Κλεισμένος τόσες μέρες μέσα το σπίτι, η μοναδική μου διέξοδος, πέρα από το μικρό μου μπαλκόνι και την επίσκεψη στο Σούπερ Μάρκετ, είναι η ταράτσα της πολυκατοικίας. Μιας ταράτσας περίπου 150 τετραγωνικών μέτρων, που ανεβαίνω μέρα παρά μέρα και προσπαθώ να γευτώ την αίσθηση ελευθερίας που σου δίνει ο ανοιχτός ορίζοντας. Μένοντας ακριβώς κάτω από τον λόφο του Στρέφη, ο πιο συχνός ήχος μέσα στην ηρεμία που κυριαρχεί τον τελευταίο αυτό μήνα στην πόλη, είναι το κελάδισμα των πουλιών. Ένα κελάδισμα που από τα ψηλά μοιάζει τόσο καθαρό, τόσο έντονο και παράλληλα τόσο ελπιδοφόρο και μελωδικό. Ένα κελάδισμα που με οδήγησε στην ανάγνωση αυτού του βιβλίου, που είχε από καιρό φτάσει στα χέρια μου αλλά δεν είχα βρει ακόμα την ευκαιρία να το απολαύσω.

Ξεκίνησα να διαβάζω τη «Φιλοσοφία των Πτηνών»  (εκδόσεις Διόπτρα), μέσα στο διαμέρισμά μου και την ολοκλήρωσα πάνω στην ταράτσα. Έτσι, για να είμαι λίγο πιο κοντά στη φύση, στους ήχους, για να είμαι λίγο πιο κοντά στην «ελευθερία». Διάβαζα και συνεχώς σήκωνα τα μάτια μου κοιτώντας προς τον λόφο, θαυμάζοντας τη σοφία που κρυβόταν μέσα σε αυτό το μικρό βιβλίο, μέσα στη ζωή των μικρών αυτών πλασμάτων. Πως ένα πουλί φτιάχνει τη φωλιά του για να είναι πάντα φιλόξενη;  Γιατί η κότα κάνει «μπάνιο» στο χώμα; Πως γίνεται ο Κοκκινολαίμης να είναι πιο θαρραλέος από τον Αετό; Πως εξηγείται ότι τα πτηνά δεν «ψάχνουν» την ευτυχία αλλά απλά τη ζουν;

Κλεισμένοι μέσα σε τέσσερεις τοίχους δεν είμαστε μόνο αυτήν την περίοδο, αλλά  ήμασταν και τότε που η ζωή είχε τη γνωστή και ελεύθερη πορεία της. Ακόμα και τότε που η «πόρτα» ήταν ανοιχτή, εμείς περνούσαμε τη ζωή μας μέσα σε ένα γραφείο ή μπροστά από έναν υπολογιστή. Οι περισσότεροι κάναμε μια καθιστική ζωή, σε κλειστούς χώρους, χάνοντας τις εκπλήξεις που κρύβει η κάθε μέρα, η κάθε ώρα, η κάθε στιγμή.   Από την άλλη, διατυμπανίζουμε συνεχώς ότι μισούμε τη ρουτίνα, τα συνηθισμένα, και πως θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι, αυθόρμητοι και να ζούμε τη στιγμή. Πόσο οξύμωρο.  Τα πουλιά από την άλλην είναι πλάσματα της συνήθειας. Υπάρχει η στιγμή που πίνουν, η στιγμή που κοιμούνται, η περίοδος του ζευγαρώματος, η εποχή της μετανάστευσης. Παρόλα αυτά δεν βαριούνται ποτέ! Συνδεδεμένα με τη φύση, παρακολουθούν τις αλλαγές των εποχών, μυρίζουν τη βροχή, χαίρονται την ηλιοφάνεια, ζουν μια ζωή πλούσια σε αισθήσεις και απρόβλεπτα. Κάτι που σίγουρα δεν κάνουμε εμείς οι «έξυπνοι» κάτοικοι της μεγάλης πόλης…

Καθισμένος στην ταράτσα, διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα και αισθανόμουν να μικραίνω, συνεχώς να μικραίνω και να γίνομαι τόσο «λίγος» μπροστά στην αλήθεια και τη ζηλευτή απλότητα αυτών των πλασμάτων. Κάθε ενότητα και ένα μικρό δίδαγμα, κάθε πτηνό και μια κρυφή ιστορία που το έκανε τόσο ξεχωριστό στα μάτια μου. Η τρυφερότητα της Δεκαοχτούρας, η ηθική του Κούκου και της Χήνας, ο χορός του Παραδείσιου πουλιού, ο εγκέφαλος του Σπουργιτιού, η χαρά του Σπίνου, η παράξενη ζωή του Θαμνοψάλτη.  Τόση σοφία κρυμμένη μέσα σε ένα τόσο μικρό σώμα. Τόσα «μυστικά» ζωής μέσα από τις ζωές πτηνών που ποτέ δεν μας γέμισαν το μάτι…

Μαγεμένος από όσα διάβαζα, δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα, δεν κατάλαβα πως, το κελάδισμα που άκουγα να ηχεί τόσο μελωδικά από τον λόφο είχε περιέργως φτάσει πιο κοντά μου. Άφησα το βιβλίο κάτω και σηκώθηκα όρθιος. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα αριστερά, στην αρχή φαντάστηκα ότι κάποιο διαμέρισμα από κάτω ίσως φιλοξενούσε κάποιο πουλάκι στο κλουβί. Μα όχι. Πάνω σε μια κεραία, ένα κοτσύφι έδινε τη δική του συναυλία, επιβεβαιώνοντας όσα διάβαζα για τα πτηνά. Πόσο όμορφη που ακουγόταν αυτή η μελωδία, πόσο γαλήνευε την ψυχή μου, πόση χαρά έφερνε στα όρια της τσιμεντένιας μας ταράτσας. «Τα πτηνά, δεν έχουν καμία αναρώτηση περί ευτυχίας. Τη ζουν! Όταν όλα πηγαίνουν καλά, είναι ευτυχισμένα». Τόσο απλά! Και για αυτό το κοτσύφι, όλα έμοιαζαν να είναι καλά. Ήρεμη η πόλη, ελάχιστη ρύπανση, οι μεγαλόσωμοι άνθρωποι κλεισμένοι στα σπίτια τους και η φύση πιο ξεκούραστη από αυτήν την απουσία…

Αφού κοιτούσα σαν μεθυσμένος τον κότσυφα για όση ώρα εκείνος απολάμβανε το ελεύθερο τοπίο, είχε έρθει η ώρα να κατέβω στο διαμέρισμα. Είχα πολλά να σκεφτώ και αρκετά να βάλω σε μια τάξη. Κάθισα στο χαλί και άνοιξα τον υπολογιστή.

Έβαλα απαλή μουσική και έμεινα να κοιτάζω έξω από την μπαλκονόπορτα. Χωρίς λόγο. Θα έμενα έτσι μέχρι να νυχτώσει. Είχε έρθει η ώρα να απολαύσω αυτή την αλλαγή. Είχε έρθει η ώρα να βάλω στη ζωή μου λίγη από τη σοφία των πτηνών, λίγη από την απλότητα της ζωής τους. Έτσι κι’ αλλιώς, έχω χρόνια ζήσει σαν «σπουργίτι». Ίσως τώρα ήρθε η ώρα να διδαχτώ την «ευτυχία της στιγμής» και να ζήσω λίγους μήνες και ως «κότα»…

«Η φιλοσοφία των πτηνών», των Philippe J. και Dubois kai Elise Rousseau, σε μετάφραση Παρασκευής Γεροκώστα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα (τηλ. 210 3805228 – www.dioptra.gr)