Τις σελίδες του τελευταίου βιβλίου του Γιώργου Σπυράκη περιδιαβαίνουν ένα κοριτσάκι που επιτέλους βρίσκει τη φωνή της, ζώα που θα αψηφήσουν τους περιορισμούς του αστικού τοπίου και θα επιβάλουν την πρωτόγονη ισχύ τους, άνθρωποι βαθιά μοναχικοί, άντρες που ερωτεύονται μια ιδέα. Ιστορίες τόσο γνώριμες και οικείες όσο και αλληγορικές με στοιχεία του φανταστικού, φέρνουν στο προσκήνιο τον ένοχο ρόλο της οικογένειας και της σιωπής που συχνά επιβάλλει στα μέλη της, ακόμα κι όταν το σπίτι είναι πεδίο φρίκης, αλλά και την εξορία στις φανταστικές ιστορίες έρωτα που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος που δεν τολμά να πλησιάζει τον διπλανό του, και τη φύση που διεκδικεί και, φορές, εκδικείται.

***

– Είστε από τους συγγραφείς που επιστρέφουν στο διήγημα, ακόμα και αφού έχουν δοκιμαστεί στη μεγάλη φόρμα. Γιατί αυτές οι ιστορίες έπρεπε να ειπωθούν σ’ αυτή τη μορφή;

Νομίζω ότι η διαδρομή στη γραφή δεν έχει όριο, ούτε προσδιορισμό. Θα γράψει ο καθένας μας αυτό που ταιριάζει στην ιδέα του και μπορεί το κείμενο να την υπηρετήσει. Η μεγάλη φόρμα αποτελεί μεγάλη αγάπη και εκεί θα σηκώνω το κεφάλι ψηλά. Πρόκληση και βουτιά όχι στα βαθιά, αλλά σε έναν ωκεανό που μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις πραγματικά. Υπάρχουν όμως τέτοιες στιγμές, σαν μικρές σπίθες, που συμβαίνουν τριγύρω μου και τότε ξεπετάγεται το σημειωματάριό μου και ανοίγει στην τύχη λέγοντάς μου: γράψ’ το εδώ! Αυτά είναι τα διηγήματα. Μια σύντομη μοιρασιά, ένα σκούντημα στον δρόμο για να μη χαθεί η στιγμή, μια γερή ρουφηξιά πριν πετάξεις το τσιγάρο και κάνεις ένα ακόμα βήμα.

Αν και έχουν γίνει τόσο όμορφες προσπάθειες για τη μικρή φόρμα στην ελληνική λογοτεχνία, θεωρώ ότι δεν έχουμε την παιδεία αυτή, σαν λογική, σαν κουλτούρα, σαν μια σύντομη αφήγηση μέχρι να έρθει το λεωφορείο ή να μας πάρει ο ύπνος. Και αυτό «αδικεί» τα διηγήματα στα ράφια μας. Είναι, όμως, και η γραμμή από τον εκδοτικό κόσμο που εκεί το βιβλίο μοιάζει «κωδικός» και εμπορική συναλλαγή. Για εμάς τους συγγραφείς είναι ζωή, όχι ρουλέτα.

Τα συγκεκριμένα είναι κάτι από τις σκόρπιες στιγμές που μου θύμισαν ότι είναι εδώ κοντά και υπάρχουν και επέλεξαν να ειπωθούν με τον τρόπο αυτόν, γιατί, όπως έχει αναφέρει και ο Πόε, τα διηγήματα μπορούν να διαβαστούν και σε μία καθισιά.

Αυτό μας λείπει, μια καθισιά κι ένα κείμενο να της ανήκει.

– Η συλλογή διηγημάτων ξεκινά με το ομώνυμο διήγημα που είναι γροθιά στο στομάχι. Γιατί επιλέξατε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και μάλιστα από την πλευρά του μικρού κοριτσιού;

Στη γραφή μεταξύ άλλων ενυπάρχει ένα τεχνικό αλλά και ένα αισθητικό κριτήριο. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι δίπλα στον αναγνώστη, τον ακουμπά, τον λερώνει με τα σταγονίδια από τα σάλια του σε κάθε ένταση της φωνής. Η συγκεκριμένη ιστορία είναι μια απλή κραυγή, ένα εσωτερικό ξέσπασμα της ηρωίδας μας που τόσα χρόνια «κρύβεται» σε όσα φοβάται. Είναι η αλήθεια που ξεκινά από το μέσα της και γίνεται λέξεις, φράσεις, αράδες για να καταλήξουμε να την ακούμε με σχεδόν σφιχτά τα μάτια μας. Είναι λες και στύβει μια κούπα λεμόνι και οι λέξεις περονιάζουν τα μάτια μας.

Το κείμενο είναι όπως λέτε γροθιά στο στομάχι, αλλά σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχουν καλλιέπειες, ούτε είναι σωστό να λειάνουμε τις ακμές. Η φωνή του μικρού παιδιού ξυπνά στο σώμα του μεγάλου (πλέον) παιδιού και επιτρέπει μια συνειδητοποίηση, ένα παράπονο και να φωνάζει χωρίς να ακούγεται η ένταση.

Το πρώτο πρόσωπο μάς ανήκει πάντα και ο αφηγητής μας στη φωνή αυτή είναι κάποιος που του «επιτρέψαμε» να πλησιάσει. Μόνο έτσι μπορεί να ειπωθεί η αλήθεια, όσο ψέμα κι αν είναι στη μυθοπλασία που ζούμε.

– Στις ιστορίες σας αναδεικνύεται ξανά και ξανά η σιωπή μέσα στην οικογένεια. Διαπιστώνετε κάποια βελτίωση με το πέρασμα των χρόνων;

Η σιωπή είναι φωνή. Σηκώνει το βλέμμα ο ήρωάς σου και δεν λέει τίποτα. Αρκεί για να ξέρεις τι συμβαίνει. Στα κείμενα αυτά αγγίζουμε λίγο το όριο των «πρέπει», τα «ίσως», τα «σουτ και τα μη» και τα στεγνά συρτά χαμόγελα των γονιών που φτιάχνουν την εικόνα στους άλλους, αλλά επιφυλάσσουν τιμωρίες.

Και η φοβία γίνεται φόβος στους ήρωες. Μένει μέσα τους σαν αγκίστρι που αν δεν κουνηθείς δεν πονά. Αν δε μιλήσεις, λίγα θα γίνουν. Αν δεν πεις, κανείς δεν θα ξέρει. Έχουμε περάσει από αυτά τα στάδια και εξακολουθούμε να τα βιώνουμε. Αλλά για αυτό υπάρχει η λογοτεχνία, η τέχνη γενικά. Ξορκίζουμε δαιμόνια ετών και ανοίγουμε παράθυρα.

Πιστεύω ότι έχουν έρθει στην επιφάνεια τόσα, αλλά ο βυθός μας στο πλαίσιο σιωπή και οικογένεια, έχει ακόμα λάσπη για αντάρα. Ας τα πούμε, όμως, έστω και ως λογοτεχνικά ψέματα που πείθουν.

– Φαίνεται να σας προβληματίζει η αντίστιξη της φύσης και των ζώων με το αστικό περιβάλλον. Πώς αποτυπώνεται αυτή η αντίθεση στις ζωές και τον ψυχισμό των ανθρώπων και πώς μπορεί να απαλυνθεί;

Δεν ζούμε μόνοι στα ντουβάρια μας. Κάπου φυτρώνει ένα πράσινο, ένα κίτρινο, εκείνα τα μοβ που σκαρφαλώνουν στις μπαλκόνια μας, κάτι ξεπετάγεται από το πεζοδρόμιο και σε έναν κορμό ακουμπάμε για μια ανάσα και λίγη σκιά.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στα κείμενα. Συνυπάρχουμε σε μια βάση που έχει ξεχαστεί. Έτσι όπως «χτιστήκαμε» η αναλογία έχει χαθεί. Αλλά είμαστε «τυχεροί» (ως άνθρωποι) γιατί είναι τέτοια η ροή της καθημερινότητας που η ροή της παρέμβασης δεν απαλύνεται και διαρκώς παρεμβαίνουμε και επιβαλλόμαστε. Αρκεί να ξεχαστούμε και σε λίγους μήνες η φύση θα δείξει ότι μπορεί να οργιάσει, τα ζώα θα πλησιάσουν όταν δεν υπάρχουν θόρυβοι και η ζυγαριά θα εξομαλυνθεί κάπως.

Δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό, λοιπόν, και νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να του θυμίζουν ότι δεν είμαστε μόνοι και δεν αρκεί απλώς να ποτίζουμε δυο γλάστρες ή να κρατάμε δυο φορές την ημέρα ένα λουρί που μας πάει βόλτα.

Αν κάτι αξίζει να συμβεί είναι να συνειδητοποιήσουμε ένα και μόνο κριτήριο, ότι η φύση διατηρεί ένα και μοναδικό ατού: έχει χρόνο. Εμείς από την άλλη, όπως λέει και ο αγαπημένος μου Κωστής Παπαγιώργης, φτιάξαμε την πιο ωραία παγίδα, πέσαμε μέσα της και δεν θα βγούμε ποτέ: τον χρόνο.

– Στα διηγήματά σας το μοτίβο σας άντρα που εξιδανικεύει και ερωτεύεται μια άγνωστή του γυναίκα, την οποία διστάζει να προσεγγίσει, επανέρχεται. Είναι κάτι που παρατηρείτε γύρω σας; Πού νομίζετε ότι οφείλεται;

Μοναξιά και μοναχικότητα. Τόσο κοντά, αλλά τόσο διακριτές οι έννοιες αυτές. Το ένα το επιλέγεις (μοναχικότητα) και το άλλο «στο επιλέγουν». Είναι το ίδιο θέμα με την έκφραση στη σύγχρονη κοινωνία μας, τη φοβία για έκθεση, το φτερούγισμα πριν σκεφτούμε (όχι τολμήσουμε) να πούμε την αλήθεια. Δεν επικοινωνούμε, μόνο λέμε τα νέα μας και τρέχουμε στα επόμενα. Η επαφή, ο έρωτας, η αγάπη, η στοργή, θέλουν μια ηρεμία και μια απλότητα. Εμείς φοβόμαστε να γίνουμε κάτι από αυτά και είμαστε ανελεύθεροι στο πλαίσιο του «τι θα πουν οι άλλοι».

Οι ήρωες παλεύουν να απλοποιηθούν σε έναν κόσμο πολύπλοκο. Αγωνιούν να γίνουν οι εαυτός τους χωρίς να ξέρουν ότι είναι αποδεκτοί. Στην «Εσωμολόγηση» οι γωνιές του ήρωα είναι η ελπίδα να συμβεί μια επαφή, αλλά είναι και το ότι λειτουργεί σαν βαλβίδα ασφαλείας το ότι δεν θα χρειαστεί να συμβεί, γιατί είναι δύσκολο. Στο διήγημα «Διπλές, ελληνικές, μέτριες» αγαπά, θέλει, προσπαθεί, έχει την ευκαιρία του, αλλά μένει στο να αγκαλιάζει τη λερωμένη κούπα του καφέ όταν έχει φύγει το πρόσωπο. Στο κείμενο «Το πράσινο μωσαϊκό» ο ήρωας θέλει και δεν μπορεί. Είναι εκεί, το βιώνει, κάνει προσωπική υπέρβαση, τολμά, έχει την ευκαιρία του και επιλέγει να μείνει στο μέσα του και στο να μην πάρει το ρίσκο.

Συμβαίνουν αυτά, δεν είναι μόνο φαντασία. Συμβαίνουν γιατί είμαστε αντιμέτωποι με δύο πράγματα: τη σκληρότητα μιας εποχής που καλπάζει και δεν ξέρουμε τι γινόμαστε και την ασφάλεια που μας φτιάχνει η ρουτίνα. Η αλλαγή όμως είναι εξέλιξη, πρόοδος και τα λάθη μοιάζουν εμπειρίες και όχι ταμπέλες που θα μας σπάσουν τον σβέρκο. Αλλά είπαμε, έχει ακόμα σημασία «τι θα πουν οι άλλοι». Κι εδώ έχω απολαύσει ένα από τα πιο έξυπνα γκράφιτι που συναντώ στον δρόμο που λέει: η γνώμη των άλλων, είναι των άλλων».

– Πότε νιώθετε ότι κερδίζετε ως συγγραφέας, έστω και προσωρινά, τη μάχη με τις λέξεις, που περιγράφετε σε κάποια από τα διηγήματά σας;

Είμαι διαρκώς χαμένος. Χαμένος στις ιδέες, στις λέξεις, στις σημειώσεις, στη φαντασία, στις σελίδες που δεν τύπωσα, στους κόσμους που με περιμένουν να γίνουν φράσεις στο χαρτί. Για εμένα αυτό δεν είναι μάχη, ούτε κέρδος. Είναι ανάγκη και ηρεμία. Είναι τρόπος ζωής, οπότε αρκούμαι σε μια μη προθετικότητα ως συγγραφέας και αφήνομαι στο κείμενο να γίνει ό,τι εκείνο θελήσει. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν τελειώνει, ποτέ δεν σταματά κι αν αυτό το θεωρήσω ως μάχη, θα ξοδέψω αρκετό χρόνο να αποδείξω κάτι που δεν το έχω ανάγκη.

Τα κείμενα είναι η αλήθεια μου, ελπίζω και των αναγνωστών. Με αυτά παλεύω και απολαμβάνω να πανηγυρίζουν τις νίκες τους σαν μικρά παιδιά. Είναι «αγρίμια», όπως γράφω και σε ένα κείμενο στο βιβλίο μου Δεκαεπτά φορές, με τα οποία δεν αναμετριέσαι, παρά μόνο τους επιτρέπεις να πλησιάσουν και να σου χαρίσουν την πιο όμορφη σιωπή των πραγμάτων που δεν έγραψες ποτέ.

Διαβάστε επίσης:

Γιώργος Σπυράκης – Από τα παράθυρα δε γύρισε κανείς: Βιβλίο με διηγήματα με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού