«Στα διηγήματά του υπάρχει μία δύναμη που μπορεί να μας συγκινήσει με τον μόνο τρόπο που ξέρει να το κάνει η καλή λογοτεχνία: την ακρίβεια στην έκφραση, την καθαρή ματιά, την ειλικρίνεια. Ο Λόντον είναι σπουδαίος τεχνίτης στο να στήνει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα σε λίγες λέξεις» αναφέρει στον εξαιρετικό πρόλογό του ο Δημήτρης Ελευθεράκης.

Γνωστός για βιβλία όπως ο «Ασπροδόντης» και «Το κάλεσμα της άγριας φύσης», ο Λόντον είναι ένας ταξιδιώτης του κόσμου και μέσα από αυτό το ταξίδι του ανά την υφήλιο παραδίδει σε μικρούς και μεγάλους ιστορίες από την επαφή του με τον πραγματικό απομακρυσμένο κόσμο μακριά από εξιδανικευμένες εικόνες ενός τέλειου κόσμου, ο οποίος έτσι και αλλιώς δεν υπάρχει. Οι ιστορίες που βρίσκουμε σε αυτό το βιβλίο μαγνητίζουν τον αναγνώστη γιατί έρχονται από έναν κόσμο άγνωστο προς αυτόν, θεωρητικά εξωτικό και μαγικό, όμως μέσα από την αφήγηση παρατηρεί κανείς πως η επίγεια πραγματικότητα διαφέρει από τα παραμύθια. Οι ανθρώπινες σχέσεις κυρίως σε αυτή τη γωνιά του νέου κόσμου είναι σκληρές, ενέχουν αντιδικίες και αδικαιολόγητη βία που προκύπτει από το γεγονός πως διαταράσσεται η ισορροπία της ύπαρξης από την προσπάθεια εκπολιτισμού ανθρώπων που δεν ζήτησαν να «εκπολιτιστούν». Στην ουσία πρόκειται περί υπόταξης των ιθαγενών σε ένα πλαίσιο τελικά καθόλου πολιτισμένο από αδίστακτους αποικιοκράτες που έχουν σκοπό την εξόντωσή τους και την κατάκτησή τους.

Ο Λόντον και στις τρεις ιστορίες δεν θα μασήσει τα λόγια του, δεν θα ωραιοποιήσει καταστάσεις, θα μπει ως άμεσος ανταποκριτής στην καρδιά των προβλημάτων των ανθρώπων και θα περιγράψει την ωμότητα, την φρίκη και την αδυσώπητη αγριότητα των δυτικών έναντι αθώων ανθρώπων που έτυχε να γεννηθούν διαφορετικοί σε μία περιοχή του κόσμου μακριά από τον δυτικό πολιτισμό. Τελικά, αυτοί που ήρθαν για να «φωτίσουν» και να καλλιεργήσουν τους άγριους και τους «απολίτιστους», τελικά οδηγούνται σε αποτρόπαιες πράξεις που δεν διέπονται από καμία λογική, κανέναν ανθρώπινο νόμο αλλά σπέρνουν διχόνοια και κυρίως μίσος απέναντί τους. Στην ιστορία του «Ο Τσίναγκο», ο Λόντον σκιαγραφεί με καθαρό και σκληρό λόγο την καταδίκη ενός ανθρώπου, του Α Τσο, ο οποίος δολοφονήθηκε δια της λαιμητόμου αν και αποδείχθηκε πως δεν ήταν εκείνος ο ένοχος. «Τι ήταν ένας Τσίναγκο έτσι και αλλιώς;». Άρα εδώ διαφαίνεται πως ο πιο ισχυρός νόμος είναι αυτός του ισχυρού έναντι του αδυνάτου. Το ίδιο ισχύει και στην δεύτερη ιστορία «Το σπίτι του Μαπούι» όπου ο δυνάστης Ραούλ αποσπά με πονηρό και ανήθικο τρόπο το μαργαριτάρι του φτωχού Μαπούι επειδή το μυαλό του είναι αθώο και δεν σκέφτεται πως θα εκμεταλλευτεί τον συνάνθρωπό του. Σε αυτήν όμως την ιστορία, η θεία Δίκη και η Νέμεσις επιστρατεύονται για να αποδώσουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και την επιθυμητή δικαιοσύνη.

