Αν προσπαθούσε κάποιος να συμπυκνώσει μέσα σε μια φράση το σπουδαίο έργο αυτού του σε πολλούς άγνωστου συγγραφέα θα πρέπει να ανατρέξει στην παρακάτω δήλωση του Ι. Γ. Αντωνιάδη – εντελώς τυχαία έχουμε το ίδιο επίθετο – ο οποίος έγραψε κάποτε για τον Τσιτσελίκη το παρακάτω: “Δεν κοπιάζει να αλιεύση εις την φαντασίαν του τους ήρωας, αλλά καταζητεί τούτους εις την σφύζουσαν γύρω του ζωήν, ζωήν της πατρίδος του Κοζάνης, τόσα ιδούσαν και τόσα παθούσαν κατά την διαρρεύσασαν τελευταίαν δεκαετίαν”. Ο κ. Μ. Κ. Μώρος, ο οποίος είχε και την φιλολογική επιμέλεια σε αυτήν την σπουδαία πραγματικά έκδοση και του οφείλουμε συγχαρητήρια, προλογίζει με εξαιρετικό τρόπο τα όσα ο αναγνώστης ανακαλύπτει μέσα στα διηγήματα. Γράφει: “Ο Τσιτσελίκης γράφει διηγήματα με τοπική θεματική και χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό το τοπικό ιδίωμα”.

Ένας ανταποκριτής της τοπικής κοινωνίας

Μέσα στην δίνη του πολέμου, στην Κοζάνη που τόσο καλά γνώριζε και αγάπησε, ο Τσιτσελίκης στέκεται σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος τύπου Καγιεμπότ και έξω στον δρόμο παρατηρεί και καταγράφει στιγμές και εικόνες ανθρώπων, απλών, ταπεινών, φτωχών και λησμονημένων που αναζητούν μια κάποια λύση για την πείνα τους. Το διήγημα “Ελενίτσα” είναι χαρακτηριστικό της πολεμικής ατμόσφαιρας που επικρατεί σε μια κοινωνία διαλυμένη από τους πολέμους και τις κακουχίες που όμως αντέχει. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα θλίψης που απλώνεται σαν σύννεφο, ο Τσιτσελίκης μοιράζει άγρια ομορφιά υπαίθρου και με τις λέξεις του και αυτήν την ντοπιολαλιά που σαφώς κατέχει αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη του.

Δυστυχώς, δεν είναι από τους συγγραφείς που γνωρίζουμε παρά ελάχιστα, αυτό όμως δεν μειώνει σε καμία περίπτωση το μεγαλείο των μαρτυριών, τις οποίες έχει τόσο έξοχα σμιλέψει σαν γλύπτης Τηνιακός, η γραφή του ξεδιπλώνεται τόσο αβασάνιστα και από μέσα τους ξεχύνεται το κρασί της αλήθειας με την οποία είναι ποτισμένες οι ιστορίες. Κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει το συναίσθημα που αναβλύζει και κάνει την καρδιά μας να σπαρταρά, κανείς δεν μπορεί να παραμείνει ασυγκίνητος εμπρός σε αυτό το υπέροχο θεατρικό έργο διαρκείας που ανεβάζει με τους χαρακτήρες σε πρώτο πλάνο. Ο συγγραφέας εντάσσει τον αναγνώστη του στον σκληρό πλην όμως γοητευτικό κόσμο μιας απλότητας που ειδικά σήμερα λείπει, το περιβάλλον που στήνει είναι μοναδικό και μοναδικά ανθρώπινο σαν τα έργα του Τσέχοφ γιατί τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο ή ωραιοποιημένο.

Οι ιστορίες του Τσιτσελίκη είναι βουτηγμένες στο άρωμα που έρχεται καθάριο από τον τόπο του συγγραφέα. Πρόσωπα βαθιά ευαίσθητα, ευάλωτα, εύθραυστα, καμωμένα από χώμα και χρόνο βιώνουν το καθένα την δική του ανηφόρα, αφηγούνται της ζωής τους τις δυσκολίες. Πρόκειται για μορφές καθημερινές, ανθρώπινες, χωρίς φτιασιδώματα ή προσπάθεια να κρυφτεί η ωμή πλευρά του πόνου τους γιατί ο πόνος είναι εκεί παρών, η ζωή ενέχει πόνο. Με τους ιδιωματισμούς, ο Τσιτσελίκης μας μεταφέρει σε έναν χωροχρόνο των αρχών του προηγούμενου αιώνα όπου επικρατεί η λιτότητα και η ανέχεια, η πάλη και η αγωνία για να βγει το καθημερινό μεροκάματο στην χέρσα γη, ο αγώνας για ελευθερία απέναντι στον εχθρό Τούρκο ή τον Γάλλο αφέντη αλλά και η αδήριτη ανάγκη για έρωτα όπως στο διήγημα “Ο Γιάννης της Λαριούς”. Οι αφηγήσεις και οι ιστορίες του Τσιτσελίκη δεν είναι μονοδιάστατες, τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενο παρουσιάζεται από τον συγγραφέα μία πολυποικιλότητα με κεντρικό άξονα όμως πάντα τα πρόσωπα και τις φυσιογνωμίες της Κοζάνης και των περιχώρων.

