Από τις 7 Δεκεμβρίου 2017 και για 10 παραστάσεις έως τις 5 Ιανουαρίου 2018, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο του αφιερώματος της ΕΛΣ στον Στέφανο Λαζαρίδη.

Δεν είναι λίγοι οι φίλοι του λυρικού θεάτρου που θεωρούν την Μποέμ ως την απόλυτη όπερα, μια και συνδυάζει μοναδική μελωδική μουσική, μια σπαρακτική ιστορία, καθημερινούς χαρακτήρες και έντονα συναισθήματα. Ο Πουτσίνι με τη μουσική του περιγράφει, μεταφέροντας με τρόπο συγκλονιστικό στον θεατή, όλη την παλέτα των συναισθημάτων: την ανεμελιά, τη χαρά, τον μεγάλο έρωτα, την απόγνωση.

Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή με φόντο το παγωμένο Χριστουγεννιάτικο Παρίσι, από τη στιγμή που συναντιούνται έως το θάνατό της από φυματίωση.

Η Μποέμ βασίζεται στη νουβέλα Σκηνές απ’ την μποέμικη ζωή (1845/8, 1851) του Ανρί Μυρζέρ και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1896 στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνου υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέβασε για πρώτη φορά την Μποέμ τον Απρίλιο του 1948 σε μουσική διεύθυνση Αντίοχου Ευαγγελάτου.

Το 2007 ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Στέφανος Λαζαρίδης ανέθεσε στον διάσημο Βρετανό σκηνοθέτη Γκρέιαμ Βικ να σκηνοθετήσει μια νέα παραγωγή της Μποέμ για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο Βικ, “ο άνθρωπος που έσωσε την όπερα στην Βρετανία”, όπως τον έχει χαρακτηρίσει η βρετανική εφημερίδα Telegraph, μετέφερε τη δράση του έργου από το Παρίσι του 19ου αιώνα στην Αθήνα του 21ου, δημιουργώντας μια παράσταση ορόσημο για το ελληνικό λυρικό θέατρο.

Η σπουδαία αυτή παραγωγή της Μποέμ θα παρουσιαστεί για 10 παραστάσεις μέσα στην περίοδο των Χριστουγέννων στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο του αφιερώματος της ΕΛΣ στον Στέφανο Λαζαρίδη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο Ρίτσαρντ Χάντσον, ενώ τους φωτισμούς ο Τζουζέππε ντι Ιόριο.

“Επιχειρήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ουσία του έργου, ώστε να υπάρχει κάτι το οικουμενικό που θα ταιριάζει σε κάθε εποχή. Όχι τόσο ως διαχρονικότητα όσο ως διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα δεν αλλάζει ποτέ· ο θάνατος θα είναι πάντα θάνατος, η φτώχεια θα είναι φτώχεια και οι φοιτητές θα είναι φοιτητές”, αναφέρει ο Βικ, στο σημείωμά του. Άλλωστε τα πρόσωπα της παρέας των τεσσάρων επίδοξων νεαρών καλλιτεχνών και της συντροφιάς τους είναι αναγνωρίσιμα στον καθένα. Τα προβλήματα, οι έγνοιες και τα αστεία τους, καθημερινά τότε, παραμένουν καθημερινά και σήμερα. Ο άτυχος έρωτας του Ροντόλφο για τη Μιμή αποκτά απρόσμενα τραγική διάσταση, καθώς η ιστορία τους θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο διπλανό διαμέρισμα, ανάμεσά μας.

Από τη Σκάλα του Μιλάνου, τη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, από την Όπερα του Παρισιού, την Εθνική Όπερα της Αγγλίας και τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, από το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, την Όπερα του Βερολίνου, το Μπολσόι και το Μαριίνσκι έως τις παλιές αποθήκες και τα εργοστάσια του Μπέρμινχαμ, ο Γκρέιαμ Βικ είναι ένας σκηνοθέτης που ξέρει να τολμά, να πειραματίζεται και να καταρρίπτει δημιουργικά τα κλισέ που συνοδεύουν παραδοσιακά την τέχνη της όπερας.

