Απέναντι από το γραφείο μου, σε μια ταράτσα ενός δώματος που έχει παραμείνει από τα παλιά χρόνια με χώμα, παρατηρώ ότι κάθε χρόνο φυτρώνουν δίπλα-δίπλα δυο φυτά. «Σκορδούλες» τις λέμε στην Πάτμο. Εκεί προς το καλοκαίρι, βγαίνουν τα λουλούδια τους. Δυο λεπτοί μίσχοι που στις άκρες τους καταλήγουν σε δυο λευκές μπαλίτσες. Στα ανελέητα μελτέμια του καλοκαιριού, λυγίζονται και κινούνται σε έναν αέναο χορό, πέρα -δώθε. Ξεπροβάλλουν πάνω από τον ασβεστωμένο τοίχο του σπιτιού, και πάλλονται σαν δυο ντελικάτες φιγούρες στο φόντο του αιγαιοπελαγίτικου ουρανού. Πότε έρχονται κοντά, πότε απομακρύνονται, πότε πλησιάζουν, πότε απομακρύνονται. Καμιά φορά ακουμπούν το ένα το άλλο. Αυτή η ποιητική εικόνα με συγκινεί: Η κίνηση, ο παλμός, τα χρώματα, οι υφές, ο χώρος που μεγάλωσα, η στιγμή, η ίδια η ζωή στον αέναο κύκλο της.

Αν εσείς κοιτάζοντας τα έργα αυτής της έκθεσης «κάτι» νιώσετε, τότε σημαίνει ότι ένας μικρός σύνδεσμος δημιουργείται ανάμεσα σε σας και το έργο, μια μικρή επαφή. Τότε το έργο το ίδιο, σας έχει ήδη μιλήσει και εγώ δεν χρειάζεται πλέον τίποτα να προσθέσω! Από τη στιγμή που βγαίνουν τα έργα από το εργαστήριο, αναπόφευκτα έχουν τη δική τους ζωή. Αυτή που τους δίνουν τα δικά σας μάτια. Δεν έχουν σημασία οι προθέσεις μου μπροστά στον λευκό καμβά, δεν έχει σημασία τι ήθελα να πω και τι σκοπό είχα γεμίζοντας το τελάρο με χρώματα. Αν σας αφήνουν παγερά αδιάφορους δεν έχει κανένα νόημα ακόμη και αν δίπλα σε κάθε έργο τοποθετούσα την ιστορία του, τον τρόπο που το έφτιαξα, πώς ξεκίνησε και πώς κατέληξε, σε τι τεχνοτροπία ανήκει, πόσες φορές το άλλαξα, πόσο χρόνο μου πήρε, τι ήθελα να πω και τόσες άλλες λεπτομέρειες που συχνά ο καθένας μας όταν βλέπει ή πολύ περισσότερο αγοράζει ένα έργο θέλει να γνωρίζει…

Μπορώ να σας πω μόνο δυο γενικά λόγια για μένα και τον τρόπο που δουλεύω.

Ζωγραφίζω ενστικτωδώς, χωρίς θεωρητικές γνώσεις και χωρίς ζωγραφική «παιδεία».

Μπροστά στον λευκό καμβά είμαι σε εγρήγορση, αλλά δεν έχω καμιά σημαντική αφετηρία, η έμπνευση μού έρχεται με την δουλειά. Μερικές φορές ξεκινώ με μια θολή εικόνα στο μυαλό μου. Αν η εικόνα είναι πολύ συγκεκριμένη, σχεδόν πάντα αποτυγχάνω να την φτάσω. Κάτι άλλο θα είναι όταν τελειώσει. Το ίδιο το έργο στη διάρκεια της εξέλιξής του με οδηγεί στο δικό του δρόμο. Αυτό το ταξίδι είναι ένας ηδονιστικός επίπονος αγώνας και ο σκοπός που ζωγραφίζω. Αν δεν με ικανοποιεί, το ξαναδουλεύω μέχρι εκείνου του σημείου που θα αισθανθώ ότι περιέχει κάτι από μένα, ότι έχει αποκρυσταλλωθεί σε αυτό έστω ένα ψήγμα από το εκχύλισμα του εσωτερικού μου κόσμου. Και πάλι δεν είμαι πάντα σίγουρος. Η ματαιοδοξία μου αυτή μπορεί και να εφησυχάσει, αν κάποιος σταθεί λίγο παραπάνω μπροστά του σε μια έκθεση. Θα ήμουν ευτυχής αν γνώριζα εξ αρχής ότι μπορεί να αποκτήσει τη δική του ζωή, τη δική του πορεία. Αυτή που θα του δώσουν οι δικές σας οι αισθήσεις. Μια ζωή όπως την βλέπω εγώ στα δυο λουλούδια: Να πάλλονται αέναα στον άνεμο, να αγωνίζονται κάθε στιγμή να έρθουν πιο κοντά, να έρθουμε πιο κοντά με αφορμή αυτά τα έργα.

– Μανώλης Πέντες, Πάτμος, Ιούλιος 2018