Ποιητής της μοναξιάς ο Μπότο Στράους με τα πεζά και θεατρικά του έργα ανασύρει στην επιφάνεια τα αδιέξοδα του ανθρώπου των μεγαλουπόλεων, την αίσθηση κενού που κατατρώγει τον εσωτερικό του κόσμο, τη σύγχυση των συναισθημάτων του, αλλά και την πλήρη απουσία επικοινωνίας. Κεντρικό leitmotiv του το Βερολίνο,  συμβολικός τόπος στον οποίο προβάλλονται κατεστραμμένες ψυχές, αποξένωση, παθητικότητα, υπαρξιακές κρίσεις, τάσεις αυτοκαταστροφής.

Η δραματουργία της υποκειμενικότητας (Ich-Dramatik) που ευαγγελίζεται ανακαλεί κάτι από το Stationendrama, ενώ η γλώσσα του σφυρηλατεί, με όλους τους χρωματικούς τόνους της απαισιοδοξίας, ένα είδος μοντέρνας ρομαντικής γραφής, απαλλαγμένης, ωστόσο, από τα κλισέ του παλαιού ρομαντισμού. Αλληλέγγυος με τον Τόμας Μπέρνχαρντ ως προς καυστική κριτική και με τον Πέτερ Χάντκε ως προς την κατάδειξη της υποβολής της ατομικότητας στις πέρα από τον έλεγχό της επιταγές, ο Στράους διεκδικεί το δικό του διακριτό ιδίωμα, στρέφοντας δυναμικά το βλέμμα στην καθημερινή ζωή και στις άλλοτε κοινότοπες και άλλοτε παράλογες όψεις της. Η αλλοτρίωση και η εικόνα εγκατάλειψης και ερήμωσης στις ζωές των χαρακτήρων του λειτουργούν ως μεταφορές της συλλογικής μοναξιάς. Τα πρόσωπα στα έργα του, θύτες και την ίδια στιγμή θύματα του εαυτού τους, κατατρύχονται από ματαιωμένες ελπίδες και σπαράσσονται από μια διαδικασία αποδομητική που τα εξωθεί στα πρόθυρα της τρέλας και που ο ίδιος αποκαλεί «θεωρία της απειλής».

Τα γραπτά του Μπότο Στράους, σκοτεινά και πεσιμιστικά, αποπνέουν μια αύρα διάψευσης που διαδέχτηκε την ηχηρή ατολμία της νέας γενιάς της χώρας του να δημιουργήσει ευκαιρίες για μια ουσιαστική αναγέννηση της κοινωνίας. Μετά την πρώτη του επιτυχία, την «Τριλογία του επανιδείν» (1976) που πραγματεύεται τη σχέση τέχνης και ζωής, ως το σημαντικότερο, ίσως, έργο του αναδεικνύεται το «Μεγάλο και μικρό» (1979), στο οποίο περιγράφει το απεγνωσμένο κυνήγι της επικοινωνίας που, όμως, προσκρούει σε μεγάλες και μικρότερες αποτυχίες. Τα πιο όψιμα πονήματα του Στράους μαρτυρούν μια αποστασιοποίησή του από την εποχή του και την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή, αλλά και μια ευθεία αμφισβήτηση του σύγχρονου πολιτισμού.

Το αφηγηματικό του έργο «Η Αφιέρωση» (1977) που εκκινεί από μια τυπική ιστορία χωρισμού, ερωτικής απογοήτευσης και αναζήτησης ενός χαμένου έρωτα για να αποκαλύψει, στη συνέχεια, τις αθέατες πτυχές της απροσωπίας των αστικών κέντρων που φέρει ο καπιταλισμός, ενέχει μια στόφα δραματική. Οι διαρκείς μεταβάσεις από την ομοδιηγητική στην ετεροδιηγητική αφήγηση που αντανακλούν ένα είδος εναλλαγής ρόλων, οι διάλογοι που εκπέμπουν ζωντάνια και οι ανάγλυφες περιγραφές που θεμελιώνουν έναν πρωτότυπο ρεαλισμό προσδίδουν στο κείμενο αέρα έντονης θεατρικότητας. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που «Η Αφιέρωση» παρουσιάζεται συχνά δραματοποιημένη, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Στράους στο εν λόγω δημιούργημά του φροντίζει να αναδείξει την υπεροχή του κειμένου της αφηγηματικότητας έναντι των παραστατικών τεχνών, τις οποίες κατηγορεί ότι επιστρατεύουν «αμφισβητήσιμες μεσιτείες για να κατασκευαστεί ένας ακέραιος, βουερός ενεστώς».

Παρόλα αυτά, το έργο αυτό δεν παύει να παραμένει ένα πεζό και να απαιτεί ειδική διαχείριση προκειμένου να βρει τον προορισμό του στη σκηνή. Ο Χάρης Φραγκούλης, με γνώμονα μια συμπυκνωμένη οικονομία που επιτυγχάνει ισορροπία ανάμεσα στη διαγραφή των εικόνων και την απόδοση του λόγου και των νοημάτων, οργάνωσε μια επιτέλεση που εναρμονίζεται απόλυτα με όλο το φάσμα των εκδηλώσεων των προσώπων του Στράους ενόσω αυτά επιδίδονται στη διαλυτική ενδοσκόπησή τους. Προς την κατεύθυνση αυτή  κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η μουσική δημιουργία του Κορνήλιου Σελαμσή που μετατρέπει το κείμενο σε λιμπρέτο, ενδύοντάς το με αντιστικτικά σχήματα, δηλωτικά μιας ταυτόχρονης όσο και αναπόδραστης σύμπτωσης και απόκλισης.

Τα σώματα και οι εκφράσεις παραδίδονται στην ανακλαστικότητα, στους συνειρμούς, στην τριβή με τον χώρο και τα αντικείμενα και στην αντιπαράσταση, αποκρυσταλλώνοντας πορτρέτα διάφανα, μέσα από τα οποία διακρίνονται υπόκωφα δράματα, παροξυσμοί, εμμονές, αλλά και ευαισθησία, ευθραυστότητα, τραγικότητα.

Οι οκτώ ερμηνευτές (Μαρία Αρζόγλου, Κατερίνα Γκιβάλου, Μάρω Γκόρτσου, Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέας Κοντόπουλος, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κορνήλιος Σελαμσής, Μιχάλης Τιτόπουλος) επιδίδονται σε ένα παραληρηματικό κρεσέντο που απογυμνώνει τους χαρακτήρες, όπως ακριβώς θα τους αναγνώριζε ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα στη ζοφερή σφαίρα τους. Η δε ένταση της ερμηνευτικής ενέργειας ενθαρρύνει μια μέθεξη του κοινού, καταρρίπτοντας τα στεγανά της σκηνής και καθιστώντας δρώμενα και θεατές συνοδοιπόρους σε μια ζώσα νοερή διεργασία.

Photo Credit: Εβίτα Σκουρλέτη

Διαβάστε επίσης:

Η Αφιέρωση, του Μπότο Στράους για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Σφενδόνη