Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809 από γονείς ηθοποιούς. Πριν καν φτάσει την ηλικία των δύο ετών, οι γονείς του πέθαναν, και εκείνος κατέληξε στο Ρίτσμοντ, στο σπίτι του εμπόρου Τζων Άλλαν, που όμως δεν διατηρούσαν καλές σχέσεις και επέλεξε να μην τον υιοθετήσει. Ο πατριός του, άλλωστε, τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, επειδή δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά του. Το 1831 ο Έντγκαρ αποβλήθηκε από την Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, προκαλώντας σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον πατριό του.

Δούλεψε για ένα μεγάλο διάστημα σε διάφορες εφημερίδες, καταφέρνοντας να θεωρηθεί ένας έγκυρος κριτικός. Το Κοράκι και άλλα ποιήματα κυκλοφόρησε το 1845 και τον καθιέρωσε αμέσως ως συγγραφέα. Το 1836 παντρεύτηκε τη δεκατετράχρονη εξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε από φυματίωση έντεκα χρόνια αργότερα. Ο ίδιος πέθανε στις 7 Οκτωβρίου του 1849, αλκοολικός και οπιομανής.  Τάφηκε δίπλα στην αγαπημένη του Βιρτζίνια στη Βαλτιμόρη, όπως το επιθυμούσε.

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε θεωρείται ως μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές προσωπικότητες του αμερικανικού ρομαντισμού, καθώς τα διηγήματα του καινοτόμησαν στο είδος. Μπορεί να ονομαστεί ακόμα ως πατέρας της αστυνομικής λογοτεχνίας και υπέρμαχος του αποκρυφισμού με απόπειρες που θα εκληφθούν ως προπομποί της επιστημονικής φαντασίας. Έγραψε διηγήματα μυστηρίου και ιστορίες τρόμου που επηρέασαν βαθιά την παγκόσμια λογοτεχνία, ενώ τα ποιήματά του, τα οποία μεταφράστηκαν στη Γαλλία από τον Μπωντλαίρ, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους ευρωπαίους συμβολιστές.

Από το βιβλίο Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας (εκδ. «Γνώση») παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα του διηγήματος Ο μαύρος γάτος:

Παντρεύτηκα νέος και χάρηκα σαν είδα πως η γυναίκα μου συμμεριζόταν τα αισθήματά μου για τα ζώα. Βλέποντας την αδυναμία μου γι’ αυτά, δεν έχανε καμιά ευκαιρία για ν’ αποκτήσουμε μερικά από τα πιο συμπαθητικά. Είχαμε πουλιά, χρυσόψαρα, έναν ωραίο σκύλο, κουνέλια, μια μικρή μαϊμού κι ένα γάτο.

Αυτός ο γάτος ήταν ένα πολύ μεγάλο και ωραίο ζώο, κατάμαυρος κι εξαιρετικά έξυπνος. Οταν μιλούσε για το γάτο η γυναίκα μου, που κατά βάθος ήταν αρκετά προληπτική, ανέφερε συχνά την παλιά λαϊκή ιδέα πως όλες οι μαύρες γάτες ήταν μεταμορφωμένες μάγισσες. Οχι πως το ‘λεγε στα σοβαρά – και αν κάνω λόγο γι’ αυτό το ζήτημα, είναι μόνο και μόνο γιατί έτυχε να το θυμηθώ τούτη τη στιγμή.

Ο Πλούτων – αυτό το όνομα είχε ο γάτος – ήταν ο αγαπημένος μου κι ο σύντροφός μου. Εγώ μονάχα τον τάιζα, κι όπου κι αν πήγαινα μέσα στο σπίτι, ερχόταν από πίσω μου. Και με δυσκολία τον εμπόδιζα να με ακολουθεί και στο δρόμο.

Αυτή η φιλία μας κράτησε πολλά χρόνια, και σ’ αυτό το διάστημα η ιδιοσυγκρασία μου και ο χαρακτήρας μου – μέσω του σατανά, που είναι το πιοτό – είχαν πάθει (κοκκινίζω από την ντροπή μου που το λέω) μια ριζική μεταβολή προς το χειρότερο. Μέρα με τη μέρα γινόμουν πιο ιδιότροπος, πιο ευερέθιστος, πιο αδιάφορος για τα αισθήματα των άλλων. Υπέφε­ρα κι εγώ ο ίδιος που μιλούσα στη γυναίκα μου με κακό τρόπο. Στο τέλος, χειροδικούσα κιόλα πάνω της. Φυσικά, και τα ζώα που είχαμε στο σπίτι ένιωσαν τον αντίκτυπο αυτής της μεταβολής στο χαρακτήρα μου. Οχι μόνο τα παραμελούσα, τα κακομεταχειριζόμουν κιόλα. Τον Πλούτωνα, ωστόσο, τον είχα ακόμα σε αρκετή υπόληψη κι απόφευγα να τον κακομεταχειριστώ, ενώ δεν είχα κανέναν ενδοιασμό για τα κουνέλια, για τη μαϊμού, ακόμα και για το σκύλο, όταν τυχαία ή από αγάπη βρίσκονταν στο δρόμο μου. Αλλά η αρρώστια μου χειροτέρευε – κακή αρρώστια το αλκοόλ! – και στο τέλος ακόμα και ο Πλούτων, που γερνούσε τώρα, και όπως είναι επόμενο, είχε γίνει κάπως δύσκολος – ακόμα και ο Πλούτων άρχισε να δοκιμάζει τα αποτελέσματα της αναποδιάς μου.

Μια νύχτα, που γύρισα στουπί στο μεθύσι από ένα γύρο που είχα κάνει στις ταβέρνες, μου φάνηκε πως ο γάτος με απόφευγε. Τον έπιασα με το ζόρι, εκείνος τότε τρόμαξε και με δάγκωσε ανάλαφρα στο χέρι. Δαιμονίστηκα απ’ το κακό μου. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήμουν πια ο εαυτός μου. Λες και η καθαυτό ψυχή μου πέταξε και παράτησε το σώμα μου, και μια περισσότερο κι από διαβολική μοχθηρία, θρεμμένη με τζιν, διαπέρασε το κάθε μόριο του κορμιού μου. Εβγαλα από το γιλέκο μου ένα σουγιά, τον άνοιξα, άδραξα το δυστυχισμένο ζώο από το λαιμό και του ξερίζωσα το ένα μάτι. Ντρέπομαι, καίγο­μαι, ανατριχιάζω γράφοντας αυτή τη φρικαλέα πράξη.

Σαν επίλογο σας παραθέτουμε το αγαπημένο μας ποίημα του Άναμπελ Λη, που αξίζει να ακούσετε στην πρώτοτυπη αγγλική του έκδοση εδώ, αλλά σας παραθέτουμε και την μετάφραση του:

Χρόνια πολλά περάσαν από τότε,
σ’ ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
που κάποια κόρη ζούσε, τ’ όνομά της
Άναμπελ Λη, θα το ‘χετ’ ακουστό.
Κι η κόρη αυτή μονάχην είχε σκέψη
να μ’ αγαπά και να την αγαπώ.

Ήμαστ’ ακόμα δυο μικρά παιδάκια,
σ’ ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό:
Μα ήταν τρανή η αγάπη που αγαπιόμαστε-
η ‘Αναμπελ Λη κι εγώ. Στον ουρανό
τα φτερωμένα Σεραφείμ, που μας ζηλεύανε,
μας κοίταζαν με μάτι φθονερό.

Κι ήταν γι’ αυτό -περάσανε πια χρόνια-
που στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
κατέβηκε απ’ τα νέφη στην ωραία μου
‘Αναμπελ Λη, ψυχρό, θανατερό
τ’ αγέρι κι οι μεγάλοι συγγενήδες της
τη πήραν και μ’ αφήσαν μοναχό,
σ’ ένα μνημούρι μέσα να τη κλείσουνε
στη χώρα τούτη δίπλα στο γιαλό.

Οι άγγελοι που δεν είχαν τη δική μας
την ευτυχία, ζηλέψαν και γι’ αυτό-
Ναι! Και γι’ αυτό (καθώς το ξέρουν όλοι
μες στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό),
Τ’ αγέρι από τα νέφη κάποια νύχτα
κατέβηκε ψυχρό, θανατερό
και μ’ άρπαξε τον ώριο θησαυρό.

Κι από των πιο σοφών και πιο μεγάλων
η αγάπη μας τρανότερη πολύ-
κι ούτ’ οι αγγέλοι πάνω στα ουράνια
κι ουτ’ οι δαιμόνοι κάτω απ’ το βαθύ
Ωκεανό μπορούνε τη ψυχή μου
να τη χωρίσουν διόλου απ’ τη ψυχή
της ωραίας μου ‘Αναμπελ Λη.

Γιατί ποτέ δε βγαίνει το φεγγάρι
χωρίς ονείρατα γλυκά να μου κρατεί
της ωραίας μου ‘Αναμπελ Λη.
Και πάντα, όταν προβάλλουνε τ’ αστέρια,
νιώθω και πάλι τη ματιά τη λαμπερή
της ωραίας μου ‘Αναμπελ Λη.
Κι όλη τη νύχτα δίπλα μου τη νιώθω,
συντρόφισσα μου, αγάπη μου ακριβή
μέσα στον τάφο δίπλα στην ακτή
που του πελάου το κύμα αντιλαλεί. (Μετάφραση: Κ. Παπαδάκης)