Το έργο «Παίζοντας το θύμα» που σκηνοθετεί φέτος ο Γιώργος Κουτλής, ακολουθεί την ιστορία του νεαρού Βάλια. Ο Βάλια ζει και κοιμάται χωρίς να βγάζει το καπέλο του. Τρώει μόνο με ξυλάκια. Και συχνά βλέπει το φάντασμα του νεκρού πατέρα του. Δουλεύει στην αστυνομία παίζοντας το θύμα σε αναπαραστάσεις εγκλημάτων: πότε μια γυναίκα που ίσως δολοφονήθηκε κατά λάθος από τον άντρα της, πότε μια κοπέλα πνιγμένη σε μια πισίνα από τον αλλοδαπό εραστή της. Παράλληλα, στο σπίτι, η μητέρα του χρειάζεται κάποιον να τη φροντίζει, ο θείος του τους επισκέπτεται όλο και πιο συχνά μετά τον θάνατο του πατέρα του και η κοπέλα του θέλει επιτέλους μια ενήλικη ζωή. Ο Βάλια νοιώθει ότι όλα παντού είναι μια αναπαράσταση, ότι όλοι υποδύονται κάτι.

Με αφορμή λοιπόν αυτή τη μαύρη κωμωδία των πολυβραβευμένων Ρώσων συγγραφέων Όλεγκ και Βλαντιμίρ Πρεσνιακό, που έχει ήδη ξεκινήσει παραστάσεις στο Θέατρο Rex, ο Γιώργος Κουτλής μας μιλάει για την απόφαση του να επιλέξει αυτό το έργο, μας δίνει το ψυχογράφημα του ιδιόρρυθμου Βάλια, και σχολιάζει την  λειτουργία των θεάτρων με 30% πληρότητα: «Δεν είναι εύκολο να σταματήσεις να αναρωτιέσαι ποια είναι η λογική σε αυτόν το ποσοστό πληρότητας όταν αεροπλάνα, καράβια, σχολεία, εκκλησίες, μαγαζιά λειτουργούν με άλλους όρους. Ίσως, μου λείπουν κάποιες ιατρικές γνώσεις ή κάτι δεν έχω καταλάβει. Σε κάθε περίπτωση, και για την παράστασή μου αλλά κυρίως για όλους όσους ασχολούνται με το θέατρο η κατάσταση είναι τουλάχιστον τραγική.»


Τι είναι αυτό που σε γοήτευσε στο έργο «Παίζοντας το θύμα» και αποφάσισες να το σκηνοθετήσεις;

Αρχικά, ότι το διάβασα μονορούφι. Κάθε σκηνή μου φαινόταν πιο απολαυστική απ’ την προηγούμενη. Το διάβασα τυχαία και μετά έμαθα ότι στη Ρωσία είναι πασίγνωστο, έχει γίνει και ταινία και μυθιστόρημα κι ότι έχει ανέβει σε πάρα πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Στη συνέχεια, ενώ έκανα άλλα πράγματα, αυτό κάπως υπήρχε μέσα μου και δεν έλεγε να με αφήσει σε ησυχία. Όταν το ξανά έπιασα και άρχισα να το δουλεύω συνειδητοποίησα το πόσο πολύ-επίπεδο είναι. Έχει έναν τρομερό συνδυασμό ελαφράδας και σκοτεινιάς σχεδόν σε κάθε σκηνή. Κωμικό και τραγικό συνυπάρχουν όλη την ώρα. “Φιλοσοφική φάρσα” όπως λένε και οι συγγραφείς του. Επίσης, μου φαινόταν αρκετά περίπλοκο να το αποδώσεις σκηνικά, οπότε με έκανε να θέλω να μπλέξω μαζί του ακόμη πιο πολύ. Τέλος, σίγουρα κάτι με συνδέει με τον κεντρικό ήρωα. Ίσως όχι τόσο στις πράξεις του, αλλά οι προβληματισμοί του με συγκινούν βαθύτατα.

-Θα ήθελες να μας δώσεις το ψυχογράφημα του κεντρικού ήρωα του έργου, του Βάλια;

Είναι ένας νέος κοντά στα 30 που μένει ακόμη στο παιδικό του δωμάτιο. Έχει παρατήσει το πανεπιστήμιο και δουλεύει στην αστυνομία υποδυόμενος τα θύματα σε αναπαραστάσεις εγκλημάτων. Η αντίληψη του για τη ζωή, συμβολίζεται από την ίδια του τη δουλειά. Όλα γύρω του, του φαίνονται μια αναπαράσταση καταδικασμένη να οδηγήσει στο θάνατο. Η λειτουργία της κοινωνίας του φαίνεται γεμάτη άσκοπα τελετουργικά κενά νοήματος. Κανείς δεν παντρεύεται από αγάπη κανείς δεν κάνει τη δουλειά του για να προσφέρει κάτι. Όλα είναι ψεύτικα. Όλοι παίζουν, υποδύονται. Αυτός είναι ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα. Απ’ την άλλη βέβαια ίσως με αυτόν τον τρόπο σκέψης κρύβει το πραγματικό του πρόβλημα: τον φόβο του να εμπλακεί ο ίδιος στο φαινόμενο που λέγεται ζωή. Ξέρετε κάπου είχα δει μια έρευνα που ρωτούσαν νέους ανθρώπους τι φοβούνται πιο πολύ και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό απάντησε “την ίδια τη ζωή”. Στην πρόβα λέγαμε συχνά ότι ο Βάλια είναι ένα “σύμπτωμα”. Μοιάζει ένας κυνικός σταρχιδιστής αλλά είναι ένα παιδί βαθιά πληγωμένο από την ίδια τη ζωή. Είναι ένας αντι-ήρωας του καιρού μας.

-Ποια είναι τα υπαρξιακά ερωτήματα που πραγματεύεται το έργο; Τελικά, δίνει μία απάντηση;

Όλοι οι υπαρξιακοί προβληματισμοί φαίνεται να ξεκινάνε από την ίδια αφετηρία: “ποιο είναι το νόημα της ζωής ;” Και η σύγκρουση με την απάντηση ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα και είναι όλα μάταια βασανίζει τον άνθρωπο από αρχαιοτάτων χρόνων. Με αυτή λοιπόν, την αφετηρία και γύρω από το αναπόφευκτο του θανάτου το έργο ακουμπάει διάφορα ακόμη ζητήματα: υπάρχει αληθινή αγάπη; είναι ο κυνισμός και ο σταρχιδισμός η φιλοσοφία μιας ολόκληρης γενιάς; τι είναι η ηθική; πως πρέπει να ζούμε; τι θέλω πραγματικά; πώς να προσδιορίσω τον εαυτό μου πέρα από τις αντανακλάσεις των γύρω μου; πώς στο διάολο να ζήσεις σε ένα χαώδες σύμπαν; Απαντήσεις δεν δίνει το έργο. Και ευτυχώς. Στα υπαρξιακά ζητήματα δεν υπάρχουν απαντήσεις. Υπάρχουν προτεινόμενες επιλογές αντιμετώπισης.

-Πώς νοιώθεις που το έργο θα παρουσιαστεί με 30% πληρότητα;

Αυτή η παράσταση πλησίασε τόσες φορές κοντά στο να μην γίνει ποτέ, που αρχικά ότι παρουσιάζεται είναι ευχής έργο. Τώρα, προφανώς όταν δημιουργείς κάτι θέλεις να επικοινωνηθεί με όσους περισσότερους ανθρώπους γίνεται και ειδικά με δεδομένο ότι παίζουμε σύνολο 13 φορές, το 30% στην πληρότητα είναι ακόμη πιο δυσάρεστο. Επίσης, δεν είναι εύκολο να σταματήσεις να αναρωτιέσαι ποια είναι η λογική σε αυτόν το ποσοστό πληρότητας όταν αεροπλάνα, καράβια, σχολεία, εκκλησίες, μαγαζιά λειτουργούν με άλλους όρους. Ίσως, μου λείπουν κάποιες ιατρικές γνώσεις ή κάτι δεν έχω καταλάβει. Σε κάθε περίπτωση, και για την παράστασή μου αλλά κυρίως για όλους όσους ασχολούνται με το θέατρο η κατάσταση είναι τουλάχιστον τραγική. Οπότε σίγουρα δεν νιώθω ευχάριστα. Ακολουθώ φυσικά τους κανόνες γιατί η υγεία προέχει αυτή τη στιγμή αλλά είμαστε ένας κλάδος που νιώθει ότι έχουμε άνιση μεταχείριση, και αυτό μαζί με όλα τα άλλα κάνει πολύ κακό στην ψυχική μας υγεία.

-Ποια φράση του έργου σε αγγίζει προσωπικά;

Είναι δύο. Η πρώτη: “Λες ότι φοβάσαι, αλλά δεν φοβάσαι αυτό που πρέπει. Γιατί το πιο τρομακτικό…το πιο τρομακτικό είναι αν όλο αυτό δεν τελειώνει ποτέ” και η δεύτερη: “Σ’ αγαπώ ότι κι αν γίνει και σου λέω δεν πειράζει, γιατί η αγάπη είναι ποτήρι που γεμίζει και αδειάζει”

-«Τα έργα των Όλεγκ και Βλαντιμίρ Πρεσνιακόφ χαρακτηρίζονται ως μαύρες κωμωδίες που πραγματεύονται την παράδοξη βία του σύγχρονου τρόπου ζωής». Πιστεύεις πως στο σύγχρονο τρόπο ζωής υπάρχει κάποιο είδος παράδοξης βίας, και αν ναι με ποιο τρόπο;

Να διευκρινίσω ότι μιλάμε για το κομμάτι του πλανήτη που νιώθει να έχει γλυτώσει από την άλλη βία. Την κυριολεκτική. Μιλάμε για τον προνομιούχο κόσμο που ζει “ειρηνικά”. Σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει μια παράδοξη βία που πηγαίνει από την παραχώρηση των προσωπικών σου δεδομένων μέχρι και τον εγκλεισμό και την απαγόρευση του αγγίγματος. Μιλάμε για την βία που ασκεί στον κάθε άνθρωπο η νόρμα και οι κοινωνικές επιταγές. Μιλάμε κατά κύριο λόγο για ψυχολογική και πνευματική βία. Και το πιο τρομακτικό είναι ότι πρόκειται για μια βία σχεδόν εκούσια.

-Έχεις σπουδάσει σκηνοθεσία στο θέατρο της Ρωσικής Ακαδημίας θεατρικής τέχνης (GITIS) στη Μόσχα. Γιατί επέλεξες την Ρωσία για τις σπουδές σου; Ποιο πιστεύεις πως είναι το σπουδαιότερο πράγμα που αποκόμισες από την παραμονή σου εκεί;

Σπουδάζοντας στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών υποκριτική, είχα καθηγητές που είχαν σπουδάσει στην εν λόγω σχολή όπως η Κατερίνα Ευαγγελάτου και ο Δημήτρης Ήμελλος. Ο τρόπος αντιμετώπισης της τέχνης μας αλλά και της ζωής εν γένει και η κατ’ ομολογία τους, κομβικής σημασίας εμπειρία τους στο G.I.T.I.S, με γοήτευσαν και με έκαναν να νιώθω ότι εκεί είναι ,ας πούμε, η μήτρα ενός πράγματος που αναζητώ καιρό χωρίς να μπορώ να εκφράσω με λέξεις τι ακριβώς είναι. Πήγα και συναντήθηκα με έναν ολόκληρο πολιτισμό. Με τα καλά του και τα κακά του και με μια τεράστια παράδοση στην τέχνη του θεάτρου. Εκεί έμαθα να αντιμετωπίζω το θέατρο ως επιστήμη. Τα πράγματα που αποκόμισα είναι αμέτρητα και σίγουρα σε πρώτη θέση έρχονται οι άνθρωποι (καθηγητές και φίλοι) που γνώρισα και δούλεψα μαζί τους. Αλλά αν έπρεπε να επιλέξω κάτι άλλο θα ήταν κάτι που μας έλεγαν από την πρώτη μέρα, κάτι πολύ απλό: “μίλα μέσα από τη δουλεία σου για τα πράγματα που σε καίνε”.

-Πες μας ένα όνειρο σου που θα ήθελες να πραγματοποιήσεις στο άμεσο μέλλον.

Ξέρετε μόλις άρχισα να βιώνω ένα μεγάλο μου όνειρο: Να κάνω επαγγελματικά θέατρο. Οπότε στο άμεσο μέλλον μου απλά θα ήθελα να συνεχίσω να ζω από αυτή τη δουλειά και να έχω παρέα μου θαυμαστούς ανθρώπους να περνάμε γεμάτες στιγμές. Εκτός απ’ αυτό θα ήθελα να πάω ένα μακρινό ταξίδι σε κάποια χώρα με έναν άγνωστο για μένα πολιτισμό. Ωραία θα ήταν!


hnfo

Τοποθεσία: Εθνικό Θέατρο – Θέατρο Rex, Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Πανεπιστημίου 48

Ημέρες και ώρες: Έως 1/11/2020: Τετάρτη με Κυριακή στις 20:00

Τιμές εισιτηρίων: 13€ | 10€ νεανικό φοιτητικό, και 5€ για ανέργους

Πληροφορίες: www.n-t.gr


Διαβάστε επίσης:

Παίζοντας το θύμα, των Όλεγκ και Βλαντιμίρ Πρεσνιακόφ στο Θέατρο Rex