Ο Λόντον, όπως και ο Γκωγκέν, αποφάσισε να έρθει σε επαφή με ένα άσπιλο και αμόλυντο περιβάλλον, αυτό του μακρινού Ειρηνικού μακριά από την δυτική και πολύβουη ζωή. Ο Λόντον όμως στις περιπλανήσεις του τόσο στα νησιά Φίτζι όσο και τις γαλλικές αποικίες, την Ταϊτή εδώ, έζησε από κοντά μία σκοτεινή πραγματικότητα ως προς την βαρβαρότητα που επέδειξαν οι «επισκέπτες» και τελικά διεκδικητές της γης αυτής και έγινε παράλληλα μάρτυρας της τραγωδίας που βίωσαν οι γηγενείς κάτοικοί της. Και αποφάσισε, σε αντίθεση με τον Γκωγκέν που ζωγράφισε ένα ως επί το πλείστον ειδυλλιακό τοπίο, να ασχοληθεί με την καταγραφή των επαχθών στιγμών τόσο των ιθαγενών κατοίκων από την μία αλλά από την άλλη δεν απέκρυψε και τον κανιβαλισμό των ίδιων των ιθαγενών, οι οποίοι μπροστά στον φόβο του άγνωστου που απειλούσε την ζωή τους και όπως ήταν λογικό την υπερασπίστηκαν, δεν δίστασαν να προσφύγουν στην προσφιλή τακτική τους να θυσιάσουν τον ιεραπόστολο (από την ιστορία «Το δόντι της φάλαινας»). Αυτόν που πήγε εκεί με αγνές προθέσεις να τους διδάξει τον καθολικισμό αλλά δεν κατάφερε να βγει ζωντανός από την επαφή με έναν πολιτισμό απλά πρωτόγνωρο σε σχέση με τον δικό του. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είχε το όραμα ν’ανάψει τη σπίθα της πίστης στις καρδιές των βουνίσιων, να ξεκινήσει μία αναγέννηση ελπίδας από τα βουνά που θα συγκλόνιζε τη «Μεγάλη Γη» απ’ άκρη σ’ άκρη, από θάλασσα σε θάλασσα ως το πιο απομακρυσμένο νησί». Γιατί όμως αναρωτιέται κανείς οι πολιτισμοί να μην μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά και να αφαιρούνται ζωές τόσο στην περίπτωση του ιεραπόστολου όσο και στην περίπτωση του Α Τσο; Αν τολμήσει κανείς μία γρήγορη και πρόχειρη απάντηση θα πει πως η γεύση για το άγνωστο έχει πάντα κάτι το μυστηριώδες πολλές φορές όμως με αποτελέσματα επώδυνα και απρόβλεπτα.

Οι σκηνές που περιγράφονται και στις τρεις ιστορίες είναι γεμάτες αλήθεια για τις πρώτες προσπάθειες παγκοσμιοποίησης σε μία εποχή που δεν ήταν έτοιμη να κατανοήσει τις αλλαγές που θα επέφερε ο αιματηρός εικοστός αιώνας. Ο συγγραφέας, με γνώμονα, την αγάπη του για περιπέτεια και τον άνθρωπο, θα κατορθώσει να συνεπάρει αλλά και να διδάξει μαζί πως ο σεβασμός στην διαφορετικότητα είναι αυτό που θα κάνει τον κόσμο αυτόν καλύτερο, έναν οικουμενικό χώρο που θα δέχεται όλους ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως χρώματος, προέλευσης ή θρησκείας μακριά από την υποκρισία της δύναμης και της εξουσίας. Και με μία ρομαντικότητα και μία περηφάνια να βάζει στους ήρωές του το αίσθημα της αυτοικανοποίησης πως ό,τι και αν γίνει εκείνοι απολαμβάνουν τον δικό του κήπο της Εδέμ μακριά από το αίσθημα εκδίκησης. Αυτή η τελική ηρεμία στον λόγο του είναι ό,τι πιο εκπληκτικό διαθέτει η λογοτεχνία του.

«Ένας γαλάζιος ερωδιός πάνω σε ένα νησάκι άμμου, το ασημένιο πλατσούρισμα ενός ψαριού ή το ηλιοβασίλεμα πέρα από τη λιμνοθάλασσα, τον έκαναν να ξεχνάει τη σειρά των εξαντλητικών ημερών και το μαστίγιο του Σεμέρ»

«Το κοράλλι μαραίνεται, η φοινικιά μεγαλώνει μα ο άνθρωπος φεύγει»
Παροιμία της Ταϊτής

Το βιβλίο του Τζακ Λόντον, Ιστορίες από τον Ειρηνικό, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.