Διηγήματα εμπνευσμένα από ιστορίες που πάλλονται

Ο κόσμος της αγάπης στο διήγημα “Το αυτοκίνητο” είναι περίεργος και εξαρτάται από το πεπρωμένο που έχει γραφτεί στο “θεϊκό” χαρτί για τον καθένα, αυτό που κατά κοινή ομολογία ονομάζουμε πεπρωμένο. Στην ιστορία του Αλκέτα και της Ελίνας, εκείνος ριψοκινδύνευσε τα πάντα, έχασε το παιχνίδια της επαναντάμωσης τους με σκοπό να την νυμφευτεί και σαν μετά από χρόνια έπεσε πάνω της ύστερα από ατύχημα οι σκέψεις άρχισαν και πάλι να στροβιλίζονται στο μυαλό του και να του προκαλούν ανείπωτα ρίγη συγκίνησης. Οι ευκαιρίες που μας δίνονται στην ζωή είναι μοναδικές όπως και ο λόγος στις ιστορίες αυτές, είναι σαν να ξαναζούμε την εποχή εκείνη. Ο Τσιτσελίκης καταγράφει και καταθέτει τις προσωπικές του σκέψεις μέσα από την άστατη ψυχολογία των ηρώων του έτσι που μοιάζουν όλα όσα μας αφηγείται να λαμβάνουν χώρα όχι εκατό χρόνια πριν αλλά στο σήμερα.

Ο συγγραφέας στο διήγημα “Της Μπήλιως τα νημόρια” περιγράφει την τίμια και εργατική ζωή των ηρώων του που στην καθημερινότητά τους είναι εργάτες ταπεινοί και αφοσιωμένοι στο καθήκον τους, ταγμένοι να βγάλουν το ψωμί της μέρας. Τιμά τον κόσμο αυτόν αλλά παράλληλα αναδεικνύει και τον άνθρωπο που επιθυμεί διακαώς να ζήσει, να χαρεί, να διασκεδάσει, να νιώσει ελεύθερος από δεσμά τόσων χρόνων. Το περιβάλλον δράσης, όπως και στα περισσότερα διηγήματα, είναι ο πόθος του να μιλήσει για τον τόπο που θέλει να τιμήσει μέσα από τις φωνές τόσο των ζώντων όσο και των νεκρών που ποτέ δεν σιωπούν.

Οι λέξεις του και οι αναφορές του είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε μία Κοζάνη που λάτρεψε και παίνευσε με τον λόγο του, τον αστείρευτης σαγήνης λόγο που κυλάει σαν το ποτάμι του Αλιάκμονα που τόσο γλαφυρά περιγράφει στο τελευταίο διήγημα του τόμου αυτού με τίτλο “Αγάπη στον Αλιάκμονα”. Σε αυτό το διήγημα, το τόσο μακροσκελές αλλά και τόσο τρυφερό, θαρρώ πως ξετυλίγεται σε όλο του το εύρος το κουβάρι του κεφαλαίου που λέγεται Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης. Το πανέμορφο τοπίο, οι χαρακτήρες, η λαχτάρα του Χρήστου να εκμεταλλευτεί τον σπάνιο πλούτο αυτού του τόπου για χάρη όλης της Ελλάδας, η αθωότητα της Αλίκης που σπαρταρά από έρωτα και πάθος για ζωή, όλη αυτή η ατμόσφαιρα της Ελλάδας εκείνης που ακόμα παραμένει ζωντανή μέσα από την φύση της, όλα αυτά τα στοιχεία είναι το μοναδικό λογοτεχνικό θεώρημα αυτού του ξεχωριστού συγγραφέα.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Ήταν άραγε κακό αυτό που έκαμα; Ποιος μπορεί να το πει αυτό; Ποιος έχει το δικαίωμα να βάλει φραγμούς στην αγάπη;” Από το διήγημα Αγάπη στον Αλιάκμονα

“Καμιά φορά, στη ζωή του ανθρώπου έρχονται τέτοιες ανέλπιστες αναποδιές που, αν δεν αποφασίζει να σκοτώσει άλλους, ορισμένως σκοτώνεται ο ίδιος” Από το διήγημα Αχάριστος γιος, κακός γιος

“Ο Γιάννης γυρίζει πάντα με τα κουρέλια του μέσα στα δάση και τους φάραγγας του Αλιάκμονα, περιμένοντας να ξανάρθει η Λεπίδα να τον πάρει! Είναι ασφαλισμένος άλλωστε. Έχει στο δάχτυλό του το δαχτυλίδι, τη μπαραμπόνα, όπως το λέγει ο ίδιος” Από το διήγημα Ο Γιάννης της Λαριούς

Διαβάστε επίσης

Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης – Ιβάν Τσέρμσκι και άλλα διηγήματα