Παράλληλα με την εντυπωσιακή του πορεία στα κορυφαία λυρικά θέατρα του κόσμου, με σπουδαίες παραστάσεις και πληθώρα βραβεύσεων και συνεργασιών με super star μαέστρους, όπως, μεταξύ άλλων, οι Μούτι, Μέτα, Γκέργκειφ, Ληβάιν, o Βικ δημιούργησε το 1987 την Όπερα του Μπέρμινχαμ με στόχο να ανοίξει την τέχνη της όπερας σε νέα κοινά. Στο Μπέρμινχαμ, στην όπερα του οποίου παραμένει καλλιτεχνικός διευθυντής έως σήμερα, κατάφερε να δημιουργήσει παραστάσεις-γεγονότα σε αποθήκες, εργοστάσια, χώρους ροκ συναυλιών με τεράστια συμμετοχή από τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι για πρώτη φορά συμμετείχαν, αλλά και είδαν παραστάσεις όπερας.

Ο ίδιος συνηθίζει να λέει: “Δεν χρειάζεται να είσαι μορφωμένος για να αισθανθείς, να κινητοποιηθείς και να ενθουσιαστείς από την όπερα. Αρκεί να την αφήσεις να σε συνεπάρει χωρίς να σκεφτείς τίποτα”. Σε κριτική του για τον Οθέλλο της Όπερας του Μπέρμινχαμ ο Guardian έγραψε: “Μιλάμε για συναρπαστικό θέατρο. Και είναι εντυπωσιακό που τα αρχικά της όπερας του Μπέρμινχαμ είναι τα ίδια με την Εταιρία Οξυγόνου της Βρετανίας: είναι το καύσιμο στο μυαλό και στους πνεύμονες της όπερας”.

Για την αναβίωση της Μποέμ στις νέες εγκαταστάσεις της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ, 10 χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα ο Βικ αναφέρει: “Αυτό που καθιστά τις παραγωγές σύγχρονες είναι οι αξίες τους και όχι η εγγραφή τους σε χώρο και χρόνο. Από αυτή την άποψη, οι αξίες δεν έχουν αλλάξει στην Αθήνα, παρά την πάροδο και την προσθήκη δέκα χρόνων στην ιστορία της. Φυσικά η αναβίωση μιας όπερας αποτελεί πάντα μια δημιουργική και πολύπλευρη διαδικασία. Μία καθοριστική αλλαγή είναι οι δύο νέες διανομές που θα ερμηνεύσουν τους ρόλους· οι προσωπικότητες των καλλιτεχνών αποτελούν πάντα βαρόμετρο στο ανέβασμα μιας παραγωγής”.

Στην Μποέμ συμμετέχουν δύο εξαιρετικές διανομές Ελλήνων και ξένων πρωταγωνιστών. Στην πρώτη συναντούμε καταξιωμένους τραγουδιστές, ενώ στην δεύτερη νέους και ανερχόμενους. Στον ρόλο της Μιμής κάνει το ντεμπούτο της η σπουδαία Ελληνίδα υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου, η οποία έχει διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία στις μεγαλύτερες όπερες του πλανήτη. Η προηγούμενη της συμμετοχή στην Μποέμ ήταν στην Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, όπου ερμήνευσε τον ρόλο της Μουζέττας.

Στη δεύτερη διανομή τον ρόλο θα ερμηνεύσει η ανερχόμενη υψίφωνος Άννα Στυλιανάκη. Τον ρόλο του Ροντόλφο μοιράζονται οι τενόροι Γιάννης Χριστόπουλος και Άγγελος Σαμαρτζής, ενώ του Μαρτσέλλο οι βαρύτονοι Διονύσης Σούρμπης και Γιώργος Ιατρού. Την Μουζέττα ερμηνεύουν οι Ευμορφία Μεταξάκη και Μαρία Παλάσκα, ενώ τον Κολλίνε οι Όλεγκ Μπουνταράτσκι και Γκλεμπ Περυάζεφ. Την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνουν οι αρχιμουσικοί Ηλίας Βουδούρης και Βλαδίμηρος Συμεωνίδης, την Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.

