Το έργο

Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ έγραψε τον Βασιλιά Ληρ το 1605. Το έργο ανήκει στις επονομαζόμενες «τραγωδίες αίματος». Η διπλή πλοκή του (παράλληλα με την ιστορία του Ληρ και των θυγατέρων του, εκτυλίσσεται και η ιστορία του Γκλόσεστερ με τους δύο γιούς του, τον γνήσιο και τον ψεύτικο) το καθιστά δύσκολο κείμενο, τόσο στο θεατρικό ανέβασμά του, όσο και στην κριτική του αποτίμηση. Είναι γεγονός, ότι σε σχέση με τις άλλες «τραγωδίες αίματος» (Οθέλλος, Μάκμπέθ, Άμλετ) περιλαμβάνει ασάφειες και δυσκολίες. Ο Σαίξπηρ στο έργο του αυτό δεν δίνει πληροφορίες ούτε για την γυναίκα του Ληρ, ούτε για τα χρόνια που βασιλεύει, ούτε για το δικό του οικογενειακό παρελθόν. Μοιάζει αυτός ο ήρωας να υπήρξε στην εξουσία από πάντα, ενώ δεν γίνεται κάποια νύξη για το σε ποια ηλικία απέκτησε τις κόρες του και ειδικά την μικρότερη. Επίσης, σε αντίθεση με όλες τις άλλες «τραγωδίες αίματος», ο Βασιλιάς Ληρ λαμβάνει χώρα σε Αγγλικό έδαφος, με το Ντόβερ να κατονομάζεται εν προκειμένω από τον ελισαβετιανό ποιητή.

Ο Ληρ αποφασίζει να αποσυρθεί και να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του, την Γκόνεριλ, την Ρήγκαν και την Κορντίλια. Οι δύο πρώτες δέχονται με χαρά, αφού πρώτα δηλώνουν περίτρανα την αγάπη τους και το σεβασμό τους προς τον πατέρα τους και Βασιλιά. Ικανοποιημένος από την επίδειξη αγάπης των δύο μεγαλύτερων θυγατέρων του, ο Ληρ στρέφεται και προς την τρίτη και μικρότερη κόρη του. Η Κορντίλια όμως του δηλώνει ότι αδυνατεί να του εκφράσει με λόγια τα αισθήματα βαθιάς αγάπης και εκτίμησης που τρέφει για τον ίδιο. Θυμωμένος ο Ληρ την αποκληρώνει μοιράζοντας ισόποσα το μερίδιό της στις δύο μεγαλύτερες αδελφές της. Σταδιακά όμως, ο Βασιλιάς βρίσκεται αντιμέτωπος με την αδιαφορία και περιφρόνηση της Γκόνεριλ και της Ρήγκαν. Ο Ληρ καλείται να συνειδητοποιήσει τον κακό χαρακτήρα των δύο θυγατέρων του, αλλά και να συνειδητοποιήσει την αδικία του προς την Κορντίλια. Είναι όμως πλέον αργά. Οι δύο μεγαλύτερες κόρες πεθαίνουν, αφού πρωτύτερα η Γκόνεριλ έχει δηλητηριάσει την Ρήγκαν και στη συνέχεια αυτοκτονεί, για τα μάτια του Έντμουντ. Έχουν προλάβει όμως να φυλακίσουν τόσο την Κορντίλια, όσο και τον Ληρ. Όταν ο Ληρ τρέχει να προλάβει την μικρότερη κόρη του, μαθαίνει για τον θάνατό της. Πικραμένος και μετανιωμένος, αυτοκτονεί και ο ίδιος.

Η παράσταση

Ο Σταύρος Λίτινας έστησε μια performance, η οποία βασίστηκε στο κείμενο του ελισαβετιανού βάρδου. Η παράσταση, η οποία ειδικά στην έναρξή της θυμίζει εικαστική εγκατάσταση, ξεκινάει ήδη με την είσοδο του κοινού στο χώρο του Arroyo. Εκεί, οι ερμηνευτές, κυκλωμένοι από καπνούς, στέκονταν σαν ιστορικά-καλλιτεχνικά εκθέματα στο μέσον της σκηνής. Ο σκηνοθέτης προσέγγισε το έργο μέσω του χορού, και δή του φλαμένκο, υπογραμμίζοντας τον πολεμικό χαρακτήρα, τόσο περιφερειακά της οικογενειακής τραγωδίας του Ληρ, όσο και ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες κόρες του. Ταυτόχρονα, θέλησε να φωτίσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του ήρωα, κυρίως μέσα από λυρικά μουσικά κομμάτια.

Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Στ. Λίτινας προσπάθησε να αποδώσει το κείμενο χωρίς λόγο, ακολουθώντας όμως πιστά τη δράση, συχνά αποστέρησε από τον καλλιτεχνικό χαρακτήρα της παράστασης, θυμίζοντας περισσότερο βωβή ταινία, παρά performance. Οι ερμηνευτές κλήθηκαν συχνά να αποδώσουν με χειρονομίες τα συναισθήματα και τη διάνοια των ηρώων που ενσάρκωναν. Επίσης, ο λυρισμός της ζωντανής μουσικής με το πιάνο επί σκηνής συχνά επισκιάστηκε από τον εκκωφαντικό θόρυβο του φλαμένκο, καθώς η μικρή και κλειστή αίθουσα του Arroyo γιγάντωνε συχνά τον ήχο.

Οι Ερμηνευτές

Οι ερμηνευτές (Ηλέκτρα Χρυσάνθου, Φανή Δεμέστιχα, Βάσια Κατσιγιάννη, Άνια Βασιλείου, Τζέσικα Καϊμπαλή, Μαρία Μανδραγού, Σταύρος Λίτινας) απέδωσαν με συνέπεια και σαφήνεια τους ρόλους τους. Με εξαιρετική πλαστικότητα αποτύπωσαν, μέσω του φλαμένκο, τα κυριώτερα νοήματα του έργου. Συχνά ωστόσο, ο πλούτος των συναισθημάτων του ελισαβετιανού συγγραφέα έδωσε τη θέση του στην θεατρικότητα της κίνησης. Από τις πιο ωραίες σκηνές της παράστασης η σκηνή της τρέλας ανάμεσα στον Ληρ (Στ. Λίτινας) και τον «τρελό» του (Μ. Μανδραγού), καθώς και η τελευταία σκηνή του Ληρ με την Κορντίλια (Β. Κατσιγιάννη). Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται στην Δανάη Κατσαμένη, η οποία με την υπέροχη φωνή της πέτυχε να δημιουργήσει μερικές από τις πλέον συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές. Θα μπορούσαν να υπάρχουν περισσότερα ανάλογα μέρη στην παράσταση προσθέτοντας σημαντικά στο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

Οι Συντελεστές

Η χορογραφία (Φανή Δεμέστιχα, Τζέσικα Καϊμπαλή, Μαρία Μανδραγού, Τάσος Μπεκιάρης, Ηλέκτρα Χρυσάνθου, Σταύρος Λίτινας) κατείχε τον πλέον σημαντικό ρόλο, αποτυπώνοντας το σύνολο του σαιξπηρικού έργου. Εξαιρετικά σημαντικός επίσης ο ρόλος των κοστουμιών (Σκηνικά-Κοστούμια: Σταύρος Λίτινας) τα οποία συνέβαλαν σημαντικά στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας στην παράσταση. Εξίσου σημαντικός και ο ρόλος των λιτών, αλλά απολύτως χρηστικών σκηνικών, αλλά και φωτισμών (Στέλλα Κάλτσου).

Εν κατακλείδι

Η παράσταση του Σταύρου Λίτινα είχε πολλές αρετές, μεταξύ των οποίων, η εικαστική προσέγγιση και η ζωντανή μουσική. Ωστόσο, μολονότι ήταν ενδιαφέρουσα, έμοιαζε να θέτει στον εαυτό της προσκόμματα, καθώς ο χορός φλαμένκο την παγίδευσε σε μια συγκεκριμένη φόρμα η οποία συχνά αποστέρησε από το λυρισμό της επί σκηνής ζωντανής μουσικής. Η πρόταση του Στ. Λίτινα ήταν πρωτότυπη, καλοδουλεμένη και ενδιαφέρουσα. Εάν αντιμετωπίσει κάποιες παραστασιακές αγκυλώσεις, θα βελτιωθεί σημαντικά.

Διαβάστε επίσης:

Βασιλιάς Ληρ, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ από τον Σταύρο Λίτινα ξανά στο θέατρο Arroyo
Σταύρος Λίτινας: Τα έργα που επιλέγω μιλούν για τους μηχανισμούς εξουσίας