Στα θεατρικά της Γαλλίας του μεσοπολέμου δεσπόζουσα θέση κατέχει αναμφισβήτητα το Cartel των τεσσάρων (Μπατύ, Ζουβέ, Ντυλάν και Πιτόγεφ) με κύριο μέλημα τη διαμόρφωση ενός νέου κοινού με υψηλά αισθητικά κριτήρια, απαλλαγμένου από τη διαβρωτική ροπή προς τα αισθητικά στερεότυπα του εμπορικού θεάματος. Την ίδια εποχή οι Γάλλοι δραματουργοί βιώνουν μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία αναμετρώνται με μεγάλες περιπτώσεις δραματουργών από άλλες χώρες της Ευρώπης ακόμα και από άλλες περιοχές του κόσμου. Ωστόσο, μια μεγάλη μερίδα συγγραφέων θα παραμείνει ομφαλοσκοπικά προσκολλημένη στην αυταξία της δραματουργίας, τη στιγμή που η τέχνη της σκηνοθεσίας αρχίζει να επικρατεί κατά κράτος και να προσλαμβάνει μια δυναμική ικανή να μεταμορφώσει ολοκληρωτικά τη σκηνή. Ανάμεσα σε συγγραφείς όπως ο Ζυλ Ρομαίν, ο Αρμάν Σαλακρού, ο Ζαν Ανούιγ, ο Ζαν Κοκτώ που αντέταξαν στην παράδοση του ελαφρού έργου νέες φόρμες και μια πένα πιο στοχαστική συγκαταλέγεται και ο Ζαν Ζιρωντού. Γνωστός και ως «εθνικός ποιητής» και έχοντας καλλιτεχνικό συνοδοιπόρο στην σκηνική πραγμάτωση των πονημάτων του τον Λουί Ζουβέ, αρχικά θα εμφανιστεί ως ο πολλά υποσχόμενος αρχιτέκτονας της σύγχρονης γαλλικής τραγωδίας. Δυστυχώς, όμως, τα έργα του θα παραμείνουν προσδεδεμένα σε θέματα κοινότοπα (η αιώνια πάλη με το κακό, η συντριβή του ανθρώπου από υπέρτατες δυνάμεις κ.λπ), με πρόδηλα αναποφάσιστη στάση ως προς την ανάπτυξή τους και με ένα ιδίωμα αρκούντως επιτηδευμένο, στοιχεία ικανά να περιορίσουν το μέγεθός τους. 

Στο έργο του «Η τρελή του Σαγιό» ο Ζιρωντού επιχειρεί με αρκετές δόσεις βερμπαλισμού να στήσει ένα ρομαντικό και με ποιητικό οίστρο συμβολικό παραμύθι (αναφορά στις μεσαιωνικές ηθολογίες) για την καταδυνάστευση του ανθρώπου από το χρήμα. Παρά τις πολλές τεχνικές συμπληγάδες κατορθώνει να παγιώσει ένα αποτέλεσμα όπου δεσπόζει η σχεδόν μυθική μορφή μιας φαινομενικά αλαφροΐσκιωτης γυναίκας που φιλοδοξεί να σώσει την ανθρωπότητα και της οποίας η τρέλα μοιάζει να είναι μάλλον η αποκηρυγμένη από τον κόσμο λογική.

Η παράσταση

Σχηματική, σκιώδης και αποστραγγισμένη από την ποιητική της ουσία η «Τρελή του Σαγιό» του Παλλάς αποκρυσταλλώθηκε ως μια ισχνή υπογράμμιση της ιδέας του Ζιρωντού. Η ανάγκη μιας εκβιασμένης επικαιροποίησης, αλλά και η χειραγώγηση του λόγου του συγγραφέα από ένα αναγνωρίσιμο ύφος ακραίας ελευθεριότητας αντιπαρήλθαν ακόμα και την έννοια της πλέον σεβαστής διασκευής. «Τίποτα πιο ανόητο από το να ξεσκονίζουμε τους κλασικούς» είχε πει ο Αντουάν Βιτέζ και διαπιστώνει κανείς πόσο μπορούμε να του αποδώσουμε δίκιο, όταν ένα «κλασικό» έργο παραδίδεται στη σκηνή ανυπεράσπιστο, ως κάτι αποσπασματικό, ασπόνδυλο, άμορφο. Σε επίπεδο ερμηνείας κυριαρχούν οι ρηχές προσεγγίσεις και οι μανιέρες των τηλεοπτικών περσόνων με εξαίρεση τις παρουσίες της Χριστίνας Τσάφου, της Γεωργίας Καλλέργη και του Γιάννη Σαμψιάρη που αναδίδουν μια αίσθηση ποιότητας και σεβασμού. 

Διαβάστε επίσης: 

Η τρελή του Σαγιό, του Ζαν Ζιρωντού σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια στο Θέατρο Παλλάς