Πάνε πολλά χρόνια πίσω, τουλάχιστον είκοσι, ήταν σαν και τώρα περίοδος Χριστουγέννων

Είχε πιάσει απότομα τσουχτερό κρύο και έριχνε ασταμάτητα χιονόνερο. Απόγευμα, είχα πεταχτεί σε ένα κοντινό μαγαζί για να αγοράσω μερικά πράγματα για το σπίτι, ήρθε λίγο απότομα δίπλα μου και περίμενε να σηκώσω το βλέμμα μου, με χαιρέτησε ευγενικά και προσπάθησε να μου πιάσει κουβέντα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναντιόμασταν.

Ήξερα ότι ήταν και αυτός φωτογράφος, σχεδόν στην ηλικία μου, ότι δούλευε κυρίως σε κέντρα διασκέδασης και σε διάφορες εκδηλώσεις. Μέναμε στην ίδια γειτονιά, αλλά δεν είχε τύχει να γνωριστούμε περισσότερο. Ζούσε μόνος του, πάντα περιποιημένος και ευγενής αλλά κάπως φοβισμένος, απόμακρος.

Μου ευχήθηκε να χαίρομαι την οικογένεια μου, τον ευχαρίστησα λίγο αμήχανα και έκανα να φύγω, κοντοστάθηκε, μου ζήτησε συγνώμη και με ρώτησε εάν θα μπορούσε να με απασχολήσει λίγα ακόμα λεπτά. Του έγνεψα καταφατικά και περίμενα. Μου είπε ότι ήξερε αρκετά πράγματα για μένα, ότι είχε δει μία έκθεσή μου και ότι του είχε αρέσει πολύ, ότι και αυτός φωτογράφιζε ανθρώπους. Μου πρότεινε δε αν είχα λίγο χρόνο να πηγαίναμε μέχρι το σπίτι του για να μου έδειχνε τη δικιά του συλλογή, τονίζοντάς μου ότι θα ήμουν ο πρώτος που θα την έβλεπε. Η αλήθεια είναι ότι βαριόμουν ιδιαίτερα αλλά παράλληλα με έτρωγε και η περιέργεια. Του απάντησα ότι θα πήγαινα ευχαρίστως, αλλά ότι είχα λίγο χρόνο στη διάθεσή μου. Έσκασε για πρώτη φορά ένα χαμόγελο και βγήκε γρήγορα από το κατάστημα, εγώ τον ακολούθησα.

Μετά από λίγα λεπτά δρόμο φτάσαμε, ήταν ένα παλιό τριώροφο, αυτός είχε νοικιασμένο το πίσω διαμέρισμα του ισογείου. Διασχίσαμε το σκοτεινό διάδρομο και τον περίμενα να ανοίξει. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ότι εκτός από την κλασσική κλειδαριά στην πόρτα είχε και μία δεύτερη αλλά και λουκέτο. Άνοιξε το φως του χωλ  και έκανε στη μπάντα για να περάσω. Τότε ήρθε η πρώτη μεγάλη έκπληξη, ένα μικρό δωμάτιο με δύο-τρία έπιπλα και μια γυμνή λάμπα που κρεμόταν στο κέντρο, μία ηλεκτρική σόμπα αναμμένη και  γύρω-γύρω όλοι οι τοίχοι καλυμμένοι με φωτογραφίες Polaroid, η μία δίπλα στην άλλη, από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα. Για λίγο τα έχασα, αυτός σαν να μη συμβαίνει τίποτα άνοιξε την πόρτα, μπήκε στο δίπλα δωμάτιο που ήταν και το κρεβάτι του, εγώ τον ακολούθησα, καταλαβαίνετε πώς μπορεί να αισθάνθηκα όταν διαπίστωσα ότι το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και σε αυτό το δωμάτιο αλλά και στη μικρή και σχεδόν άδεια κουζίνα του.

Κατάλαβε την αμηχανία μου, έκανε ένα μορφασμό και μου πρότεινε να δω προσεκτικά κάποιες φωτογραφίες από κοντά. Αυτό και έκανα, πλησίασα και συνειδητοποίησα ότι σε όλες τις φωτογραφίες, που ήταν οικογενειακά πορτραίτα, στο ρόλο του πατέρα (άνδρα) της οικογένειας, ήταν πάντοτε αυτός. Γύρισα και τον κοίταξα με τεράστια απορία, μου εξήγησε με φυσικότητα ότι όποτε έκανε φωτογραφίες Polaroid  στα κέντρα που γύρναγε, όταν έβλεπε ότι σήκωνε, ότι υπήρχε δηλαδή φιλική διάθεση, ζήταγε, αν του το επέτρεπαν, να είχε και αυτός μία φωτογραφία μαζί τους. Απλώς έδινε πάντα τη μηχανή για να τους τραβήξουν, στον άνδρα της οικογένειας. Έτσι απέκτησε μέσα στο χρόνο, εκατοντάδες δικές του οικογένειες. Με είδε ότι τάχα χαμένα, με ρώτησε πώς μου φαινόταν όλη αυτή η ιστορία, συμπληρώνοντας με ηρεμία αν ήξερες τη δικιά μου ζωή, σίγουρα θα με καταλάβαινες.

Κάποια στιγμή που πήγε να μου φέρει ένα ποτήρι νερό, μπήκα στον πειρασμό και έκανα κάτι που δεν είχα ξανακάνει ποτέ μου, πήρα στα γρήγορα μία από τις Polaroid που ήταν μπροστά μου, έξω από ένα φάκελο και στα γρήγορα την έκρυψα στην τσέπη μου. Όταν τον ρώτησα, τι θα κάνει με τις υπόλοιπες, αφού ο χώρος του σπιτιού του δεν επαρκούσε, μου απάντησε πολύ φυσικά, ότι όταν βαριόταν κάποιες, τις άλλαζε με κάποιες άλλες που περίμεναν τη σειρά τους για να εκτεθούν. Τον ευχαρίστησα, του είπα ότι ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη η ιδέα του, του ευχήθηκα για τις γιορτές και συμφωνήσαμε σύντομα να τα ξαναπούμε.

Βγαίνοντας έξω στον κρύο αέρα, στάθηκα για λίγο ακίνητος προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω όλη αυτή την παράξενη ιστορία. Μετά από μερικές βδομάδες, όταν προσπάθησα να τον βρω, στάθηκε αδύνατο. Έμαθα ότι είχε φύγει από τη γειτονιά και έτσι έχασα τα ίχνη του. Αν και πολλές φορές προσπάθησα δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω νέα του.

Θα ‘θελα πάρα πολύ σήμερα να σας δείξω, αυτή την μοναδική φωτογραφία του που έχω κρατήσει, αλλά πιστεύω να καταλαβαίνετε ότι πολλοί και διάφοροι λόγοι δεν μου επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

Info: Ο Γιώργος Δεπόλλας γεννήθηκε το 1947 στην Αθήνα.  Έχει σπουδάσει σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου. Το 1975 δημιούργησε το Image Studio. Από το 1979 έως το 2005 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Φωτογραφικού Κέντρου Αθηνών. Από το 1981 είναι Γενικός γραμματέας της E.Φ.E.ΔH.Φ.  Είναι επίσης συνιδρυτής της εκδοτικής εταιρείας FOTORAMA, διδάσκει φωτογραφία στη σχολή BAKAΛO, έχει δημιουργήσει το φωτογραφικό αρχείο Fotoview και είναι συνεργάτης του περιοδικού Φωτογράφος. Κυκλοφορούν 11 βιβλία αποκλειστικά με την δική του δουλειά. Έχει συμμετάσχει σε πολλές σημαντικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.