Η «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά συνέβαλε σε μια περαιτέρω συμφιλίωση του αρχαίου δράματος με τη λογική του κλειστού χώρου, καθώς αποδέσμευσε μια άλλου τύπου ερμηνευτική ενέργεια και ξεδίπλωσε μια άγνωστη παλέτα εκφραστικών μέσων ως προς την απόδοση του ποιητικού λόγου, των ψυχολογιών και των συγκρούσεων. Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός φαίνεται να ελκύεται σε ψυχολογικές παρατηρήσεις, εξ ου και συχνά στις σκηνοθετικές του απόπειρες χρησιμοποιεί ως μεθοδολογικό εργαλείο την ψυχανάλυση. Το γεγονός αυτό, βέβαια, πέρα από την πρόκληση της καταβύθισης στις σκοτεινές περιοχές μιας δραματουργίας, ενέχει και τον κίνδυνο να μετατρέψει τη σκηνή σε ανατομείο έργων και προσώπων, στερώντας τη δημιουργική αθιβολή, την αμφισημία, τον διερευνητικό αναστοχασμό ακόμα και την ίδια την καλλιτεχνική αύρα. Από την άλλη, αναφορικά με το αρχαίο δράμα, είναι αλήθεια ότι δεν έχει διαφανεί προσώρας μια δυναμική χειραφέτησή του από όλη εκείνη τη αναγνωρίσιμη σημειολογία μέσω της οποίας επανασυστήνεται σκηνικά. Παρόλα αυτά, η «Μήδεια» διήλθε τις συμπληγάδες, κατορθώνοντας να δώσει έναν τόνο ουσιαστικής οικονομίας ως προς τα ερμηνευτικά εργαλεία και να δημιουργήσει ένα αντηχείο, μέσω του οποίου μπόρεσαν να αρθρωθούν με καθαρότητα οι συλλογισμοί τόσο του ποιητή όσο και του σκηνοθέτη.

Η περίπτωση της «Έντας Γκάμπλερ» που πήρε τη σκυτάλη από τη «Μήδεια» έρχεται προς επίρρωση των ανωτέρω. Εάν, για μια ακόμα φορά, επιδίωξη της ομάδας «Terra intima» ήταν μια ψυχαναλυτική σκηνική πραγματεία, το ιψενικό αριστούργημα δεν φάνηκε να στερείται -ούτε κατ’ελάχιστον- την ικμάδα της αρχιτεκτονικής του, ενώ, την ίδια στιγμή, η πινακοθήκη των προσώπων φάνηκε να προστατεύεται με ιδιαίτερη μέριμνα από τους ιστούς μιας εμβριθούς και λεπτουργικής θεατρικής τεχνικής. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της σκηνοθετικής προσέγγισης συμπυκνώθηκε σε μια επιδέξια ταλάντωση ανάμεσα σε ό, τι θα παρέπεμπε στην τυπική ανάγνωση ενός ιψενικού κοινωνικού έργου και σε αντανακλάσεις που ανακαλούν κάτι από πιο κατοπινές μορφές δράματος. Αυτή η έλλειψη στατικότητας, η απόσυρση του δημιουργήματος του Ίψεν από το κάδρο μιας ερμηνευτικής αρχαιολογίας διαμόρφωσε μια πάλλουσα και ζωτική σκηνική συνθήκη. Και είναι ίσως από τις λίγες περιπτώσεις που στα μάτια του κοινού αιτιολογείται πλήρως η αυτοκτονία της Έντας Γκάμπλερ στο τέλος του έργου.  Η ερμηνεία της Τζούλης Σούμα στον ομώνυμο ρόλο, ακολουθώντας όλη εκείνη την αποδομητική πορεία μιας στάσης ζωής που οικοδομείται επάνω στα θεμέλια του νευρωτισμού, τού ναρκισσισμού, της κενότητας, της υστεροβουλίας και της χειραγώγησης αποδεικνύεται ανατριχιαστικά ακτινογραφική και ανάγλυφη. Η Έντα Γκάμπλερ της κινείται «έρποντας», μαζί γλυκά, τρυφερά και δηλητηριωδώς, ανάμεσα στον κοινωνικό της περίγυρο, καταλήγοντας στο τέλος μια τραγικοκωμική φιγούρα -έτσι όπως ενδεχομένως θα ήθελε να την δει και ο ίδιος ο συγγραφέας- να πελαγοδρομεί στην απορία, στην απόγνωση και στην αδυναμία, καθώς έχει πλήρως απορφανιστεί από τα πολύτιμα όπλα της. Αλλά και ο Γιόργκεν Τέσμαν του Δημήτρη Γεωργαλά με τις ευδιάκριτες πτυχές μιας ανδρικής φύσης όχι και τόσο καθαρόαιμης κατά τις παραδοσιακές αντιλήψεις στέκεται με σθένος και σεβασμό στο ύψος της γραφής του μεγάλου Νορβηγού. Ξεχωριστή παρουσία ο Έιλερτ Λέβμποργκ του Βαγγέλη Παπαδάκη που ακολουθεί ένα κρεσέντο βραδυφλεγές και αποκαλυπτικό των συγκρουόμενων αποχρώσεων που σοβούν στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εξίσου στιβαρή και με σκηνικό ένστικτο η Μαργαρίτα Βαρλάμου ερμηνεύει με κλιμάκωση, σκηνική σύνεση και εσωτερική παρατήρηση, αποκρυσταλλώνοντας με μεστή τεχνική τον χαρακτήρα της Τέα Έλβστεντ. Συγκροτημένη και θωρακισμένη από μια στέρεη mentalité η Τζούλια Τέσμαν της Λένας Φραγκούλη και με αφοπλιστική αφαίρεση, ικανή να διαγράψει τη συναισθηματική αδράνεια, ο εκπρόσωπος των ανειμένων ηθών, δικαστής Μπρακ, του Νίκου Δερτιλή

Τέλος, δύο στοιχεία εξόχως προσεγμένα: ο ενδυματολογικός κώδικας από τον Δημήτρη Ντάσιο, που κινήθηκε υπερχρονικά, προκειμένου το κοστούμι του να αποδώσει τις ιδέες, το ιδιαίτερο φορτίο που φέρει κάθε προσωπικότητα και το «φωτογραφικό αρνητικό» του μύχιου κόσμου των χαρακτήρων και η πρωτότυπη μουσική των DNA (Αλέξανδρος Χρηστάρας, Μιχάλης Νιβολιανίτης) που έδωσαν ηχητικό σαρκίο στην ατμόσφαιρα, δημιουργώντας στην ουσία έναν μουσικό επιθανάτιο ρόγχο.

Διαβάστε επίσης: 

Έντα Γκάμπλερ, του Ερρίκου Ίψεν σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά στο Bios