Η έκθεση περιλαμβάνει περισσότερα από 50 ζωγραφικά έργα, προερχόμενα από την συλλογή της οικογένειας Βακαλό, και αναδεικνύει τις πολύπλευρες πτυχές του ταλέντου, του καταξιωμένου Έλληνα δημιουργού, 27 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Η ζωγραφική του Βακαλό χαρακτηρίζεται από την λεπτότητα της εκτέλεσης και τις λυρικές μεταπλάσεις των αντικειμένων, των ουράνιων σωμάτων, της ίδιας της φύσης, καθώς εσωκλείει μια αυθόρμητη διάθεση ποιητικής έκφρασης.

Όπως έλεγε και ο ίδιος: «Δεν με ενδιαφέρει να παραστήσω ό,τι υπάρχει γύρω μου, όσο με ενδιαφέρει να παραστήσω ό,τι γεννιέται μέσα μου».

Στα πρώιμα έργα του, εντάσσει υπερρεαλιστικά στοιχεία και σχηματοποιημένες μορφές σε χώρους φανταστικούς, δημιουργώντας μια ονειρική ατμόσφαιρα, ενώ βαθμιαία υιοθετεί μια πιο αφαιρετική γραφή, με έμφαση στον δυναμισμό των συνθέσεων και στο λαμπερό χρώμα.

Το στήσιμο της σύνθεσης, η ταυτότητα των μορφών και η ατμόσφαιρα που επικρατεί στη ζωγραφική του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ουσιαστική ποιητική του κράση, που θα εκδηλωθεί και θα του υπαγορεύσει διαφορετικές αισθητικές λύσεις στο διάβα της σταδιοδρομίας του, τόσο στο καθαρά ζωγραφικό όσο και στο σκηνογραφικό του έργο, όπου μεγαλούργησε σε διεθνή κλίμακα.

Η Δρ. Ιστορικός της τέχνης –τεχνοκριτικός Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν επισημαίνει στον πρόλογο του καταλόγου της έκθεσης

«Ο Βακαλό ποιώντας ζωγραφική, <ποιεί> στην ουσία <ποίηση>, δηλαδή μεταφέρει αυτούσια την δομή του ψυχισμού του, το έρμα της προσωπικότητάς του, στις δημιουργίες του, κωφεύοντας σε περαστικές μόδες, σε συνταγές» και προσθέτει: «Ο Γιώργος Βακαλό άδραξε, αποκρυπτογράφησε και μας άφησε παρακαταθήκη: την ψυχή των δέντρων, των φυλλωμάτων, των λουλουδιών, του θαλάσσιου βυθού, τη μαγική υπόσταση του φεγγαριού. Και αυτό, σε μιαν όσο γίνεται πιο άμεση σχέση με τον παλμό της κοσμογονίας, τις απόκρυφες διαδρομές της φαντασίας, το DNA του έμβιου κόσμου αλλά και την ιδιωματική σύσταση του φαινομενικά μόνον άψυχου και ανόργανου.

Καταγραφέας του μυστικού της κοσμογονίας στην ωριμότητα και μέχρι τέλους της ζωής του, ο Γιώργος Βακαλό μας κληροδότησε ένα έργο με έρμα και ψυχή επειδή, ακριβώς, ήταν ο ίδιος διαπερασμένος από αυθεντικό πάθος για δημιουργία. Το έργο του συνολικά θεωρημένο αποτελεί μιαν επαλήθευση του ορισμού, που έδωσε ο Πλάτων για την Τέχνη, ότι, δηλαδή, για να είναι αυθεντική πρέπει να εκφράζει μιαν Ιδέα και όχι να αποτελεί μιαν μίμηση. Αυτήν, καθαυτή την Ιδέα της Κοσμογονίας εκφράζει στις συνθέσεις του, ο Γιώργος Βακαλό και, μάλιστα, με τον πιο ποιητικό τρόπο». 

Γιώργος Βακαλό

Γεννήθηκε το 1902 στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήρε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής και μικρογραφίας δίπλα στο ζωγράφο και λογοτέχνη Λύσανδρο Πράσινο.

Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μετέβη στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Ecole des Arts Decoratifs και στα εργαστήρια της Grande Chaumière και της Academie Julian (1922-1928). Μαθήτευσε επίσης ως σκηνογράφος κοντά στον Ladislas Medgyes, καθώς και στο πρωτοποριακό Theatre de l’Atelier του Charles Dullin, του οποίου έγινε μόνιμος συνεργάτης κατά τη δεκαετία του 1930.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1940, συνέχισε τη σκηνογραφική του δουλειά, αναπτύσσοντας αξιόλογες συνεργασίες με όλα τα κρατικά θέατρα και με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ελεύθερου θεάτρου.
Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής το 1946 στον «Παρνασσό». Το ζωγραφικό του έργο χαρακτηρίζεται από μια προσωπική εκφραστική γλώσσα με καθαρά ποιητική διάθεση.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας «Στάθμη» (1949). Το 1957 μαζί με τους Π. Τέτση, Φ. Φραντζεσκάκη και Ελένη Βακαλό, ίδρυσε την πρώτη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών στην Ελλάδα, στην οποία και δίδαξε ως το 1978. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Το 1979 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος το βιβλίο του «Σύντομη Ιστορία της Σκηνογραφίας». Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.