Ο Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου του 1902 και άφησε την τελευταία του πνοή, καθώς τον πρόδωσε η κατακόκκινη καρδιά του, στην Μόσχα στις 3 Ιουνίου του 1963. Είχε καταγωγή από την Τουρκία και υπήρξε ποιητής και δραματουργός, με τα έργα του να μεταφράζονται σε δεκάδες γλώσσες, καθώς το συναίσθημα κάθε ποιητικής τους αράδας δεν γνώριζε σύνορα, ούτε χρώματα -ίσως μονάχα το κόκκινο… Υπήρξε ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας, αφιερώνοντας όλη του την ύπαρξη στην κομμουνιστική ιδεολογία, στην επανάσταση, στους συντρόφους του, στον έρωτα, στο δίκαιο.

Τα αγαπημένα μας ποιήματα του

Γιὰ τὴ ζωή
(ἀπόδοση: Γιάννης Ρίτσος)

Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Τὶς πιὸ ὄμορφες μέρες μας δὲν τὶς ζήσαμε ἀκόμα
Κι ἂχ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο θά ῾θελα νὰ σοῦ πῶ
Δὲ στό ῾πα ἀκόμα.

Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων

Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.

* * *

Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,
ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·
μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε
στὴν πολυαγαπημένη μου,
ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια
μ᾿ ἀπατήσανε.

* * *

Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.

* * *

Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ
καὶ νὰ γευτῶ
ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω
καὶ νὰ νιώσω
τίποτα, τίποτα
δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο τὰ τραγούδια…

Γιὰ τὰ τραγούδια μου

Δὲν ἔχω πήγασο μὲ σέλαν ἀργυρὴ
οὔτε καὶ πόρους
-ὅπως τοὺς λέν᾿- ἀδήλους
δὲν ἔχω μήτε γῆ
μιὰ σπιθαμὴ
μονάχα ἕνα ποτηράκι μέλι
σὰ νά ῾ναι φλόγα λαμπερή.

Αὐτὸ εἶναι τὸ βιός μου
κι εἶναι καὶ γιὰ τοὺς φίλους
κι ἐνάντια σ᾿ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς
ἐντός μου
φυλάγω αὐτὸν τὸν πλοῦτο μου
ἕνα ποτήρι μέλι.

Ὑπομονή, συντρόφοι, ὑπομονὴ
καὶ θὰ ῾ρθει μέρα ἡ τρανὴ
ναὶ θά ῾ρθει!
-Σ᾿ αὐτοὺς πού ῾χουν τὸ μέλι θὲ νὰ ῾ρθεῖ
ἡ μέλισσα ἡ μιὰ
ἀπ᾿ τὴ Βαγδάτη.

Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο

Ἔχω πάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τ᾿ ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν τουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν τὴν αὐγὴ
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.

Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.

Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πού ῾πε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.

Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
βγῆκε στο δικαστήριο
ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ θανατικὴ καταδίκη.

Ἀπρίλης 1952

Μονάκριβή μου

(ἀπόδοση: Γιάννης Ρίτσος)

Μονάκριβή μου ἐσὺ στὸν κόσμο
μοῦ λὲς στὸ τελευταῖο σου γράμμα:
«πάει νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου, σβήνει ἡ καρδιά μου,
Ἂν σὲ κρεμάσουν, ἂν σὲ χάσω θὰ πεθάνω».

Θὰ ζήσεις, καλή μου, θὰ ζήσεις,
Ἡ ἀνάμνησή μου σὰν μαῦρος καπνὸς
θὰ διαλυθεῖ στὸν ἄνεμο.
Θὰ ζήσεις, ἀδελφή με τὰ κόκκινα μαλλιὰ τῆς καρδιᾶς μου
Οἱ πεθαμένοι δὲν ἀπασχολοῦν πιότερο ἀπό ῾να χρόνο
τοὺς ἀνθρώπους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.

