Μια οικογένεια υποδέχεται στους κόλπους της έναν νεαρό πρόσφυγα. Η αναδοχή αυτή θα λειτουργήσει ως αφορμή για αναστοχασμό και επαναπροσδιορισμό, με αποτέλεσμα να ανατραπούν βεβαιότητες και ισορροπίες. Η συγγραφέας μάς μιλά για το θέμα του εκτοπισμού, το νησί της Λέρου που παίζει κομβικό ρόλο στο βιβλίο της, τη ρευστότητα της ταυτότητας και την εξιλέωση που δεν έρχεται πάντα.

***

– Ένα από τα κεντρικά θέματα του “Εξιλαστήριου θαύματος” είναι ο εκτοπισμός, κυριολεκτικός ή μεταφορικός. Πιστεύετε ότι όλοι κουβαλάμε ένα τραύμα ξεριζωμού;

Πράγματι. Άλλωστε ο «ξεριζωμός» είναι ο μοναδικός τρόπος για να έρθουμε σε αυτό τον κόσμο, αφού πρώτα εκτοπιστήκαμε από τη φιλόξενη κοιλιά της μητέρας μας. Στη συνέχεια εκτοπιζόμαστε και μετατοπιζόμαστε συνέχεια από τόπους, ηλικίες, σχέσεις, πατρίδες, σπίτια, οικεία περιβάλλοντα του νου και της καρδιάς. Στο τέρμα του δρόμου, μάλιστα καραδοκεί και ο πλέον παράξενος, τρομακτικός αλλά και μαγικός εκτοπισμός από το ίδιο μας το «εγώ».

– Ο Μουσά, ο χαρακτήρας που λειτουργεί ως καταλύτης ώστε να ξεδιπλωθεί η πλοκή στο βιβλίο σας, δεν παίρνει ποτέ τη θέση του αφηγητή, παρότι σε άλλους χαρακτήρες δίνεται αυτή η δυνατότητα. Τι θέλατε να πετύχετε με αυτή την επιλογή;

Πρόκειται για επιλογή που εκκινά κατ’ αρχάς από την συγγραφική ιδέα να λειτουργήσει ο «ξένος» ως κάτοπτρο πάνω στο οποίο καθρεφτίζονται διαδοχικά τα πρόσωπα της οικογένειας αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντος. Ξεκινώντας από την ταπεινή παραδοχή πως δεν είμαι ικανή να «μπω στα παπούτσια» ενός πρόσφυγα ώστε να του δώσω φωνή, επέλεξα να τον ιχνογραφήσω με τα διαφορετικά κάθε φορά χρώματα της ελπίδας, του φόβου, της επιθυμίας ή της εχθρότητας όσων σχετίστηκαν μαζί του, φτιάχνοντας εντέλει, με αυτό τον τρόπο, το δικό τους πορτρέτο.

– Το νησί της Λέρου παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ως σκηνικό δράσης και διαχρονικό σύμβολο εξορίας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Τι σας συνδέει με το νησί; Πώς κάνατε τη σχετική έρευνα;

Το νησί της Λέρου αποτελεί πράγματι ιδανικό σκηνικό εκτοπισμού μια που σε αυτό το νησί μεταφέρθηκαν αρχικά παιδιά ανταρτών ώστε να φοιτήσουν εκεί στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές Λέρου (όπου συντελούνταν οργανωμένη μεταστροφή των φρονημάτων τους), στη συνέχεια, στα ίδια κτίρια στεγάστηκε η «Αποικία Ψυχοπαθών», το διαβόητο κολαστήριο όπου ξεβράστηκαν όσοι ασθενείς έμεναν «αζήτητοι» από τα υπόλοιπα ψυχιατρεία της χώρας, κατόπιν μεταφέρθηκαν εκεί οι εξόριστοι της Χούντας και τέλος, στον ίδιο τόπο, στεγάστηκε το Hot Spot, ο προσφυγικός καταυλισμός, απ’ όπου πέρασε ο Μουσά, πριν καταλήξει στην ανάδοχη οικογένεια του μυθιστορήματος. Χρειάστηκε πράγματι αρκετή έρευνα όμως αυτό που πυροδότησε τη συναισθηματική μου εμπλοκή με το νησί ήταν η επίσκεψη που είχα κάνει στα είκοσι χρόνια μου στο Ψυχιατρείο της Λέρου, όταν έτυχε να βρεθώ για διακοπές στο νησί παρέα με φοιτητές της Ψυχιατρικής που είχαν πάρει ειδική άδεια. Οι εικόνες που αντίκρισα με συνοδεύουν έκτοτε ανεξίτηλες.

