Έχοντας υπόψιν μου αυτό που έχει γραφτεί στο παρελθόν από διάφορους ξένους κριτικούς ότι, δηλαδή, είναι δύσκολο να αποδοθεί με λέξεις η μαγεία του πιάνου του Αμερικανού μουσικού και συνθέτη, βρέθηκα το ανοιξιάτικο βράδυ της Παρασκευής στο Half Note Jazz Club στο Μετς για να παρακολουθήσω μία από τις τέσσερις εμφανίσεις του Harold Mabern Trio (30/03-02/04) και θα προσπαθήσω, όσο το δυνατόν καλύτερα, να καταγράψω τη μοναδική αυτή μουσική εμπειρία.

Λίγα λεπτά μετά τις 10.40, έλαβαν τη θέση τους στην σκηνή του Half Note ο πιανίστας Harold Mabern, ο ντράμερ Joe Farnsworth και ο Ari Roland στο κοντραμπάσο, γνωστοί ως Harold Mabern Trio. Ο 81χρονος αυτοδίδακτος πιανίστας, με τη βαριά νοτιοαμερικάνικη προφορά του, χαιρέτησε και ευχαρίστησε το κοινό και χωρίς καμία καθυστέρηση, η συναυλία ξεκίνησε με το κομμάτι «How Ιnsensitive» και τους πρώτους ήχους του πιάνου να πλημμυρίζουν τον χώρο. Έπειτα από ένα εισαγωγικό σόλο στο πιάνο, τον Mabern ακολούθησαν τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας και μεταξύ των τραγουδιών που ακούστηκαν στη συνέχεια ήταν και το γνωστό «Afro Blue». Εύκολα μπορούσε να αντιληφθεί κανείς την αίσθηση blues στον ήχο και το παίξιμο του Mabern, το οποίο είναι αρμονικά πολύπλοκο και γεμάτο ένταση και πάθος, θυμίζοντας έντονα τους εκπληκτικούς McCoy Tyner και Phineas Newborn Jr., με τον δεύτερο να αποτελεί έναν από τους κύριους λόγους που o Mabern έχει αφιερώσει την ζωή του στη μουσική.

Ύστερα από ένα σύντομο πρόλογο, ακούστηκε το κομμάτι «Bobby, Benny, Jymie, Lee, Bu» και ακολούθησε η εκπληκτική διασκευή του «Daahoud», σε διαφορετικό τέμπο από τις hard bop εκδοχές των θρυλικών Clifford Brown και Dizzy Gillespie, την οποία ο Mabern χαρακτήρισε ως επιστροφή στις ρίζες της jazz («back to jazz basics»). Σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του, δεν ενδιέφερε ποτέ τον Mabern να γίνει η ηγετική φιγούρα μίας μπάντας και αυτό ήταν εμφανές κατά τη διάρκεια της συναυλίας, καθότι παραχωρούσε στους μουσικούς που τον συνόδευαν πολύ χώρο για να λάμψουν με σόλο που διαρκούσαν πολλές φορές έως και 5 λεπτά. Τόσο ο Roland στο κοντραμπάσο με τα υπέροχα σόλο του με δοξάρι, όσο και ο εκπληκτικός ντράμερ Farnsworth απέδειξαν ότι είναι δύο εξαιρετικοί μουσικοί που στέκονται δίκαια δίπλα σε έναν από τους αναμφίβολα πιο ταλαντούχους πιανίστες της jazz. Το μουσικό τρίο έδειχνε να απολαμβάνει κάθε λεπτό της 2ωρης συναυλίας και το ίδιο φυσικά και ο κόσμος που παρακολουθούσε. Η βραδιά έκλεισε με το «Fantasy» και τον υπέροχο αυτοσχεδιασμό του Mabern για τον οποίο καταχειροκροτήθηκε.

Μετά το τέλος της συναυλίας, αρκετοί (εμού συμπεριλαμβανομένης) πλησίασαν τους φιλικούς και προσιτούς μουσικούς που κινούνταν με άνεση στο χώρο του μπαρ, για να δώσουν τα συγχαρητήριά τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η συναυλία ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη μεταξύ των οποίων μεσολαβούσε ένα μισάωρο διάλειμμα που, ίσως όσοι δεν είχαν παρακολουθήσει ξανά συναυλία στο Half Note, εξέλαβαν ως το τέλος της (μεταξύ των οποίων αρχικά και εγώ) και κάποιοι δυστυχώς έφυγαν νομίζοντας ότι η συναυλία είχε τελειώσει, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να απολαύσουν μία ακόμη ώρα καταπληκτικής μουσικής.

Εν κατακλείδι, τι πιο όμορφο για ένα βράδυ Παρασκευής από τον συνδυασμό καλής jazz μουσικής, γεμάτης hard bop, post-bop και soul jazz ήχους και της ζεστής ατμόσφαιρας του Half Note που σε μετέφερε σε μια άλλη εποχή; Πιστεύω πως εκφράζω όσους βρέθηκαν την Παρασκευή (και τις υπόλοιπες, φυσικά, ημέρες) στο Half Note, όταν λέω πως χαίρομαι ιδιαίτερα που η πορεία της ζωής του Harold Mabern τον οδήγησε να γίνει πιανίστας και όχι ντράμερ, όπως είχε αρχικά ξεκινήσει την καριέρα του. Και πάνω απ’ όλα χαίρομαι που ήμουν εκεί για να παρακολουθήσω από κοντά αυτόν τον εκπληκτικό μουσικό. Όλοι οι φίλοι της jazz ευελπιστούμε να επισκεφτεί ξανά την χώρα μας για να μας χαρίσει και πάλι μοναδικές μουσικές στιγμές μαζί με τους εξαιρετικούς μουσικούς του.