Τα έργα του Γιώργου Τσακίρη που εκτίθενται στη Roma Gallery αποτελούν μια καινούρια ενότητα που έχουν δημιουργηθεί από το 2016 έως σήμερα και που αναδιαπραγματεύονται σταθερά ενδιαφέροντα του καλλιτέχνη.

Βελέντζες, μάλλινα δηλαδή χειροποίητα (σε παραδοσιακούς αργαλειούς) υφαντά φτιαγμένα συνήθως από μαλλί προβάτου, που χρησίμευαν ως κλινοσκεπάσματα, μετατρέπονται με μικρές, διαφορετικές χειρονομίες, σε πεδίο καλλιτεχνικής δράσης. Η προέλευσή τους είναι σημαντική: χαρισμένες με εμπιστοσύνη από τις γυναίκες τόπων κάτω από το Πάικο, δουλεμένες από τις προγιαγιάδες τους, ακόμη κι αν σήμερα έχουν πέσει σε αχρηστία, διατηρούν τη μνήμη του πλούτου που σήμαιναν, μνήμη την οποία ο Τσακίρης ανανεώνει με τιμή. Ο Γιούκος επίσης δεν είναι μόνο ένα αντικείμενο: πρόκειται για ένα έθιμο, που έρχεται από πολύ παλιά, και αφορά την έκθεση των προικιών πριν το γάμο.

Ενώ ο καλλιτέχνης επιμένει στη ανάκληση μιας ισχυρής μνήμης, κατορθώνει και κάτι άλλο: με την προσήλωσή του στα συγκεκριμένα αντικείμενα, επιβεβαιώνει τις μεταστροφές στη μελέτη του υλικού πολιτισμού, η οποία τάχθηκε προ πολλού ενάντια στη δυτικότροπη συνήθεια που κατηγοριοποιεί αντιστικτικά τους ανθρώπους ως υποκείμενα, ζώντα και ενεργητικά, και τα πράγματα (τον υλικό κόσμο) ως αδρανή και παθητικά.

Το έργο του Τσακίρη, με το ενδιαφέρον για τη βελέντζα ή τον Γιούκο, γεφυρώνει παλαιότερες διχοτομήσεις, φωτίζοντας διαρκώς τη διαλεκτική σχέση μεταξύ υποκειμένων και αντικειμένων, συμβάλλοντας έτσι σε μια γενικότερη θεωρητική αναζήτηση όσον αφορά τη σχέση μας με την ύλη, τα όρια ανάμεσα στα υποκείμενα και τα αντικείμενα και τα νοήματα γύρω από τα αντικείμενα που μεταβάλλονται όταν κυκλοφορούν μέσα σε διαφορετικά κοινωνικά, πολιτισμικά, χρονικά πλαίσια και καθεστώτα αξιών. Μέσα από τη δουλειά του ανακαλεί διαρκώς τα μέλη μιας κοινότητας που συγκεντρώνονται στον οίκο (στενότερο ή ευρύτερο).

“Χωρίς τίτλο” 2023, Φυσικό μαλλί , χάντρες, σπάγγος, 140 x 100 εκ.

Ο Γιώργος Τσακίρης ταυτόχρονα παίζει συνθέτοντας τα έργα του. Η σημασία αυτής της χειρονομίας, του παίζειν, είναι ο πυρήνας όλης της καλλιτεχνικής παρουσίας του. Ο Τσακίρης δεν είναι ο δυτικός αστός που ανακαλύπτει την εξωτική αγροτιά, δεν είναι ο καλός μαθητής που σχολαστικά ξαναγράφει την ορθογραφία, αλλά ο στάσιμος μαθητής που αποφασίζει να απλοποιήσει μία διά παντός την ορθογραφία, ο «ιθαγενής» που ζει ταυτόχρονα σε δύο κόσμους και τους κάνει έναν, ο καλλιτέχνης που κατορθώνει να σε κάνει να ακούσεις το σφύριγμα μιας σφυρίχτρας μόνο βλέποντάς την.

Σε μια εποχή που είναι καταναλωτική και ταυτόχρονα σε μια εποχή όπου έχει εκφράσει μια στάση ενάντια στον υλικό πολιτισμό, θεωρώντας πως η ίδια η υλικότητα αποτελεί απειλή για την κοινωνία και ιδιαίτερα για τις πνευματικές ή ηθικές αξίες, ο Τσακίρης δημιουργεί αντικείμενα που στέκονται ανάμεσα: ανάμεσα στα καθημερινά, χρηστικά και εμπορευματικά αντικείμενα και ανάμεσα στα έργα τέχνης, ανάμεσα στη μνήμη του παρελθόντος και την ζώσα μνήμη του παρόντος, ανάμεσα στην υλικότητα και την κοινωνική διάσταση των υλικοτήτων. Η τοπικότητα είναι το εφαλτήριο της δημιουργικότητάς του και απενοχοποιημένη ρίζα της καλλιτεχνικής του πράξης. Τα έργα του στην έκθεση αυτή λειτουργούν παραδειγματικά ως συμβάντα, ως δίκτυα, συναρμογές ή συναθροίσεις, που συγκροτούνται μέσω των δράσεων τόσο του δημιουργού του ίδιου, άλλων ανθρώπων όσο και μη ανθρώπων.

Επιμέλεια: Θούλη Μισιρλόγλου

Κεντρική φωτογραφία θέματος: “Άσπρη Βελέντζα” 2017-22, Φυσικό μαλλί, κουκουνάρια, σπάγγος, ξύλο, κερί, 210 x 110 εκ.