Η έκθεση Αgainst Happycracy αποτελείται από σχέδια, μια installation, μια performance και μια video installation σε τρεις οθόνες όπου προβάλλονται τα βίντεο που γύρισε ο καλλιτέχνης κατά τη διάρκεια της καραντίνας στον κήπο του στο Λονδίνο, με φύλλα και σαλιγκάρια, όπου τρείς διαφορετικοί Άμλετ, του Σαίξπηρ, του Μάρκ Τουέιν και του Χάινερ Μίλερ, αλληλοδιαπλέκονται, και βρίσκουν τη σύνδεση τους με τον Μάκμπεθ και το Brexit, αλληγορία που ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί για να τονιστεί η δυστοπική εποχή των ερειπίων που διανύουμε. Το έργο ολοκληρώθηκε με τα γυρίσματα πρόσφατα στην Tate Britain του Λονδίνου με τον Damien Rayne και την Rachel Lloyd και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τη βοήθεια της Άννας Καφέτση. Στην performance τη μέρα των εγκαινίων, ο καλλιτέχνης θα συνομιλήσει live με τα βίντεο σαν να πρόκειται για ένα μονόλογο διάλεξη πάνω στο θέατρο, τη φιλοσοφία και τη θνησιμότητα φορώντας και αλλάζοντας στο πρόσωπό του μάσκες από ζωντανά υλικά που θα οδηγήσουν σε σκηνικό παραλήρημα. «Να ζει κανείς ή να μην ζει; αυτό είναι το δίκοπο μαχαίρι / Αυτό κάνει την καταστροφή να διαρκεί τόσο πολύ./ Γιατί, για ποιο λόγο θα αντέχαμε να καρτερούμε το δάσος του Birnam να περπατήσει μέχρι το στο Dunsinane/ Ενώ ο φόβος του αν θα ζούμε μετά θάνατον να δολοφονεί την αθωότητα του ύπνου μας, αυτή τη δεύτερη πορεία της μεγάλης μας φύσης». Το κείμενο του Μάρκ Τουέιν (η μετάφραση του Φ. Τσιτσόπουλου) από τα αγγλικά, όπως και όλη η performance που επιλέγει σαν γλώσσα τα Ελληνικά, τα Αγγλικά και τα Ισπανικά κείμενα, βρίσκει τη κομβική φράση από τον μονόλογο του Άμλετ στο έργο ‘Η μηχανή Άμλετ’ του Χάινερ Μίλερ λέγοντας: «Το δράμα μου έχει ματαιωθεί». Η «Μηχανή Άμλετ» παράγει ερωτήματα και αδιέξοδα. Η ψευδαίσθηση της κανονικότητας και οι αυταπάτες της μοίρας του Άμλετ με φόντο την ηθική και ανθρωπιστική κατάρρευση της Ευρώπης. Απέναντι στον ζόφο, η Τέχνη —φιλοσοφώντας με τον ιδιαίτερο τρόπο της, άλλοτε λυρικό και άλλοτε σπασμωδικά ατίθασο, ακατάτακτο— παρέχει την παρηγορία της «άλλης φωνής», στήνοντας (έστω νοερά) έναν άλλο χώρο, συγκροτώντας (έστω φαντασιακά) έναν άλλο χρόνο, που μας προτρέπουν να αναστοχαστούμε την καθημερινή πραγματικότητα. Ανατροπή σε κείμενα και ήρωες.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ανάμεσα στα σχέδια και τις φωτογραφίες της έκθεσης, τα βίντεο και την περίρρανες θα μπορέσουμε να δούμε το απομεινάρι του Μεγάλου Δάσους του Μπίρναμ να στέκεται ακόμη όρθιο στις βίντεο προβολές, ένας μοναχικός βετεράνος ενός δάσους που κάποτε ήταν το καμάρι των βασιλιάδων της Σκωτίας, ένα δέντρο από τα τέλη του 1500, που φημολογείται ότι ο Σαίξπηρ επισκέφθηκε τη Σκωτία κατόπιν αιτήματος του Ιακώβου ΣΤ’. Ο Σαίξπηρ περπάτησε στο δάσος του Birnam και βρήκε έμπνευση για ένα νέο έργο.

Γνωρίζουμε την ιστορία του “Μάκβεθ” του Σαίξπηρ, σκοτεινή και συναρπαστική τραγωδία που εκτυλίσσεται τον 11ο αιώνα, στην οποία ένας τρελός για την εξουσία Σκωτσέζος στρατηγός έχει μια θυελλώδη συνάντηση με τρεις μάγισσες και στη συνέχεια διαπράττει τον έναν φόνο μετά τον άλλο σε μια φανατική αναζήτηση του σκωτσέζικου θρόνου.

Προς το τέλος, καθηλωμένος στο φρούριο του στο Ντανσινάιν, ο Μάκβεθ παρηγορείται με την ιδέα ότι είναι ανίκητος. Μάγισσες και αμφισημίες για δέντρα που σηκώνονται και περπατούν μόνα τους. Αν αυτό ήταν σημάδι του επικείμενου θανάτου του, τότε δεν επρόκειτο ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο.

Αγγελιοφόρος:

“Καθώς στέκομαι στη σκοπιά μου πάνω στο λόφο,
κοίταζα προς το Μπίρναμ, σκέφτηκα..,
Το δάσος άρχισε να κινείται.”

Μάκβεθ:

“Αν λες ψέματα,
Στο επόμενο δέντρο θα κρεμαστείς ζωντανός,
Μέχρι να σε πιάσει η πείνα. Αν ο λόγος σου είναι ψεύτικος..,
δεν με νοιάζει αν θα το κάνεις για μένα.
Παίρνω απόφαση και αρχίζω…
να αμφιβάλλω για την αμφισημία του δαιμόνων.

Πράξη V, Σκηνή V

Ο Φίλιππος Τσιτσόπουλος γράφει για την έκθεση Αgainst Happycracy:

Μια stand up τραγωδία σε μορφή τρικάναλης video installation με διάλεξη και παράσταση performance, με αντικείμενα, μάσκες, και θεατρικά αποσπάσματα πάνω στο θαύμα, την τρέλα, την υποχρεωτική κατάργηση της μοναξιάς και το ναυάγιο της ύπαρξης

“Δεν είναι όλη η τρέλα ιερή. Δεν δημιουργεί κάθε χάος μια αρμονική τάξη. Δεν προαναγγέλλει το κάθε αίμα μια γέννηση ή μια νίκη.

Δεν οδηγεί πάντα ο έρωτας σε μια μυστική φωτιά της συνεύρεσης. Σε όλα τα κρασιά δεν ταξιδεύει πάντοτε ένας εμπνευσμένος θεός.

Δεν είναι το κάθε χρώμα ζωγραφική. Δεν είναι το κάθε βουνό ο Όλυμπος.

Υπάρχει μια σημαντική διάκριση ανάμεσα σε εκείνους τους ραψωδούς που τα έργα τους είχαν την προέλευσή τους σε μια εμπνευσμένη τρέλα και σε εκείνους, τους άλλους, που συνθέτουν τους στίχους τους με βάση το αξίωμα και την αφιέρωση τους στη Τέχνη τους.

Το ίδιο ισχύει και για τους ζωγράφους: υπάρχουν επαγγελματίες, μεθοδικοί και αποτελεσματικοί, αλλά υπάρχουν και ένα άλλο είδος ζωγράφοι, αυτοί που είναι “μοιραίοι”, αυτοί που μόλις και μετά βίας μπορούν να ελέγξουν τις ορμές που καθοδηγούν τις πράξεις τους, ελάχιστα λογικοί, χωρίς να αναζητούν στην τέχνη έναν άλλο ορίζοντα ή ένα βραβείο, και προτιμούν να συνεχίσουν να διψούν, να παραμείνουν άρρωστοι της επιθυμίας να διεισδύσουν σε αυτή την ανείπωτη επιφάνεια που είναι γι’ αυτούς η τέχνη, και να επιστρέψουν κρατώντας ένα τσαμπί από παράξενα αγκάθια, επικαλώντας την ομορφιά όταν η φρίκη δεν τους είναι άγνωστη, να τραγουδούν στην εύθραυστη βάρκα της ύπαρξής τους, όταν, όχι πολύ μακριά, τα μεγάλα καράβια με όλα όσα αγαπήσαμε, καίγονται σε κρεβάτια ερήμωσης. Να γελάμε ατενίζοντας τη κόλαση. Αυτό δεν είναι που μας προτείνει η τέχνη μερικές φορές;

Ένα έργο τέχνης είναι μια λίμνη εν θερμώ, ένα αυλάκι γεμάτο από όλα όσα δεν είμαστε σε θέση να αναφέρουμε χωρίς να τρέμουμε.

Ένα έργο τέχνης είναι μια φωτιά φτιαγμένη από χαμένους αμπελώνες, από ναυαγισμένα όνειρα, από μαύρο γάλα που κρατιέται στοργικά στην αγκαλιά της νύχτας.

Ένα έργο τέχνης είναι αυτό που μας προειδοποιεί από την περιπλάνηση του μυαλού μας και είναι η μουσική που μπορεί να συνθέσει η αγωνία μας, ενώ η καθημερινότητά μας κοροϊδεύει την πτήση μας μπερδεύοντας τις ώρες μας.

Ας τραγουδήσουμε στο εύθραυστο καράβι της ύπαρξής μας, ας βάλουμε το καράβι αυτό στη θάλασσα μας, τη ζωγραφική της ύπαρξής μας….”