Έπειτα από 7 χρόνια από την τελευταία του επίσκεψη στη χώρα μας, το James Carter Organ Trio, στα πλαίσια της παγκόσμιας περιοδείας του, έκανε μια στάση για τέσσερις εμφανίσεις (9-12/11) στο Half Note Jazz Club πριν κατευθυνθεί προς την Γερμανία. Το βράδυ της Παρασκευής βρέθηκα στην αθηναϊκή μουσική σκηνή για να παρακολουθήσω τον James Carter (σαξόφωνα), τον Gerard Gibbs (Hammond) και τον Alex White (ντραμς) και ομολογουμένως είχα ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες για την εμφάνιση αυτή λόγω της φήμης και της ιδιαιτερότητας του bandleader του σχήματος.

Η μουσική βραδιά ξεκίνησε πολύ δυναμικά περίπου  10 λεπτά μετά τις 10.30, με την καλή διάθεση του Αμερικανού να κυριαρχεί αμέσως στη σκηνή και να συνοδεύει την ούτως ή άλλως μοναδική σκηνική του παρουσία, φορτίζοντας θετικά το κλίμα που επικρατούσε στο μουσικό χώρο. Ο ιδιαίτερος τρόπος παιξίματος και οι διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο βιρτουόζος σαξοφωνίστας εντυπωσίασαν από την αρχή κιόλας του set όπου, σε ένα πρώτο δείγμα δεξιοτεχνίας, ο Carter, με εκτεταμένη κυκλική αναπνοή (circular breathing), κράτησε την ίδια νότα για περισσότερο από 1,5 λεπτό προκαλώντας το θερμό χειροκρότημα του κόσμου.

Ο Carter χαιρέτησε το κοινό και μιλώντας για τα επόμενα τραγούδια του setlist, ανέφερε ότι κάποια από αυτά συνήθως δεν παίζονται από ένα organ trio, αλλά από πολύ διαφορετικά jazz σχήματα που περιλαμβάνουν κιθάρες και βιολί. Ένα από αυτά τα gypsy jazz κομμάτια ήταν το «Diminishing» του θρυλικού Django Reinhardt κατά το οποίο απολαύσαμε ένα πολύ όμορφο solo στο σαξόφωνο και το Hammond. Ακολούθησε το θαυμάσιο «Imari’s Lullaby» το οποίο περιελάμβανε ένα solo σε μεγάλη ταχύτητα από τον Αμερικανό σαξοφωνίστα με τον παραγόμενο ήχο να είναι εμπλουτισμένος με τα effects pedals που προσδίδουν χαρακτηριστικά βραχνιάσματος του ήχου, εφέ delay, reverb και distortion.

Στο επόμενο κομμάτι, ο Carter προσέδωσε μια άλλη διάσταση στο τενόρο σαξόφωνό του και για λίγο έπαιξε σαν να επρόκειτο για ηλεκτρική κιθάρα με γρήγορους χτύπους στα κουμπιά, ενώ υπήρξε και μια «συνομιλία» μεταξύ των ντραμς, του σαξοφώνου και του Hammond. Στη συνέχεια, με το τραγούδι «Freereggaehibop» του Αμερικανού τρομπετίστα Lester Bowie, ο οποίος ήταν μάλιστα από τους πρώτους που πίστεψαν στον Carter, μας μεταφέρθηκε από τους χαμογελαστούς μουσικούς μια ξέγνοιαστη reggae αίσθηση η οποία έκανε αρκετούς από το κοινό να χορέψουν στο ρυθμό.

Έπειτα, απολαύσαμε την φανταστική εκδοχή του Gibbs για το «A Child Is Born», ένα jazz standard που έχει γραφτεί από τον τρομπετίστα Thad Jones το 1969 κατά το οποίο είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε ένα εκπληκτικό solo στο Hammond με αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία στον ήχο, σ’ έναν πολύ όμορφο συνδυασμό παλιού και μοντέρνου. Ο Carter, πάντα εκφραστικός και μέσα από τον μοναδικό του θεατρικό τρόπο, καταφέρνει να συνδεθεί με το κοινό, ενώ, χρησιμοποιώντας το σαξόφωνό του, σε μια από τις αστείες στιγμές της βραδιάς, μιμήθηκε αυθόρμητα την έκφραση μια γυναίκας από το κοινό και έκανε πολλούς να γελάσουν.

