Σε μια από τις καλύτερες παραστάσεις της σεζόν συναντάμε τον Γιάννη Βαρβαρέσο ως «Λάκυ» στο εμβληματικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό». Η τραγικωμωδία ανεβαίνει υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα.

Καθοριστικά για την εικόνα της παράστασης και το σύμπαν στο οποίο μας μεταφέρει, είναι τα -ξεχωριστής εικαστικότητας- σκηνικά και κοστούμια του Βασίλη Παπατσαρούχα. Τους φωτισμούς έχει σχεδιάσει ο Νίκος Βλασόπουλος, ενώ ο Κορνήλιος Σελαμσής έχει αναλάβει μια πρωτότυπη διερεύνηση του προσωδιακού χαρακτήρα του μπεκετικού κειμένου. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η κινησιολογία της παράστασης που έχει επιμεληθεί ο Χρήστος Στρινόπουλος, προσδίδοντας στοιχεία μιας μοντερνιστικής κλοουνερί.

Η νέα αυτή ερμηνευτική προσέγγιση στο Περιμένοντας τον Γκοντό, είναι ανοιχτή σε όλους τους θεατές, ακόμα και σε εφήβους. Η παράσταση, επιλέγοντας να ακολουθήσει πιστά τις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα και ερμηνεύοντάς το σαν μία παρτιτούρα ακριβείας, αναδεικνύει ότι το έργο παραμένει σύγχρονο όχι μόνο για τη φιλοσοφική του βαρύτητα, αλλά και για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ισορροπεί ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, όντας ταυτόχρονα υπαρξιακά βαθύ και ανάλαφρα διασκεδαστικό.

Εκτός από τον Γιάννη Βαρβαρέσο (Λάκυ), επί σκηνής “συναντάμε” τους: Πάνο Παπαδόπουλο (Βλαδίμηρος), Τάσο Ροδοβίτης (Εστραγκόν), Γιάννης Σαμψαλάκης (Πότζο) & Πέτρο Δημοτάκη (Αγόρι).

***

Photo Credit: Πάτροκλος Σκαφίδας

-Μπορείς να ανακαλέσεις πότε ήρθες για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό»;

Πρέπει να ήμουν 22-23 χρονών την πρώτη φορά που διάβασα το έργο αυτό. Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή. Νομίζω το είδα να υπάρχει στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου. Έψαχνα εκείνη την περίοδο κάποιον μονόλογο να ετοιμαστώ για τις εισαγωγικές εξετάσεις στις δραματικές σχολές και απλά είπα να διαβάσω κάποια γνωστά έργα, μήπως βρω κάτι. Δεν είχα πολλές γνώσεις σχετικά με το θέατρο του παραλόγου, ούτε με τον Μπέκετ. Θυμάμαι να το διαβάζω, να το τελειώνω μέσα σε δύο ώρες, να κοιτάζω το εξώφυλλο ξανά, και να έχω έντονη τη διάθεση να το ξαναδιαβάσω χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί μου άρεσε τόσο πολύ. Είναι από αυτά τα αναγνώσματα που, ήδη, από τις πρώτες τους σελίδες υπάρχει κάτι που σε ελκύει, αλλά δεν μπορείς με ακρίβεια να το προσδιορίσεις. Το διαβάζεις λοιπόν, κλείνεις το βιβλίο, πας στη δουλειά σου αλλά σαν μαγνήτης, το βιβλίο συνεχίζει να σε τραβάει. Σαν να υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο αίσθημα ότι το έργο δεν τελείωσε. Σαν να υπάρχει κάτι που ειπώθηκε αλλά το προσπέρασες και πως στην επόμενη ανάγνωση θα το βρεις μπροστά σου και θα καταλάβεις. Αλλά, τι ακριβώς θα καταλάβεις; Το νόημα του; Το γιατί σου αρέσει; Και τι: αν το καταλάβεις, το οτιδήποτε είναι να καταλάβεις, θα το ξεχάσεις το έργο; Το ξαναδιαβάζεις λοιπόν και παρόλα αυτά συνεχίζει να μην φεύγει από το μυαλό σου. Κάτι τέτοιο συνέβη νομίζω με μένα και με αυτό το κείμενο.