– Το βιβλίο σας συμμετέχει στην προβληματική πάνω στη ρευστότητα της ταυτότητας του φύλου και των σεξουαλικών προτιμήσεων. Θεωρείτε ότι έχει ωριμάσει ο διάλογος πάνω σε αυτά τα ζητήματα ή έχουμε ακόμα δρόμο;

Ο χαρακτήρας της δεκατριάχρονης Σκεύης, μιας από τις δυο κόρες της οικογένειας, μου έδωσε πράγματι την ευκαιρία να ασχοληθώ με το θέμα της ταυτότητας του φύλου μια που η ηρωίδα μου βρίσκεται σε μια ηλικία όπου ξυπνά η σεξουαλική επιθυμία και σμιλεύεται η σεξουαλική ταυτότητα, ένα χαρακτηριστικό της οποίας συχνά είναι και η ρευστότητα. Πιστεύω πως έχει ήδη αρχίσει ένας ενδιαφέρων (και απαραίτητος) διάλογος πάνω σε αυτά τα ζητήματα, έχει διανυθεί αρκετός δρόμος –όχι χωρίς αντίτιμο- και μένει βέβαια να διανυθεί και άλλος τόσος ώστε να απαλλαγεί η κοινωνία από ταμπού και προκαταλήψεις που σχετίζονται με την ερωτική επιθυμία και ταυτότητα. Ο «λόγος» είναι ένα είδος «πράξης» στην οποία συμμετέχουν γράφοντας και διαβάζοντας τόσο οι συγγραφείς όσο και οι αναγνώστες.

– Για κάποιους χαρακτήρες σας έρχεται η εξιλέωση για το άδικο που έκαναν, για κάποιους άλλους όμως όχι. Διάλεξε το ίδιο το μυθιστόρημα σε ποιους θα δώσει αυτή τη χάρη ή είχατε κάποιο συνειδητό κριτήριο;

Θέτετε πολύ σωστά την ερώτηση εικάζοντας κάτι που συνήθως γνωρίζουν μόνο οι συγγραφείς: πως το ίδιο το μυθιστόρημα καθοδηγεί τις επιλογές του συγγραφέα. Αυτό συνέβη και όσον αφορά στην εξιλέωση: οι ήρωες που στη διάρκεια της πλοκής ωρίμασαν και άλλαξαν, μπόρεσαν να εξιλεωθούν. Ωστόσο άλλοι συνέχισαν να περιδινίζονται γύρω από τα πάθη τους. Και χωρίς απομάκρυνση από το πάθος, δεν είναι εφικτό ούτε να το αντικρίσεις, ούτε να το κατανοήσεις. Πόσω μάλλον να εξιλεωθείς.

– Τελικά θα λέγατε ότι κατά την εισδοχή του ξένου και του ανοίκειου υπερέχει το θαύμα ή η καταστροφή, και γιατί;

Θα έλεγα ότι η εισδοχή του ξένου, ανοίγει το δρόμο τόσο στην καταστροφή όσο και στην ελπίδα, που συχνά αρέσκονται να βαδίζουν πιασμένες από το χέρι.

Διαβάστε επίσης: 

Το βιβλίο «Το εξιλαστήριο θαύμα» από την Έλενα Μαρούτσου είναι ένα μυθιστόρημα για τις σχέσεις των ανθρώπων