Ὁ θάνατος
Ἕνας νεκρὸς ποὺ τραμπαλίζεται στὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ
σὲ τοῦτον ῾δῶ τὸ θάνατο δὲν ἀντέχει ἡ καρδιά μου.
Μὰ νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
ἂν τὸ μαῦρο καὶ μαλλιαρὸ χέρι ἑνὸς φουκαρᾶ ἀτσίγγανου
περάσει στὸ λαιμό μου τὴ θηλειὰ
ἄδικα θὰ κοιτᾶνε μὲς στὰ γαλάζια μάτια τοῦ Ναζὶμ νὰ δοῦν τὸ φόβο.
Στὸ σούρπωμα τοῦ στερνοῦ μου πρωινοῦ
θὰ δῶ τοὺς φίλους μου καὶ σένα.
Καὶ δὲ θὰ πάρω μαζί μου κάτου ἀπὸ τὸ χῶμα
παρὰ μόνο τὴν πίκρα ἑνὸς ἀτέλειωτου τραγουδιοῦ.

Γυναίκα μου
Μέλισσά μου μὲ τὴ χρυσὴ καρδιὰ
Μέλισσά μου μὲ τὰ μάτια πιὸ γλυκὰ ἀπ᾿ τὸ μέλι
Τί κάθησα καὶ σοῦ ῾γραψα πὼς ζήτησαν τὸ θάνατό μου.

Ἡ δίκη μόλις ἄρχισε
Δὲν κόβουν δὰ καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἔτσι τὸ κεφάλι
ὅπως ἕνα γογγύλι.
Ἔλα, ἔλα, μή μου σκᾶς
Αὐτὰ εἶναι μακρινὰ ἐνδεχόμενα.
Ἂν ἔχεις τίποτα λεφτὰ
Ἀγόρασέ μου ἕνα μάλλινο σώβρακο
Μοῦ μένει ἀκόμα κείνη ἡ ἰσχιαλγία στὸ πόδι

Καὶ μὴν ξεχνᾶς πὼς ἡ γυναίκα ἑνὸς φυλακισμένου
Δὲν πρέπει νά ῾χει μαῦρες ἔγνοιες.

Αὐτὸ εἶναι ὅλο

Ζῶ στὴ φεγγοβολὴ
ποὺ προχωράει
ὁλόγιομα τὰ χέρια μου
μὲ πόθους
κι ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος πολὺ
μοσκοβολάει.

Τὰ μάτια μου λιμπίστηκαν
τὰ δέντρα
τὰ δέντρα ποὺ γιόμισαν ἐλπίδες
καὶ ντύθηκαν τὴ πράσινη στολὴ
τὸ λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ᾿ ὁλόδροσο χαλὶ
κι ἀπ᾿ τὸ φεγγίτη μὲ καλεῖ
στὶς πράσινες νησίδες.

Κι οὔτε μυρίζομαι τὰ φάρμακα
τ᾿ ἀναρρωτήριο πιὰ δὲ βρωμάει
-θ᾿ ἀνοίξουν τὰ γαρούφαλα
ἡ ὥρα ἡ καλή-

Τί τάχα ἂν εἶσαι φυλακή;
Νὰ μὴ λυγᾶς!
αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο.
Δὲν εἶναι ἄλλη συμβουλή.

Ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι δική μας

Ἡ χώρα αὐτὴ π᾿ ὁρμᾶ ἀπ᾿ τὴν Ἀσία μὲ καλπασμὸ
καὶ ποὺ προβάλλει
τ᾿ ὥριο κεφάλι
σὰν τὸ πουλάρι
γεμάτο χάρη
πρὸς τῆς Μεσόγειος τὸ νερὸ
ἡ χώρ᾿ αὐτὴ εἶναι δική μας
μὲ ματωμένους τοὺς καρποὺς
δόντια σφιγμένα
πόδια γυμνά.

Σὰ μεταξένιο τούτη ἡ γῆ μας
εἶναι χαλί μας
τούτη ἡ γῆ μας
ἡ κόλασή μας
τούτ᾿ ἡ παράδεισο
εἶναι δική μας.

Ἡ θέλησή μας
τώρα τρανεύει
νά ῾ναι δική μας
παντοτινὰ
νὰ ζοῦμε λεύτεροι σὰ δέντρα
σὰ τὰ δεντρὰ τοῦ ἴδιου δάσου
ἀδερφωμένα
ἀγκαλιαστά.