Μία από τις τελευταίες φράσεις του Χορού στην τραγωδία «Μήδεια» του Ευριπίδη είναι η εξής: «Εκείνο που προσδοκάς δεν συντελείται» (Ευριπίδη, Μήδεια, απόδοση: Μίνως Βολανάκης, σελ. 96, Bibliotheque, Αθήνα 2014). Μοιάζει σαν ένας μόνο στίχος να περικλείει, με κοσμογονικό σχεδόν τρόπο, το νόημα κάθε συλλογικής ή ατομικής ματαίωσης.

Το κείμενο για την παράσταση: «Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων», βασίστηκε σε μια ιδέα του σκηνοθέτη Παντελή Φλατσούση και άρχισε να διαμορφώνεται αμέσως μετά την επίσημη άρση των περιοριστικών μέτρων που είχαν επιβληθεί λόγω της πανδημίας του Covid -19.

Με την παγκόσμια θεατρική, και όχι μόνο, δραματουργία να παρουσιάζει ένα πλήθος δραματικών προσώπων που θρηνούν, καταποντίζονται ή υπερβαίνουν τις ματαιωμένες προσδοκίες τους, η σύνθεση του κειμένου θα μπορούσε να βασιστεί σε ένα ψηφιδωτό αποσπασμάτων γνωστών έργων, να εμπνευστεί από τα δραματικά πρόσωπα του Τσέχωφ, τους τραγικούς ήρωες του Ευριπίδη ή από την «ημερολογιακή» γραφή του Πεσσόα.

Η επιλογή όμως που έγινε ήταν άλλη. Καθώς πρόθεση ήταν να συνυπάρξουν σκηνικά η θεατρική αφήγηση αλλά και η σύγχρονη δράση, η μυθοπλασία αλλά και το ντοκουμέντο, άξονας του παραστασιακού κειμένου έγινε η ζωντανή μαρτυρία και το εν εξελίξει γεγονός. Αρχικά, μαζί με τον σκηνοθέτη και τη δραματουργό Παναγιώτα Κωνσταντινάκου δημιουργήσαμε ένα θεματικό ερωτηματολόγιο που σκοπό είχε να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερες ιστορίες, απόψεις και οπτικές, γύρω από την έννοια της ματαίωσης, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Προσπαθήσαμε το ανθρώπινο δυναμικό να έχει μια ποικιλομορφία, δηλαδή να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο άνθρωποι όλων των ηλικιών, με διαφορετικές καταβολές και εμπειρίες, με διαφορετικές επιλογές επαγγελματικά και προσωπικά.

Το μεγάλο όμως στοίχημα ήταν και παραμένει η ίδια η παράσταση καθώς οι απαντήσεις που δόθηκαν μέσω του ερωτηματολογίου έρχονται κάθε βράδυ να συναντήσουν τις απαντήσεις των θεατών, που έχουν την ευκαιρία να συν-δημιουργήσουν το κείμενο της παράστασης μέσω των κινητών τους τηλεφώνων.

Μπορούμε να μιλήσουμε λοιπόν για ένα κείμενο που συνεχώς ανανεώνεται και για μια παράσταση με στέρεη δομή αλλά απροσδόκητο περιεχόμενο, και αυτό είναι που της προσδίδει έναν πολύ ξεχωριστό και συνάμα δυνατό χαρακτήρα.

Μια παράδοξη σύμπραξη ιδεών, ματαιωμένων σχεδίων, απραγματοποίητων ονείρων, παιδικών φαντασιώσεων, εφηβικών απωθημένων, ενήλικων συνειδητοποιήσεων, ανομολόγητων προσδοκιών. Ένας καταποντισμός ή μια αποθέωση των κοινωνικών και προσωπικών ουτοπιών. Αυτό είναι το περιεχόμενο του κειμένου που γράφεται σε κάθε παράσταση· και είναι συνταρακτικός, για παράδειγμα, ο «διάλογος» που ανοίγει η γενιά της μεταπολίτευσης με τη γενιά των Μιλένιαλ, όταν αναφέρονται σε παρόμοια αιτήματα που έμειναν σε εκκρεμότητα στο πέρασμα του χρόνου.

Ματαιωμένα ταξίδια, ματαιωμένες σχέσεις, ματαιωμένα κοινωνικά οράματα, ματαιωμένοι συλλογικοί και προσωπικοί αγώνες. Εύκολα διακρίνεις μέσω των απαντήσεων δυο βασικές αντιλήψεις: η πρώτη αφορά εκείνους που επιστρέφουν ξανά και ξανά στο παρελθόν αναζητώντας κάτι που χάθηκε για πάντα και η δεύτερη εκείνους που βρήκαν τη δύναμη να απωθήσουν τη βία της ματαίωσης και να παραδοθούν στην πιο λυτρωτική και συνάμα στην πιο τρομακτική εκπλήρωση απ’ όλες, στην ίδια τη ζωή. «Ταξιδεύεις για να ξαναζήσεις το παρελθόν σου; Ταξιδεύεις για να ξαναβρείς το μέλλον σου;» (Ίταλο Καλβίνο, Οι αόρατες πόλεις, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σελ. 49) αναρωτιέται ο Ίταλο Καλβίνο στις «Αόρατες πόλεις», και είναι σαν να επαναλαμβάνει αυτό το ερώτημα κάθε φορά που οι θεατές καλούνται να ανασύρουν ένα νέο «αρχείο» από τη μνήμη τους.

Εξίσου αποκαλυπτικός είναι ο τρόπος που σε κάποια ερωτήματα συχνά δεν δίνονται καταφατικές απαντήσεις, αλλά η ερώτηση γεννά ένα νέο ερώτημα. Σε κάποια από αυτά, μάλιστα, η απάντηση ανοίγει ένα παράθυρο στον χρόνο, ξεφεύγει από τα χρονικά όρια της παράστασης και αναζητά το αντίκρισμά της στο μέλλον, υπενθυμίζοντας μας το εύθραυστο αλλά και μαγικό νήμα που ενώνει το θέατρο και την πραγματικότητα, τη ζωή και την τέχνη. «Σε είκοσι χρόνια κάποιοι θα γεμίσουν ξανά στους δρόμους. Είκοσι χρόνια είναι πολλά όμως. Εμείς σε ποια πλευρά θα είμαστε τότε;»

Διαβάστε επίσης:

«Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων», του Παντελή Φλατσούση ξανά στην Κάμιρο