Συνδιοργανωτής της έκθεσης και συνεκδότης του ομότιτλου βιβλίου που τη συνοδεύει, είναι η Πινακοθήκη Γιώργου Ν. Βογιατζόγλου και επιμελητής ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς.

Ένα χρόνο περίπου πριν φύγει από τη ζωή, ο Άγγελος Δεληβορριάς οργάνωνε με τον Τάσο Μαντζαβίνο την «επιστροφή» του ζωγράφου στο Μουσείο Μπενάκη, τη φορά αυτή ως «Δράκου». Μέσα στην Πινακοθήκη Γκίκα, δίπλα στα αντικείμενα του Καρυωτάκη, στα έργα του Κόντογλου και του Σπαθάρη, ο Μαντζαβίνος μας ξαναγνωρίζει το μυθικό πλάσμα, όπως το έζησε στον Καραγκιόζη, σε μια μεταψυχαναλυτική και μετακαφκική ερμηνεία. Κατασκευές με τσίγκο, ξύλο και άλλα υλικά που έχει μαζέψει από το Μοναστηράκι, μεταμορφώνονται σε δράκους που ξεπηδούν από τα βάθη του ψυχικού κόσμου και προσπαθούν να εκφραστούν.

Ο δημιουργός με αφοσίωση φιλοτεχνεί τα «κεντήματα» όπως του αρέσει να αποκαλεί αυτά τα έργα και με το πινέλο, το κοπίδι, το στρώσιμο με το χέρι, τα ξυσίματα και τις γραμμές πάνω από το χρώμα, όλα τα επιστρατεύει για να πλάσει εικαστικά τη μορφή της κρυμμένης ύπαρξης. Μετά την αναδρομική έκθεση στο έργο του Μαντζαβίνου (Μπενάκη Πειραιώς, 2012), ο ζωγράφος συνομιλεί με όλη τη γενιά του ’30, απολύτως συντονισμένα στο πνεύμα του Άγγελου Δεληβορριά, στον οποίο και αφιερώνεται το γεγονός.

Όπως δηλώνει ο ίδιος ο καλλιτέχνης «Όλη μου η ζωγραφική είναι μια “αυτοπροσωπογραφία”. Όχι για λόγους ναρκισσιστικούς, αλλά γιατί είναι το μόνο που ξέρω καλά και δεν θα πω ψέματα». Ο Τάσος Μαντζαβίνος, ανάμεσα στους ρόλους που επιλέγει και τα προσωπεία που ενδύεται, γίνεται δράκος, και ως τέτοιος μας αποκαλύπτεται. Δράκος από το αρχαίο «δέρκομαι», ένα από τα πολλά που έχει η ελληνική γλώσσα για να αποδώσει την έννοια του «βλέπω». Η λέξη σχετίστηκε με το φίδι που κοιτώντας σταθερά ακινητοποιεί τα θύματά του. Από εκεί κατέληξε να δηλώνει μυθικό τέρας-φίδι, πανίσχυρο και ακατάβλητο. Έγινε το πολύ κακό, αυτό που δεν θέλεις να δεις στο δρόμο σου.

Τα περισσότερα από τα κομμάτια που εκθέτει ο Μαντζαβίνος στου Γκίκα είναι ζωγραφισμένα με σκηνογραφική αντίληψη. Κινείσαι γύρω από αυτά, τα περιεργάζεσαι, μπορείς να τα «γυροφέρνεις», να τα βλέπεις απ’ άλλες γωνίες και να τ’ ανακαλύπτεις ξανά. Ήρωες που ξεπηδούν από το θέατρο σκιών και προσπαθούν να κερδίσουν τον δικό τους χώρο, έξω από τη σκηνή. Η απλότητα και η αλήθεια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ζωγραφικού του έργου. Και καθώς του αρέσει να δουλεύει με τα χέρια, «παίζει» με την ιδέα παιχνίδι και με την ίδια την έννοια της αισθητικής, οδηγώντας την στα όρια του κιτς. Γιατί έως εκεί; Διότι κιτς στον Μαντζαβίνο είναι η στυλιζαρισμένη αισθητική, «αυτή που θέλουν να επιβάλλουν ως επίσημη αισθητική» λέει.

Ο Μαντζαβίνος συνεχίζει να μας δίνει την ψυχή του, να μας την παρουσιάζει σαν παιδί που παρακαλάει για ένα βλέμμα συμπάθειας κι αποδοχής χωρίς όμως να σε οδηγεί σ’ έναν κόσμο χαρούμενο και αισιόδοξο. Άλλο είναι που τον ενδιαφέρει. Οι «Δράκοι» του Μαντζαβίνου έχουν τη δική τους βιολογία, το δικό τους γενετικό αποτύπωμα που μπορεί να το νιώσει και να το αναγνωρίσει εύκολα κι ο θεατής. Οι μαντζαβινικές μορφές του, είναι ανθρώπινες όχι μόνο θεματογραφικά, μα «φιλοσοφικά». Η τέχνη του μας ξαναδίνει τη δυνατότητα να δούμε το αληθινό μας πρόσωπο, έστω και μέσω των συμβόλων μιας άλλης εποχής. Σε μια μεταβατική εποχή όπως η δική μας, ο Μαντζαβίνος μάς δείχνει πως η αληθινή τέχνη είναι πέρα από τα όμορφα σχήματα και τα αρμονικά χρώματα. Πως σκοπό της έχει πάντα να ανασυνθέσει μια οντότητα: τον άνθρωπο.

Την επιμέλεια της έκθεσης έχει ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς.