Κριτική Θεάτρου από την Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Πηγαίνοντας στην Επίδαυρο είχα μεγάλη περιέργεια για το τι θα συναντήσω. Οι «Φοίνισσες» δεν παρουσιάζονται συχνά. Πώς ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος διαχειρίστηκε το πολύπτυχο υλικό του κειμένου που ανήκει στα μεγαλύτερα σε έκταση έργα του Ευριπίδη; Η αυτοθυσία για το κοινό καλό, η απείθεια στη βασιλική διαταγή, η γυναικεία λογική ενάντια στον ανδρικό εγωισμό, η (δια)φθορά της εξουσίας, η διχόνοια είναι λίγα μόνο από τα θέματα που θίγονται στο κείμενο.

Ο μυθικός μίτος ξεκινά από παλιά καθώς στο έργο πρωταγωνιστεί ο Οίκος των Λαβδακιδών. Όπως στους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, έτσι και στις «Φοίνισσες» παρακολουθούμε τους δύο αλληλομισούμενους αδελφούς, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη να προβαίνουν σε μάχη σώμα με σώμα διεκδικώντας το θρόνο της Θήβας.

Επιδίδονται σε αγώνα λόγου κατόπιν παρότρυνσης της μητέρας τους. Η αντιπαράθεσή τους δεν έχει στόχο την επίλυση των διαφορών (αν και αυτό ήταν το ζητούμενο της Ιοκάστης), αλλά την υπεράσπιση (και την κατίσχυση) των εδραιωμένων απόψεων που έχουν, τις οποίες ως το τέλος υποστηρίζουν ακλόνητα. Αυτό είναι ένα καίριο σημείο του έργου διότι ψέγεται ευθέως η αρχομανία (φιλοτιμία) ενώ εξαίρεται η ισότητα.

Η σκηνική μεταφορά έγινε λιτά και φιλολογικά: οι ηθοποιοί Αργύρης Ξάφης (Ετεοκλής) και Θάνος Τοκάκης (Πολυνείκης) κράτησαν τη σκηνή σε χαμηλά επίπεδα δίνοντας προσγειωμένες ερμηνείες, αρθρώνοντας τον ευριπίδειο λόγο καθαρά και προτρέποντας τον θεατή να δώσει έμφαση στην ουσία των λεγομένων. Αν και αυτή η ρητορική παρέκβαση του Ευριπίδη είναι αποκομμένη από την δράση, ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος (με βοηθούς τις Εύη Νάκου και Έλενα Αντωνοπούλου) κατάφερε να της δώσει παλμό και οργανική θέση μέσα στην παράσταση.

Ο Πολυνείκης με την αρωγή του βασιλιά του Άργους Αδράστου, πολιορκεί την ίδια του την πατρίδα. Από τα τείχη της πόλης η μικρή του αδελφή Αντιγόνη, παρακολουθεί τα στρατεύματα μαζί με τον Παιδαγωγό της. Η εν λόγω τειχοσκοπία που ερείδεται στο ιλιαδικό πρότυπο (Ελένη-Πρίαμος) παρουσιάστηκε από την Λουκία Μιχαλοπούλου (Αντιγόνη) και τον Κώστα Μπερικόπουλο (Παιδαγωγός) όπως έπρεπε, αφού υπογράμμισαν άρτια την ιδιαίτερη αφηγηματική δομή της σκηνής: δεν είναι τόσο η παρουσίαση των στρατευμάτων, αλλά η σκιαγράφηση του ήθους της Αντιγόνης. Η Λ. Μιχαλοπούλου υποδύθηκε με ακρίβεια τη φιλοπερίεργη και αθώα Αντιγόνη και ο Κ. Μπερικόπουλος υποβοήθησε στο να διευκρινιστεί ο στόχος της σκηνής. Η Αντιγόνη των «Φοινισσών» ξεκινά ως ανυποψίαστη νεάνις και στο τέλος μετατρέπεται σε δυναμική και άφοβη γυναίκα. Η Λ. Μιχαλοπούλου κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στους δύο πόλους.

Ο Τειρεσίας (Αλέξανδρος Μυλωνάς) ανακοινώνει πως για να σωθεί η πόλη θα πρέπει να θυσιαστεί ο Μενοικέας (Βασίλης Ντάρμας), γιος του Κρέοντα (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης): θαυμάσια στιγμή της παράστασης φτιαγμένη με φωτιστική και ερμηνευτική δεξιοτεχνία. Ο Τειρεσίας ταλαιπωρημένος από το δρόμο αλλά και από το άχθος που του φορτώνει μια κακή είδηση, μεταφέρθηκε από τον Αλέξανδρο Μυλωνά με προσοχή και ακρίβεια. Ο Κρέοντας αρνείται να θυσιάσει το γιο του και προσπαθεί να τον φυγαδεύσει. Ειρήσθω εν παρόδω, ο ερχομός του μάντη εξ Αθηνών υπενθυμίζει στον θεατή τη θυσία των θυγατέρων του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα προς όφελος της πόλης, πράγμα που τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Θήβα, αφού η δεύτερη λειτουργεί ιδιοτελώς.

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης έπλασε έναν Κρέοντα ανθρώπινο, πιο μικρό, πιο ευάλωτο. Η ερμηνεία του δεν θυμίζει σε τίποτα τον σοφόκλειο ανάλγητο Κρέοντα. Εδώ ο Κρέων υπακούει στην επιθυμία του Ετεοκλή να μην ταφεί ο Πολυνείκης, αλλά αρνείται να θυσιάσει το παιδί του για να νικήσει η πόλη. Στη σκηνή λοιπόν είδαμε έναν πατέρα κι έναν εκτελεστή – εντολοδόχο.

Από την άλλη ο Μενοικέας με την καθαρότητα και την τόλμη του νέου ανθρώπου δέχεται να προσφέρει τη ζωή του για το καλό της Θήβας. Ο Β. Ντάρμας με την ερμηνεία του θύμισε πως η αυτοθυσία του Μενοικέα έχει ως δραματουργικό στόχο να αποκαταστήσει τις ισορροπίες και να καταδείξει την ύπαρξη αγνού πατριωτισμού και αλτρουισμού που δεν έχει διαβρωθεί από τη φιλαρχία.

Ο θάνατος του Μενοικέα δεν έπληξε μονάχα τον πατέρα του, αλλά και την θεία του την Ιοκάστη, αφού εκείνη τον θήλαζε όταν ήταν μωρό. Η Ιοκάστη της Μαρίας Κατσιαδάκη έφερε τον πόνο της μητέρας που βλέπει τα παιδιά της να αλληλοσπαράζονται. Η ερμηνεία της ειλικρινής και βαθιά. Επιπλέον το μωβ φόρεμα που φορούσε υποδήλωνε πως νοιάζεται εξ ίσου και για τους δύο γιους της (ο Ετεοκλής φορούσε μπλε και ο Πολυνείκης κόκκινο – τα δυο χρώματα μαζί δίνουν μωβ).

Ο σύζυγος και τέκνο συγχρόνως της Ιοκάστης, ο Οιδίποδας, όντας εντελώς παραδομένος στη μοίρα του υπακούει στην εντολή του Κρέοντα και δέχεται να εξοριστεί αποφεύγοντας τις ικεσίες. Η είσοδος του Δημήτρη Παπανικολάου στη σκηνή ήταν εξαιρετική δίνοντας εξ αρχής το στίγμα του ρόλου του που επέβαλλε μια παθητικότητα απέναντι στα τεκταινόμενα.

Ο αγγελιαφόρος του Γιώργου Γλάστρα ερμηνεύθηκε στατικά οπότε το συγκινησιακό φορτίο του μονολόγου του μεταφέρθηκε κυρίως μέσω του χορού.

Συχνά εμφανιζόταν πάνω στο παλάτι η Σφίγγα (Σεσίλ Μικρούτσικου) δίχως να μιλά. Στεκόταν εκεί σαν μια ένδειξη του κακού. Σαν μια υπενθύμιση ότι το τέλος τής ανήκει και ετοιμάζεται να στραγγαλίσει όποιον σχετίζεται με το καταραμένο γένος του Οιδίποδα.

Οι «Φοίνισσες» είναι έργο στο οποίο δύσκολα μπορεί να διακριθεί ένα μόνο πρωταγωνιστικό πρόσωπο. Ωστόσο στην φετινή παράσταση του Εθνικού Θεάτρου αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής ήταν ο χορός. Καταπληκτικές οι κοπέλες της Φοινίκης: Νεφέλη Μαϊστράλη, Ζωή Μυλωνά, Ελπίδα Νικολάου, Σταύρια Νικολάου, Κατερίνα Παπανδρέου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ελίνα Ρίζου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θάλεια Σταματέλου και Στυλιανή Ψαρουδάκη.

Οι καλοκουρδισμένες φωνές τους με τη μουσική διδασκαλία της έμπειρης Μελίνας Παιονίδου πάνω στην εκπληκτική μουσική του Θοδωρή Οικονόμου δημιούργησαν ένα απολαυστικό ακουστικό σύνολο. Εξίσου ικανοποιητική ήταν η εκτέλεση της χορογραφίας που έφτιαξε η Αμάλια Μπένετ σε συνεργασία με την Αντιγόνη Γύρα.

Ο Λευτέρης Παυλόπουλος έντυσε φωτιστικά την παράσταση με έξυπνο και ιδιαίτερα καλαίσθητο τρόπο.

Στο κομμάτι της σκηνογραφίας, η Τίνα Τζόκα με βοηθό την Εύα Παπαδουράκη έστησε μία πλατφόρμα σε σχήμα Πι που πάνω της βρισκόταν η πρόσοψη του παλατιού. Η «άδεια» πρόσοψη λειτούργησε ως «πανί» για τις ενδιαφέρουσες βιντεοπροβολές του Αποστόλη Κουτσιανικούλη.

Τα κοστούμια του χορού φτιαγμένα από την Ιωάννα Τσάμη ήταν σε γήινους τόνους ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί φορούσαν έντονα χρώματα. Η ιδέα της χρωματικής αντίθεσης μπορεί να δώσει υπέροχα αποτελέσματα, αλλά εν προκειμένω, λόγω των υφών και των σχεδίων των κοστουμιών δεν καρποφόρησε.

Το μεταφραστικό πόνημα του Νικηφόρου Παπανδρέου αντιμετώπισε το πρωτότυπο με σεμνότητα και μέτρο· διατηρήθηκε η ποιητικότητα αλλά δίχως πολλούς λυρισμούς.

Καταληκτικά θα πω ότι η παράσταση είχε ωραίο ρυθμό και πολύ καλές στιγμές. Υποκριτικά ήταν λίγο άτονη σε ορισμένα σημεία αλλά αυτό θα μπορούσε να περάσει ως αισθητική επιλογή υποστηρίζοντας πως δόθηκε προτεραιότητα στο κείμενο – που δυστυχώς λίγες φορές ακούγεται στο θέατρο. Ελπίζω μετά την παράσταση του Γιάννη Μόσχου να πάρουν σειρά κι άλλοι σκηνοθέτες αφού όπως αποδείχθηκε πρόκειται για ένα έργο με μεστότητα και πολλούς θύλακες θεατρικότητας.

Διαβάστε επίσης:

Φοίνισσες του Ευριπίδη, από το Εθνικό στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου | O Γιάννης Μόσχος και ο Αργύρης Ξάφης μιλούν για το έργο «Φοίνισσες»