Η Μποέμ με μια ματιά

Ο συνθέτης

Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανιστές του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου.

Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, Τουραντότ (1926).

Το έργο

Η Μποέμ, λυρικές σκηνές σε τέσσερις εικόνες, βασίζεται στη νουβέλα Σκηνές απ’ την μποέμικη ζωή (1845/8, 1851) του Ανρύ Μυρζέρ και στο θεατρικό H μποέμικη ζωή (1849), το οποίο εμπνεύστηκε από αυτήν ο Τεοντόρ Μπαρριέρ. Το ποιητικό κείμενο είναι των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή, από τη στιγμή που συναντιούνται έως τον άτυχο θάνατο της κοπέλας από φυματίωση.

Πρεμιέρες

Η Μποέμ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ιταλικό κοινό την 1η Φεβρουαρίου 1896 στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνου υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι.

Στην Αθήνα αναφέρεται παράσταση του έργου στα ιταλικά ήδη από το Μάιο του 1898. Παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις στη διεθνή μουσική σκηνή, ο συνθέτης Διονύσιος Λαυράγκας επέλεξε την ίδια όπερα ως εναρκτήριο έργο του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος. Η παράσταση δόθηκε στις 26 Απριλίου 1900 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών.

Από την Εθνική Λυρική Σκηνή η Μποέμ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 17 Απριλίου 1948, σε μουσική διεύθυνση του Αντίοχου Ευαγγελάτου.

Αφιέρωμα στον Στέφανο Λαζαρίδη

Μποέμ, Τόσκα, Έκθεση αφιερωμένη στον Στέφανο Λαζαρίδη

Κατά την καλλιτεχνική περίοδο 2017/18 πραγματοποιείται αφιέρωμα στον αείμνηστο σκηνοθέτη, σκηνογράφο και πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή της ΕΛΣ Στέφανο Λαζαρίδη με τις παραγωγές Μποέμ και Τόσκα, καθώς και μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στο έργο του σε Ελλάδα και εξωτερικό, σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί στο αίθριο του 4ου ορόφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας στο ΚΠΙΣΝ και αποτελεί μια συμπαραγωγή της ΕΛΣ, της ΕΒΕ, της ΚΠΙΣΝ Α.Ε. και του ΜΙΕΤ.

O Στέφανος Λαζαρίδης, ένα σπουδαίο κεφάλαιο για την ευρωπαϊκή όπερα, θεωρείται διεθνώς από τους πλέον εμβληματικούς και επιδραστικούς αναμορφωτές του είδους. Ο Λαζαρίδης, ένας «ρομαντικός κυνικός», όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται, ξεκινούσε πάντα από μια ιδέα, με βάση την οποία δημιουργούσε ένα ολόκληρο σκηνικό σύμπαν. Η φιλοσοφία του συνοψιζόταν στην έκφραση με την οποία περιέγραφε την προσέγγισή του στην όπερα: «distorted traditionalism», κάτι σαν «δημιουργικός επαναπροσδιορισμός της παράδοσης».

Στα τριάντα χρόνια που εργάστηκε στην Εθνική Όπερα της Αγγλίας στο Λονδίνο, πρότεινε στο βρετανικό αλλά και στο παγκόσμιο κοινό παραγωγές που σήμερα θεωρούνται ιστορικές. Η στενή του συνεργασία με τον σπουδαίο Ντέιβιντ Πάουντνυ, εκτός από τις παραγωγές στο Λονδίνο, είχε ως αποτέλεσμα τρεις εμβληματικές παραγωγές στο Φεστιβάλ του Μπρέγκεντς. Δεν του άρεσαν τα μεγάλα θέατρα (Κόβεντ Γκάρντεν, Βιέννη κλπ.) διότι τα θεωρούσε εργοστάσια και ανέλαβε τη Λυρική επειδή ήταν μικρή και θα μπορούσε να δουλέψει τα έργα στην κάθε τους λεπτομέρεια. Το έκανε πράγματι: ασχολιόταν μέχρι και με την τελευταία λεπτομέρεια.

