Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον Αίαντα το 1969. Μεταξύ των αρχαιόθεμων έργων του, ο Αίας βασίζεται στην ομώνυμη Σοφόκλεια τραγωδία. Ο Αίας, ο πιο γενναίος από τους Έλληνες πολεμιστές, οδηγείται στην τρέλα, όταν παίρνει ο Οδυσσέας τα όπλα του Αχιλλέα, αντί του ίδιου. Ο Ρίτσος εμπνευσμένος από τον μύθο, πλάθει έναν σύγχρονο ήρωα, έναν άνθρωπο που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μοίρα, τις επιλογές, τα λάθη και εν γένει, την ίδια τη ζωή του. Ο Αίας του Ρίτσου αναλογίζεται τη σημασία της ζωής και θυμάται όλα όσα έζησε, ενώ βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου του. Στοχαστικός, ζυγίζει τα σημαντικά από τα ασήμαντα σε έναν κόσμο στον οποίο «Μονάχα ο θάνατός μας είναι του καθενός μας ο ίσος. Όλα τ’ άλλα πρόχειρη λάμψη, συμβιβασμοί, προσχήματα, εθελοτυφλίες».

Η παράσταση:

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου γνωρίζει καλά τον Γιάννη Ρίτσο. Έχοντας συναντηθεί σκηνικά επανειλημμένες φορές με τη γραφή του ποιητή, τόσο ως σκηνοθέτης, όσο και ως ηθοποιός, δύναται να δώσει με επιτυχία ζωή και ανάσα στην ποιητική γραφή του Ρίτσου, η οποία εμπνεύστηκε από τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες.

Στην συγκεκριμένη παράσταση, ο ήρωας είναι ένας καθημερινός, λαϊκός άνθρωπος, όπως υπογραμμίζει και η μουσική η οποία συνοδεύει τον ήρωα καθόλη την διάρκεια της παράστασης. Ο ήχος του μπαγλαμά, ο οποίος ακούγεται, υπογραμμίζει την οδύνη, τον πόνο και την απελπισία του ήρωας, ο οποίος πλέον, όπως λέει, «ούτε το θάνατο των άλλων/ ούτε και το δικό μου αποζητώ». Παρατηρητής της ζωής και των ανθρώπων, μετά την μανία του, αναζητά απαντήσεις σε δικά του ερωτήματα. Ο σκηνοθέτης αποτύπωσε γλαφυρά τον ήρωα, ο οποίος φιλοσοφημένος πια μέσα από τα βάσανα και τις τραγωδίες του, δεν επιθυμεί παρά μόνον την ίδια τη ζωή, ενώ βρίσκεται μόλις μιαν ανάσα πριν από το κατώφλι της. Δεν κατάφερε όμως ο Β. Παπαβασιλείου να αποδώσει την τραγωδία, η οποία βρίσκεται στη συνειδητοποίηση αυτού του ρωμαλέου άνδρα, ο οποίος από τον γενναιότερο των πολεμιστών μεταμορφώθηκε στον πλέον δυστυχή. Ως αποτέλεσμα, δεν λειτούργησε ούτε ένα από τα τελευταία σκηνοθετικά ευρήματα, όπου ο ήρωας αφού απεκδύεται των υποδημάτων του περπατάει ξυπόλητος και πορεύεται προς το τέλος του.

Οι ηθοποιοί:

Ο Μανώλης Μαυροματάκης απέδωσε με μοναδικό τρόπο τον πόνο ενός καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος λίγο προτού αφανιστεί οδηγεί στην οδυνηρή συνειδητοποίηση της φθαρτής μας ύπαρξης. Δεν κατάφερε όμως να δημιουργήσει το αντίπαλον δέος του προηγούμενου εαυτού του και να παρουσιάσει τον ατρόμητο Αίαντα, αυτόν ο οποίος κατατροπώθηκε ουσιαστικά από την ίδια του την αλαζονεία. Ως αποτέλεσμα, ο ήρωας που έπλασε ο Μ. Μαυροματάκης ήταν κουτσός, καθώς πάτησε στο ένα μόνον πόδι, παρέχοντας στον θεατή μόνον την εικόνα του ‘τώρα’, αλλά όχι του ‘τότε’. Ο ηθοποιός επίσης ταλανιζόταν υποκριτικά ανάμεσα στη σύγχρονη πραγματικότητα και την αρχαία τραγωδία, αποδυναμώνοντας τον ήρωα του.

Η Γυναίκα της Μάγδας Καυκούλα, καθισμένη σιωπηλή και ακίνητη, ντυμένη στα μαύρα επέτεινε την αίσθηση της επερχόμενης τραγωδίας, ενώ τόνισε τη μοναξιά του ήρωα, αφού δεν συνδιαλλάχθηκε καθόλου μαζί του.

Οι Συντελεστές:

Το σκηνικό του Άγγελου Μέντη ήταν απολύτως λειτουργικό και έντονα σημειολογικά φορτισμένο. Η μαύρη στάχτη, η οποία κάλυπτε τα πάντα, με τις αναποδογυρισμένες καρέκλες, αποδείξεις μιας καταστροφής που είχε ήδη συντελεστεί, συνέτειναν σημαντικά στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που προοιώνιζε την τραγωδία. Τα μαύρα κοστούμια, αποδεικτικά πένθους, συνέβαλαν επίσης στην αίσθηση αυτή.

Η μουσική υπόκρουση (Jan Van Angelopoulos) τόνιζε το χρόνο, σημειώνοντας το σύγχρονο χαρακτήρα της σκηνικής αποτύπωσης του ποιητικού έργου. Θα μπορούσε ωστόσο να ακούγεται λιγότερο προκειμένου να ακουστεί καλύτερα ο ποιητικός λόγος του Ρίτσου.

Συνολικά:

Η παράσταση έφερε στη σκηνή ένα από τα λιγότερο παιγμένα ποιητικά έργα του Γ. Ρίτσου που περιλαμβάνεται στην Τέταρτη Διάσταση. Πρόκειται για ένα υπαρξιακό και λυρικό κείμενο ικανό να αγγίξει τον θεατή. Η σκηνική ανάγνωση του Β. Παπαβασιλείου ήταν ενδιαφέρουσα, φέρνοντας στο προσκήνιο τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης τραγωδίας που διακατέχει το είδος μας. Ωστόσο, αμελήθηκε το δίπτυχο πάνω στο οποίο εδράζεται όχι μόνον ο αρχαιοελληνικός μύθος του Αίαντα, αλλά και το ίδιο το έργο του Ρίτσου, με αποτέλεσμα, ο ήρωας να εμφανιστεί κουτσός, καθώς δεν πάτησε και στα δύο πόδια του: το ένα του ρωμαλέου ήρωα και το άλλο του τρωτού ανθρώπου. Αυτό κόστισε τόσο στο κείμενο, όσο και στο νόημά του.

Διαβάστε επίσης:

Ο ιδιαίτερος μονόλογος «Αίας» του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου στο Φεστιβάλ Στη Σκιά των Βράχων 2023