Είναι αρκετά εύκολο να επικαλεστεί κανείς τις τελευταίες εξελίξεις στη χώρα και να χρεώσει σε αυτές το αναμφισβήτητα αρνητικό κλίμα που υπάρχει στα πολιτιστικά πράγματα του τόπου …

Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι εξελίξεις είναι πραγματικά οδυνηρές, τόσο ως προς τον οικονομικό όσο και ως προς τον ψυχολογικό τους αντίκτυπο.

Όσοι έχουν μια επαφή με το χώρο, ξέρουν ότι η κρίση είναι βαθύτερη, έχει κάνει την εμφάνισή της πολύ πριν το 2010 και έχει προξενήσει ανησυχία, αμηχανία και αδιέξοδα. Είναι βαθύτερη γιατί πρώτα απ’ όλα είναι μια κρίση αξιών. Από μια κοινωνία όπου η προτεραιότητα είναι το ποδόσφαιρο, το λάιφ στάιλ και η τηλεοπτική ευκολία, δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να ενδιαφερθεί για τις πιο «δύσκολες», τις ουσιώδεις μορφές πολιτισμού. Μέσα σε ένα σύστημα όπου η εκπαίδευση είναι μακροχρόνια ασθενής, η τέχνη αντιμετωπίζεται σαν περιττή πολυτέλεια και το εύρος της παιδείας συρρικνώνεται επικίνδυνα, είναι δύσκολο να πυροδοτήσει κανείς το ενδιαφέρον του κοινού για μια υψηλή ποιότητα πολιτισμού.

Αλλά και με έναν πολιτισμό που σπάνια παράγει, κυρίως μιμείται και πολλές φορές εγκλωβίζεται μέσα σε περιορισμένα πλαίσια και ομφαλοσκοπεί, δεν δικαιούμαστε να απαιτούμε να πεισθεί ο κόσμος για την αναγκαιότητά του. Όμως, ως προς τη δική μας ευθύνη, εάν θέλουμε να μην ανατρέχουμε σε εύκολες δικαιολογίες, έχουμε την υποχρέωση να παρεμβαίνουμε όσο γίνεται πιο τολμηρά και δραστικά και να προτείνουμε τις λύσεις εκείνες που θα κρατήσουν ενεργές τις ελπίδες μας για ένα καλύτερο αύριο.

Στο Εθνικό Θέατρο σχεδιάσαμε και εφαρμόσαμε μια στρατηγική αντίστασης, μια στρατηγική αισιοδοξίας, σε μια χρονιά που δεν φάνταζε πολύ αισιόδοξη. Και είμαστε ιδιαίτερα ευχαριστημένοι, γιατί στην πράξη αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένα κοινό που μπορεί να μας στηρίξει σε αυτήν τη στρατηγική. Με ένα ρεπερτόριο που έχει σαν προτεραιότητα την αφύπνιση των συνειδήσεών μας και σε συνδυασμό με την έμπνευση και την ικανότητα των συνεργατών μας, αποδείξαμε ότι υπάρχει τρόπος αντίστασης στην κρίση. Και παρά το γεγονός ότι βρεθήκαμε αναγκασμένοι να συρρικνώσουμε τον αριθμό των παραγωγών μας, η κρίση μάς ενέπνευσε να βρούμε εναλλακτικές που θα ζωντάνευαν το ενδιαφέρον του κοινού και δεν θα περιόριζαν τη συνολική πολιτιστική μας πρόταση. Παράλληλες δράσεις, όπως οι αναγνώσεις της Ιλιάδας –στη θαυμάσια μετάφραση του Δ.Ν. Μαρωνίτη- από 24 πρωταγωνίστριες του θεάτρου μας ή η επαφή μας με τους νέους μέσω της παράστασης της «Αντιγόνης» που παίζεται στα σχολεία και «συνομιλεί» επί τόπου με τους μαθητές, είναι δύο μόνο από τις εφαρμογές μια πολιτικής που μπορεί να αντισταθεί στην οικονομική δυσπραγία, με απλούς αλλά αποτελεσματικούς μηχανισμούς. Ακόμη, μια πολιτική φθηνότερων εισιτηρίων, που αφουγκράστηκε το πραγματικό οικονομικό πρόβλημα, μας απέδειξε ότι το κοινό θέλει να βρει καταφύγιο στην τέχνη και όταν του δίνεται η δυνατότητα δηλώνει «παρών».

Στο Εθνικό Θέατρο δεν αφήνουμε χώρο στην εσωστρέφεια. Είναι πολύ εύκολο να μιλήσουμε για πρακτικές δυσκολίες: η επιχορήγηση μειώθηκε αισθητά, οι εργαζόμενοι πλήττονται οικονομικά, κάποιες σκηνές δεν μπορούν προς το παρόν να λειτουργήσουν, οι χορηγοί έχουν γίνει πολύ επιφυλακτικοί, η γενική κοινωνική αναστάτωση επιδεινώνει το κλίμα και δημιουργεί πρακτικά προβλήματα. Η έλλειψη πόρων είναι πάντα ένα ισχυρό εμπόδιο. Όμως, με την πεποίθηση ότι το όραμά μας είναι ένα αντίδοτο στο πρόβλημα και με πλήρη συνείδηση της σκληρής πραγματικότητας –ας αναλογιστεί κανείς ότι εμείς βρισκόμαστε στην καρδιά του ιστορικού κέντρου και ζούμε καθημερινά σε όλη την έκτασή τους τα αδιέξοδα που προκύπτουν από την εγκατάλειψή του – προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι η συλλογική προσπάθεια και η πίστη στο όραμα της τέχνης είναι ένα ισχυρό αντίδοτο στην κρίση. Προσπαθώντας να συσπειρώσουμε τις καλλιτεχνικές δυνάμεις του τόπου και αναζητώντας τόσο στην παλαιότερη όσο και στη νεότερη γενιά τους δημιουργούς που έχουν όραμα και δεν αφήνουν τη δύσκολη συγκυρία να τους καταβάλλει, επενδύουμε στην αισιοδοξία και στη δύναμη που κλείνει μέσα του το θέατρο.

Info: Ο Γιάννης Χουβαρδάς είναι σκηνοθέτης και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Αποφοίτησε από την Βασιλική Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης του Λονδίνου, ενώ σπούδασε δραματολογία και σκηνοθεσία στο Κρατικό Θέατρο της Βυρτεμβέργης.  Ως ελεύθερος σκηνοθέτης συνεργάστηκε με Εθνικά και Κρατικά Θέατρα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Υπήρξε συνιδρυτής, σκηνοθέτης και ηθοποιός στη Θεατρική Συντεχνία και ιδρυτής και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Θεάτρου του Νότου (Αμόρε).