Σε διάστημα που αποδείχτηκε εξαιρετικά σύντομο, μόλις μία καλλιτεχνική περίοδο, έθεσε τις βάσεις για τον μετασχηματισμό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από περιφερειακό θέατρο σε έναν οργανισμό ο οποίος θα συνομιλεί ισότιμα με σημαντικά λυρικά θέατρα σε όλο τον κόσμο.

Αντιμετωπίζοντας την όπερα πρωτίστως ως θέαμα, έδωσε μεγάλη σημασία στη σκηνοθεσία των έργων, θέλοντας να αποφύγει τη μουσειακή αναπαράσταση και επιλέγοντας μια γλώσσα η οποία θα μπορούσε να απευθυνθεί σε ένα σύγχρονο κοινό. Πίστευε σε διαχρονικά ενδιαφέρουσες σκηνοθεσίες και γι’ αυτό ήδη από την πρώτη του καλλιτεχνική περίοδο επέλεξε να παρουσιάσει σε νέες σκηνοθεσίες έργα του βασικού ρεπερτορίου, όπως η Τόσκα, η Μποέμ, η Κάρμεν, η όπερα Ορφέας και Ευρυδίκη. Παράλληλα, είχε σκοπό να παρουσιάσει στο αθηναϊκό κοινό διάσημες παραστάσεις, ξεκινώντας από την όπερα Ο Νίξον στην Κίνα του Τζον Άνταμς στη σκηνοθεσία του
Πήτερ Σέλλαρς.

Εξίσου σημαντικό υπήρξε για τον Λαζαρίδη το μουσικό μέρος. Γι’ αυτό προχώρησε στη διεύρυνση της τάφρου της ορχήστρας στο θέατρο Ολύμπια, ώστε να μπορέσουν να παιχτούν με τον αρμόζοντα τρόπο όπερες με αυξημένες συμφωνικές απαιτήσεις.

Συντελεστές:

Μουσική διεύθυνση: Ηλίας Βουδούρης (7, 8, 13, 17, 20/12), Βλαδίμηρος Συμεωνίδης (24, 27, 30/12 & 3, 5/1)
Σκηνοθεσία Γκρέιαμ Βικ
Σκηνικά-κοστούμια: Ρίτσαρντ Χάντσον
Φωτισμοί: Τζουζέππε ντι Ιόριο

Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου

Μιμή: Μυρτώ Παπαθανασίου (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Άννα Στυλιανάκη (8, 13, 20, 24, 27/12)
Ροντόλφο: Γιάννης Χριστόπουλος (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Άγγελος Σαμαρτζής (8, 13, 20, 24, 27/12)
Μαρτσέλλο: Διονύσης Σούρμπης (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Γιώργος Ιατρού (8, 13, 20, 24, 27/12)
Μουζέττα: Ευμορφία Μεταξάκη (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Μαρία Παλάσκα (8, 13, 20, 24, 27/12)
Σωνάρ: Γιάννης Σελητσανιώτης (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Νίκος Κοτενίδης (8, 13, 20, 24, 27/12)
Κολλίνε: Όλεγκ Μπουνταράτσκι (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Γκλεμπ Περυάζεφ (8, 13, 20, 24, 27/12)
Μπενουά: Παύλος Μαρόπουλος (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Μιχάλης Κατσούλης (8, 13, 20, 24, 27/12)
Αλτσιντόρο: Κωστής Ρασιδάκις (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Γιάννης Γιαννίσης (8, 13, 20, 24, 27/12)
Παρπινιόλ: Παναγιώτης Πρίφτης (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Διονύσης Μελογιαννίδης (8, 13, 20, 24, 27/12)

Λοχίας: Χρήστος Λάζος (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Αλέξανδρος Λούτας (8, 13, 20, 24, 27/12)
Tελωνειακός: Παύλος Σαμψάκης (7, 17, 30/12 & 3, 5/1), Μαξίμ Κλονόφσκυ (8, 13, 20, 24, 27/12)

Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία, την Παιδική Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής