«Υπάρχουν δύο τρόποι να κοιτάξεις ένα μαγευτικό τοπίο που συναντάς κατά τη διάρκεια των διακοπών σου», γράφει ο Αλέξανδρος Ψυχούλης στις σημειώσεις του για την νέα του ατομική έκθεση.

«Ο πρώτος είναι να το αντιληφθείς σαν ευλογία, σαν μια αρμονική και ειρηνική συμβίωση των πάντων. Ο δεύτερος, εκλογικευμένος τρόπος, είναι να το δεις σαν το αποτέλεσμα ενός πλήθους βίαιων συγκρούσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη. Από τη μοριακή στιβάδα, μέχρι τον κρυφό ανταγωνισμό των έμβιων οργανισμών και τα ίχνη της επίθεσης των άγριων καιρικών φαινομένων. Αυτός ο δεύτερος τρόπος ανήκει στο βιολόγο, στον γεωλόγο και στον αγρότη, καμιά φορά και σ’ εμένα, όταν κατεβαίνω με σαγιονάρες και μαγιό στο περιβόλι για να ξεχορταριάσω, να αφανίσω δηλαδή τα αυτοφυή είδη που ανταγωνίζονται τους καλλιεργητικούς μου στόχους».

Ο Ψυχούλης δομεί την νέα του δουλειά σαν ένα είδος σημειώσεων του τουρίστα- καλλιεργητή, του ανθρώπου που αρνείται να εγκαταλείψει την πόλη, αλλά αντλεί από τη «βάναυση» γοητεία της καλλιέργειας όλη εκείνη την εμπειρία που καθιστά τον αστικό βίο υποφερτό και διεξοδικό.

Χαράγματα σε ξερό μελάνι –ένα είδος σκαψίματος σε βαμμένο Plexiglas– και υπερβατικά εργαλεία φτιαγμένα από ξύλα ελιάς που μαζεύει στους περιπάτους του. Το μεγαλύτερο μέρος της επεξεργασίας των έργων γίνεται υπαίθρια με πρωτόγονα και λιγοστά μέσα για να μεταφερθεί έπειτα σε κάποιο εργαστήριο ρομποτικής για τις τελικές προσθήκες.

Το αφήγημα δομείται από ενότητες που ακολουθούν την διαδικασία της καλλιέργειας ενός κήπου και μπορεί να αναγνωσθεί από το θεατή κυκλικά: καθάρισμα, όργωμα, φύτευση, πότισμα, σκάλισμα, κλάδεμα, συγκομιδή, καθάρισμα.

– Αλέξανδρος Ψυχούλης – Μία καλλιεργήσιμη έκσταση