Ασπρόμαυρα έργα, εμπνευσμένα από τα παιδικά χρόνια του καλλιτέχνη, με τη χρήση παστέλ αποτελούν τον κορμό της έκθεσης.

«Ευτύχησα να γεννηθώ σε βουνά και να βλέπω να μπερδεύονται τα σύννεφα με τις κορυφές του Ψηλορείτη. Μικροί μαθητές, όταν βλέπαμε την κατσιφάρα (ομίχλη) να κατεβαίνει πυκνή, να σκεπάζει τις πλαγιές και να μπαίνει στα στενά του χωριού, να τυλίγεται γύρω από τις λάμπες του δρόμου, λέγαμε ότι ο Θεός κουβεντιάζει με τους βοσκούς μας. Βλέπαμε τα σύννεφα να κοροϊδεύουν τον ήλιο και να του κλέβουν τις ακτίνες, αφήνοντάς του ένα χλωμό, στρογγυλό πρόσωπο χωρίς φωτοστέφανο.

Τα σύννεφα, δεν έχουν ούτε φωνή ούτε βάρος. Φέρνουν πάντα, στο ανασηκωμένο βλέμμα του γεωργού, την ελπίδα της βροχής. Τα νέφη και η πρόθεσή τους είναι αιφνίδια εικαστικά γεγονότα στον καμβά του ουρανού, αλωνίζουν αυθαίρετα από ορίζοντα σε ορίζοντα, αλλάζοντας σχήματα, φως και κατεύθυνση. Άλλοτε βαριά, μολυβένια, ασήκωτα, άλλοτε πανάλφρα, λευκά σαν λινά πουκάμισα. Στο ηλιοβασίλεμα φορούν πάντα τη χρυσοκόκκινη βασιλική στολή τους.

«Ένα κομμάτι μάλαμα, ένα κομμάτι ασήμι εκόπη απ΄τον ουρανό κι έπεσε μες στο διάβα. Άλλοι το λένε σύννεφο άλλοι το λένε αντάρα…»
Όταν τα νέφη αποφάσισαν να φορέσουν την «έκπτωσή» τους για να κατέβουν και να γίνουν ομίχλη-κατσιφάρα, τότε οι κορυφές του Ψηλορείτη ξεπηδούσαν σαν νησιά του ουρανού.

Σκέφτηκα να «καταγράψω» αυτές τις εντυπώσεις μου, αυτά τα στιγμιαία ερεθίσματα, την κίνηση, τον όγκο, το φως. Συγχωρέστε μου τον ρεαλισμό στην απόδοση, αλλά το σύννεφο δεν ζωγραφίζεται με άλλο τρόπο. Ο θείος μου είχε ένα σκύλο που τον έλεγε Ρήγα. Με τον Ρήγα, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στα όρη σαν νεαρός βοσκός. Ότι με εντυπωσίαζε το κοίταζε και εκείνος. Νομίζω, τα ίδια πράγματα παρατησούσαμε. Αποφάσισα λοιπόν να σχεδιάσω σε άσπρο μαύρο, «μέσα από το βλέμμα του σκύλου» μιας και οι ειδικοί λένε ότι δεν βλέπει με χρώματα. Ασπρόμαυρα λοιπόν, αλλά όχι λυπημένα».

Λουδοβίκος των Ανωγείων

«Ήξερα ότι ο Λουδοβίκος άρχισε την καλλιτεχνική του ζωή σαν επίδοξος ζωγράφος, αλλά δεν είχα δει ποτέ τα ζωγραφίσματά του. Μου έδειξε προχθές τις εικόνες τους ( όχι τα ίδια), στο κινητό του τηλέφωνο, όπως κάνουν πια όλοι. Και μου άρεσαν.

Τα βρήκα ευαίσθητα και εμμονικά, σαν τα τραγούδια του, δείγμα κι αυτό της συνέπειας και της παραδοχής του πνευματικού χώρου που φιλοξενεί. Τα είδα σαν έργα προικισμένου ερασιτέχνη (ευτυχώς) ζωγράφου, σεμνά, χωρίς μεγαλοστομίες και ιστορικές διεκδικήσεις. Και τα ζήλεψα. Μου έφεραν στο νου τα νεανικά μου χρόνια, τότε που κι εγώ δεν διεκδικούσα ακόμα τίποτα άλλο, εκτός από τη χαρά της δημιουργίας.

Και συγκινήθηκα. Δεν κατάλαβα γιατί θέλει να τα εκθέσει και να τα φορτώσει με ευθύνες. Αυτός ξέρει. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα της διακόρευσης. Νόμος της Φύσης. Του εύχομαι λοιπόν, κάθε επιτυχία και σ΄αυτόν τον τομέα της Τέχνης. Αφού το θέλει. Και τον ευχαριστώ για κάποιες στιγμές γοητείας, που σαν διάτων κάποτε- κάποτε μου προσφέρει».

Κώστας Τσόκλης
Θρακομακεδόνες, 14.11.2019