτά, πάντα συνέβαιναν, είναι λογικό και ανθρώπινο ο θάνατος των εγνωσμένης αξίας καλλιτεχνών των οποίων το έργο τους έχει συντροφέψει τη ζωή μας να μας επηρεάζει βαθύτερα από άλλους θανάτους.

Πρόκειται για οικεία μας πρόσωπα. Παρότι τα μοιραζόμαστε με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, είναι δικοί μας άνθρωποι. Ο Lou Reed, o Lemmy, o David Bowie, o Prince… Αν προσθέσεις στη λίστα αγαπημένους ηθοποιούς αλλά και άλλες διασημότητες με άλλες ιδιότητες – λίγο μόνο δεισιδαίμων να είσαι –  μοιάζει σαν  να έπεσε κατάρα και θανατικό. Αλλά δεν είναι έτσι. Είναι απλώς νομοτελειακό. Και όχι μόνο για τον προφανή λόγο. Όχι μόνο γιατί μεγάλωσαν οι προηγούμενες γενιές και είναι φυσικό να μας αφήνουν. Στο κάτω-κάτω ο Leonard Cohen 80ντάρισε  – γερός και δημιουργικός να είναι ο άνθρωπος –  και είναι ζωντανός και ενεργός καλλιτεχνικά ενώ ο Prince ήταν μόλις 57.
Και στα 80’s πέθαιναν μουσικοί – διασημότητες (ας επικεντρωθούμε στους μουσικούς). Αλλά ήταν οι διασημότητες που ξεκίνησαν την καριέρα τους στη δεκαετία του ’50, και στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Στα ‘80’s μας επηρέαζε λιγότερο αυτό γιατί είχαμε τους «δικούς» μας. Στην δεκαετία του 2010 που διανύουμε είναι λίγοι σε αριθμό οι «δικοί» μας. Αυτοί δηλαδή που ξεκίνησαν στα πρώτα 15 χρόνια του αιώνα. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για αυτό.

Από την δεκαετία του ’60 (αν όχι νωρίτερα) και μέχρι τουλάχιστον τα μισά της δεκαετίας του ’90 η μουσική βιομηχανία ενδιαφέρονταν και επεδίωκε να επενδύσει χρόνο και χρήμα σε ένα 19χρονο exceptional talent πολύ-οργανίστα, συνθέτη, τραγουδιστή σαν τον Prince. Και ήξερε πια (μετά από αρκετές δεκαετίες λειτουργίας της) και πώς να το κάνει.  Ήξερε ότι οι πιθανότητες ήταν πως η επένδυση της αργά ή γρήγορα θα απέδιδε στο πολλαπλάσιο. Π.χ ο Bowie έκανε τον πρώτο του δίσκο το 1967 σε ηλικία 20 ετών. Δεν τον πήραν και πολλοί είδηση. Πέντε χρόνια αργότερα όμως κυκλοφορούσε το 5ο άλμπουμ του “The Rise and Fall of Ziggy Stardust” με ότι συνεπάγεται αυτό.

Αρκετοί καλλιτέχνες βέβαια στους οποίους επένδυε η μουσική βιομηχανία δεν ήταν απαραιτήτως εξαιρετικά ταλέντα. Κάθε άλλο. Η ροή «παραγωγής» όμως επιτυχημένων καλλιτεχνών ήταν ασταμάτητη για δεκαετίες. Και από αυτήν την ροή ευνοήθηκαν και τα ταλέντα. Και τα περισσότερα από τα ταλέντα είχαν (και έχουν ακόμη) πορεία δεκαετιών. Μέχρι τότε λοιπόν η μουσική βιομηχανία ήταν μια επιτυχημένη «μηχανή» κατασκευής ειδώλων. Άλλα ήταν μαζικά, άλλα λιγότερα μαζικά, ορισμένα πιο «ειδικού σκοπού» αλλά πάντως η ροή ήταν ασταμάτητη.

Το ενδιαφέρον της μουσικής βιομηχανίας να επενδύσει χρόνο και χρήμα σε νέα ονόματα και η ασταμάτητη ροή δημιουργίας νέων επιτυχημένων brand names δημιουργούσε ένα περιβάλλον που τα ταλέντα όχι μόνο μπορούσαν αλλά καλούνταν να δημιουργήσουν συστηματικά, να εκτεθούν, να εξελιχθούν και τελικά – με μία λέξη – να ανθίσουν.

Στις μέρες μας, αν ο Bowie είχε καταφέρει να βρει  χρηματοδότηση από δισκογραφική  εταιρεία (και την οργανωμένη και συστηματική υποστήριξη που συνεπαγόταν αυτό)  για να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο του, το πιθανότερο είναι (βάση των πωλήσεων αλλά και της υποδοχής που είχε το πρώτο άλμπουμ του, του 1967) ότι δεν θα είχε κάνει δεύτερο… Δεν συζητάμε καν για άλλες περιπτώσεις όπως π.χ αυτή του Springsteen που είδε τα δύο πρώτα του άλμπουμ που κυκλοφόρησε με απόσταση περίπου 10 μηνών μέσα το 1973 να αποτυγχάνουν εμπορικά και να λαμβάνουν πολύ συγκρατημένες κριτικές. Η εταιρεία του αντί να τον στείλει σπίτι του επέμεινε στην επένδυση της με αποτέλεσμα το “Born To Run” του 1975 και ότι σταδιακά και σε βάθος χρόνου, ακολούθησε. H Kate Bush κυκλοφόρησε το πρώτο της single ‘Wuthering Heights” το 1978 στα 19 της χρόνια αλλά είχε συμβόλαιο ήδη από τα 16 της… Απλώς η εταιρεία της περίμενε να μεγαλώσει. Τρία χρόνια προετοιμάζονταν όμως. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο της αυτό single βρέθηκε στο no.1 της Μεγ. Βρετανίας.

Παραδείγματα πολλά. Τόσο από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, τη δεκαετία του 1970, όσο και από του ’80. Παραδείγματα νεαρών ταλέντων που βρέθηκαν (από συγκυρία, τύχη ή σχέδιο)  στο κατάλληλο περιβάλλον που είχε ήδη στρωθεί από τα πολύ πρώτα χρόνια της  δεκαετίας του ’60,  το οποίο με υπομονή και επιμονή τους επέτρεψε να ανθίσουν.

Ποτέ δεν θα μάθουμε πόσοι Prince, Bowie και άλλοι ανάλογοι  πάνε χαμένοι στις μέρες μας. Και όχι μόνο επειδή ενδεχομένως δεν δισκογραφούν και δεν εκτίθενται αλλά κυρίως γιατί τα ταλέντα χρειάζεται να εντοπίζονται από νεαρή ηλικία, να τους δίνεται η ευκαιρία να γράφουν συνεχώς και να εκτίθενται συστηματικά με πρόγραμμα και στόχο. Αλλιώς δεν εξελίσσονται σε «θρύλους».

Μέχρι να αλλάξει η κατάσταση (θα αλλάξει, πάντα αλλάζει απλώς ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα ζεις για να το δεις) θα βλέπουμε έναν-έναν τους  «10 μικρούς νέγρους» του παρελθόντος που αγαπήσαμε να φεύγουν ένας-ένας. Και θα νιώθουμε την απώλεια βαριά γιατί οι άξιοι συνεχιστές τους,  αυτοί που θα μπορούσαν νομοτελειακά να απαλύνουν το βάρος της απώλειας δεν βρίσκουν το έδαφος να ανθίσει το ταλέντο τους. Κι έτσι είτε δεν εξελίσσονται σύμφωνα με τις δυνατότητες τους, είτε δημιουργούν και δισκογραφούν μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες με αποτέλεσμα το έργο τους να μην αποκτά μαζική απήχηση (ενώ, ως αξία, θα μπορούσε), είτε σπανιότερα δεν δισκογραφούν καν.

Η ζυγαριά είναι ελαττωματική. Γέρνει. Χάνεις πιο πολλά από ότι κερδίζεις.
Θα αλλάξει, πάντα αλλάζει αλλά μέχρι τότε θα μετράμε απώλειες.
Απώλειες όχι μόνο επειδή κάποιοι φεύγουν. Αλλά, εξίσου, επειδή κάποιοι δεν έρχονται.

Αλλά που ξέρεις; Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Και καμιά φορά χιονίζει τον Απρίλη…