Μετά από ένα 30λεπτο διάλειμμα, το δεύτερο μέρος της βραδιάς ξεκίνησε με έντονη fusion διάθεση από την μπάντα με το κομμάτι του Reinhardt, «Manoir de mes rêves (Djangos Castleμε δύο θαυμάσια αυτοσχεδιαστικά solo τόσο στο τενόρο σαξόφωνο όσο και στο organ, με τον Carter και τον Gibbs να επικοινωνούν μέσω των μουσικών φράσεων των μουσικών τους οργάνων.

Τα επόμενα κομμάτια του setlist  ήταν, κατά τη γνώμη μου, από τα highlights της βραδιάς καθώς στο «JC on the Set» απολαύσαμε ένα εξαιρετικό solo στο τενόρο σαξόφωνο ο ήχος του οποίου, μέσα από τα ηλεκτρονικά εφέ του Carter, είχε μεταμορφωθεί σε βιολί  και προς το τέλος του κομματιού σταδιακά επανερχόταν στον γνωστό χαρακτηριστικό ήχο του σαξοφώνου. Κορυφαία στιγμή ήταν αδιαμφισβήτητα η εκπληκτική διασκευή του jazz standard κομματιού «Nuages» του Django Reinhardt με τον Carter να «συνομιλεί» με το κοινό μέσα από το soprano σαξόφωνό του και να επιδίδεται σε εξαιρετικά solo τόσο σε αυτό όσο και στο επόμενο κομμάτι, «Lockjaws Lament» από το album του In Carterian Fashion (1998).

Το τέλος της συναυλίας ήρθε στη 1.40, έπειτα από την επιθυμία του κοινού για ένα encore για το οποίο ο Carter κάλεσε έναν-έναν τους μουσικούς του στη σκηνή μέσα από αστείους ήχους από το σαξόφωνό του. Ο Carter ως καλός bandleader έδινε πολύ χώρο στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας για να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους, ενώ το υψηλό επίπεδο της παραγόμενης μουσικής οφειλόταν σίγουρα στην εξαιρετική χημεία μεταξύ τους. Πραγματικά ήταν μια πολύ όμορφη μουσική βραδιά καθώς πρόκειται για εξαιρετικούς καλλιτέχνες με πολλή ενέργεια και πάθος που κάθε μουσικόφιλος απολαμβάνει να παρακολουθεί ζωντανά.

Ο James Carter είναι ένας πραγματικός δεξιοτέχνης με αξιοζήλευτο έλεγχο και χειρισμό των μουσικών οργάνων τόσο σε επίπεδο δακτυλισμού όσο και στην τεχνική αναπνοής και φυσήματος, ο οποίος κατέχει, παράλληλα, μια μοναδική ικανότητα να ενσωματώνει ήχους και μελωδίες κομματιών από διαφορετικά μουσικά είδη. Ο 49χρονος βιρτουόζος από το Ντιτρόιτ, εξίσου εντυπωσιακός σε όλα τα σαξόφωνα, είναι μια δημιουργική ιδιοφυία που δεν πρωταγωνιστεί τυχαία στην παγκόσμια μουσική σκηνή τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς καταφέρνει να γεφυρώνει όλη την παράδοση της jazz μουσικής με μια σύγχρονη προσέγγιση συνδέοντας την avantgarde της δεκαετίας του 60’ με την mainstream ή τo gypsy swing με το blues και το gospel διατηρώντας μια εκπληκτική swing αίσθηση και ένα funky και soulful groove στις χρωματικές bebop γραμμές του.


Διαβάστε επίσης:

Ο James Carter στην σκηνή του Half Note!