-Πράγματι, σου αφήνει ένα τέτοιο αίσθημα… Μου κάνει επίσης εντύπωση πως παρά την «αναμονή» που το χαρακτηρίζει διαχρονικά κρατάει την προσοχή του κοινού.

Τόσο από το κείμενο, όσο και από τα βιογραφικά στοιχεία του Μπέκετ, φαίνεται πως οι σχέσεις, οι διάλογοι, οι καταστάσεις που εμφανίζονται στο  έργο είναι πολύ προσωπικές, πολύ δικές του, τόσο που γίνονται τελικά οικουμενικές. Με κάποιον τρόπο όλοι συνδεόμαστε με αυτά που λέγονται ή γίνονται στο έργο. Μπορεί η «αναμονή» για κάτι, να είναι αυτό που εκ πρώτης όψεως μας συνδέει μαζί του (περιμένουμε μια πρόταση, μια επιβεβαίωση, μια άρνηση, μια απόφαση), αλλά αρχίζω να πιστεύω πως αυτό που κρατάει την προσοχή μας, είναι τελικά η ατέρμονη ανάγκη των ηρώων να εφευρίσκουν και να κάνουν πράγματα προκειμένου να ροκανίσουν τον χρόνο της αναμονής.

Μεταφέρω περίπου τον διάλογο δύο θεατών όταν βγήκαν κάποια στιγμή από το θέατρο:

-Δηλαδή, αυτοί, δεν κάνουν τίποτα όλη μέρα;
-Γιατί ρε; Εσύ τι κάνεις; Ξυπνάς, πας δουλειά 9-5, τρως, πας γυμναστήριο, βλέπεις ταινία, κοιμάσαι και πάλι από την αρχή.

Αυτός είναι ένας διάλογος, που φανερώνει ότι αυτό το έργο θα παραμείνει διαχρονικό, όσα χρόνια κι αν περάσουν.

-Ωραία στιχομυθία… Και από την παράσταση ποια ατάκα σου έχει εντυπωθεί περισσότερο;

Νομίζω από τις αγαπημένες μου ατάκες, είναι αυτή που λέει ο Ποτζό: Ξεγεννάνε καβάλα πάνω σ’ έναν τάφο, αστράφτει το φως για μια στιγμή, κι ύστερα σκοτάδι.

-Φυσικά, δε μπορώ να μη αναφερθώ στον μονόλογο που έχεις ως Λάκυ. Αλήθεια, τι διάρκεια έχει;

Δεν θα πω ψέματα: δεν το έχω χρονομετρήσει με ακρίβεια. Πρέπει να είναι περίπου 5-6 λεπτά.

Photo Credit: Λάμπρος Παπαγεωργίου

-Ο Λάκυ, επειδή είναι ένας ήρωας που σχολιάζουν και οι άλλοι χαρακτήρες, σκέφτομαι ίσως είναι κάπως σα να σου δίνει σκηνοθετικές οδηγίες και το ίδιο το κείμενο. Εν τέλει όμως τι υπόσταση – κινησιολογία του δίνεις εσύ;

Η αλήθεια είναι πως ο Λάκυ γίνεται ορατός στο έργο, είτε από συγκεκριμένες σκηνικές οδηγίες, είτε από αυτά που λένε οι άλλοι ήρωες γι αυτόν. Του δίνεται ο λόγος μια φορά στο έργο κι έπειτα από λίγο του αφαιρείται, με έναν σχετικά βίαιο τρόπο. Ο Μπέκετ γράφει «ο Λάκυ στέκεται», «ο Λάκυ κοιμάται», «ο Λάκυ αφήνει τη βαλίτσα», κτλ. Αλλά πώς στέκεται, πώς κοιμάται, πώς αφήνει τη βαλίτσα; Ποιον κοιτάει ή δεν κοιτάει κάθε φορά; Πού απευθύνεται όταν μιλάει ή όταν σιωπά; Τι περιμένει κι αυτός, όπως περιμένουν οι άλλοι; Αυτές είναι αποφάσεις που παίρνονται κατά τη διάρκεια της πρόβας και έτσι ο χαρακτήρας αναδύεται από το χαρτί, κι από δισδιάστατος γίνεται τρισδιάστατος. Όσον αφορά την κινησιολογία στη συγκεκριμένη προσέγγιση, μέσα από έρευνα τόσο του κειμένου, όσο και της βιογραφίας του Μπέκετ, υπάρχουν διάφορα ίχνη κούρασης, Parkinson, αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, παραμένει ένας άνθρωπος, που θα κάνει αυτό που θα του πει ο Ποτζό, χωρίς δεύτερη σκέψη. Θα δώσει ό,τι του ζητηθεί. Και όταν δεν του ζητείται κάτι, τότε η σκέψη κυριαρχεί  είτε ως αποτέλεσμα των αισθητηριακών εξωτερικών ερεθισμάτων, είτε ως εσωτερικό ταξίδι λογικών συνειρμών, είτε ως έκφραση αυτών μέσω του λόγου, είτε ακόμη και ως απουσία αυτής όταν κοιμάται. Όμως σκέφτεται διαρκώς. Δεν σκέφτεται μόνο όταν κοιμάται.

-Τη φορά που παρακολούθησα εγώ την παράσταση στο θέατρο Πόρτα, κι ενώ ακόμα συνέχιζες τον μονόλογο, θυμάμαι έντονες επευφημίες και χειροκροτήματα από το κοινό. Πώς μεταφράζεται αυτό για εσένα επί σκηνής;

Το γεγονός αυτό, αν και συνέβη μόνο λίγες φορές, εκείνη την ώρα επί σκηνής δεν μπορώ να πω πως μεταφράζεται ως κάτι ιδιαίτερο, πέραν της διόγκωσης του σκηνικού χρόνου. Ο Βλαδίμηρος μου βγάζει το καπέλο, εγώ «αποσυνδέομαι» και παραμένω αποσυνδεδεμένος μέχρι να μου δώσει ο Ποτζό τη βαλίτσα και το πανέρι. Την ιδιαιτερότητα αυτής της αντίδρασης του κοινού την συνειδητοποίησα μετά, στα παρασκήνια και είμαι ευγνώμων που την έζησα.

-Από τη συνεργασία σου με τον Θωμά Μοσχόπουλο τι κρατάς;

Είναι πολλά που κρατώ από αυτήν τη συνεργασία. Αρχικά, η εμπιστοσύνη που μου έδειξε, επιλέγοντάς με σε αυτόν τον ρόλο. Ωστόσο κάτι που δεν το βλέπεις τόσο συχνά στις καλλιτεχνικές πρακτικές και που το διακρίνεις στον κ. Μοσχόπουλο, είναι μια αίσθηση παιχνιδιού στη διαδικασία των προβών. Αρκετά συχνά, χρησιμοποιούσε παιχνίδια με συγκεκριμένους κανόνες και στόχους, ορμώμενος από το κείμενο, τη δραματουργία ή τις επιλογές στοιχείων των χαρακτήρων. Αυτά τα παιχνίδια δημιουργούσαν μια αίσθηση ελευθερίας και μας έκαναν πιο ανάλαφρους. Δεν «έπρεπε» να ερμηνεύσουμε κάτι το «σοβαρό» και «σημαντικό», για να βγει το «νόημα» της σκηνής, παρά έπρεπε να παίξουμε ένα παιχνίδι και να μείνουμε πιστοί στους κανόνες του, βρίσκοντας εκεί μέσα την ελευθερία των κινήσεών μας. Κι αυτό, νομίζω, ότι αρκούσε για να παίξουμε ελεύθερα και ανεπιτήδευτα ένα παιχνίδι επί σκηνής. Άλλωστε η ίδια η θεατρική πράξη δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα παιχνίδι.

-Στο δελτίο τύπου αναφέρεται πως η επιλογή νεαρών ηθοποιών στους ρόλους του συγκεκριμένου έργου έχει να κάνει με τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η νέα γενιά. Ως νέος, εργαζόμενος στον πολιτισμό, τι σε αγχώνει και τι είναι κάτι που θα ήθελες να δει να αλλάζει;

Είναι σύνηθες να αναφέρεται πως πηγή ενός μόνιμου άγχους στους ηθοποιούς, αλλά γενικά και στους εργαζόμενους του πολιτισμού, είναι η επισφάλεια του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Κι εγώ, σίγουρα, δεν εξαιρούμαι από αυτό το άγχος. Ωστόσο, τα πράγματα στον τομέα του πολιτισμού, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν ήταν και τόσο ρόδινα ούτε πριν είκοσι, ούτε πριν σαράντα, ούτε πριν ογδόντα χρόνια. Κάθε εποχή έχει τις δικές της δυσκολίες και βάζει τους δικούς της κανόνες. Είναι πολύ οδυνηρό και αγχωτικό στη σημερινή εποχή να πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως το να μην έχεις δουλειά στον χώρο του πολιτισμού δεν σημαίνει ότι δεν κάνεις καλά αυτή τη δουλειά ή ότι δεν τη θέλεις αρκετά. Η αναλογία «δεν έχω δουλειά ως ηθοποιός, άρα δεν αξίζω, ούτε ως ηθοποιός, μπορεί ούτε και ως άνθρωπος» είναι μια ψευδής αναλογία. Για μένα, από το να στριφογυρίζουμε σε μια δίνη αυτοτιμωρίας και αυτολύπησης, χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε τον λόγο που επιλέξαμε να εργαστούμε στον τομέα του πολιτισμού και να βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Δεν είναι εύκολο. Ναι, μπορεί, τελικά, το να είμαι ηθοποιός να μη σημαίνει ότι θα ζω από αυτό, αλλά δεν θα παρατήσω το θέατρο. Θα συνεχίσω να το κάνω με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και θα βρω κι άλλους που θέλουν να το κάνουν αυτό για να συνεργαστώ μαζί τους. Και θα το κάνουμε αυτό όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στα Ιωάννινα, στην Πάτρα, στην Κρήτη, στη Βέροια, στην Ξάνθη. Ναι, θα ήθελα να δημιουργούνται περισσότερες ευκαιρίες στην περιφέρεια, για την ευκολότερη υλοποίηση παραστατικών και επιτελεστικών πρακτικών σε μια τακτική αποκέντρωσης. Θα ήθελα να υπάρχει μεγαλύτερη βοήθεια για τη δημιουργία νέων πειραματικών πρακτικών στον Δημόσιο Χώρο, επειδή αυτό είναι μια σοβαρή βοήθεια για την ενδυνάμωση της δημοκρατικής σκέψης και της υγειούς ανάπτυξης της κοινότητας. Το ζήτημα, όμως, είναι να μην σταματήσουμε και να προσπαθούμε διαρκώς για αυτό που αγαπάμε.

-Και, εν τέλει σε ποιο Γκοντό πρέπει να πάψουμε να ποντάρουμε;

Δεν ξέρω. Πάντα ποντάρουμε σε έναν Γκοντό. Αλλά, μιας και οι εξελίξεις στο παγκόσμιο σκηνικό είναι ραγδαίες σε όλα τα επίπεδα, τόσο που δεν τις προλαβαίνουμε, θα προτιμούσα να μην ποντάρω σε εκείνο τον Γκοντό που θα με αναγκάσει να πω στον αγγελιαφόρο του «Σώσε μόνο εμένα. Τ’ ακους; Κι ας πεθάνουν οι άλλοι».

Photo Credit Κεντρικής εικόνας θέματος: Τατιανα Νικολαΐδου

Διαβάστε επίσης:

Περιμένοντας τον Γκοντό, του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα