Ήρθα σε επαφή με την punk σε αρκετά μικρή ηλικία, κυρίως λόγω του αδερφού μου, που βασικά ήταν μεταλλάς και πάνκης ανά φάσεις της εφηβείας του και αναπόφευκτα φρόντιζε ώστε να φτάνουν οι μουσικές που του άρεσαν και στα δικά μου αυτιά. Δεν μπορώ να πω ότι μου ταίριαζε απόλυτα το ευρύτερο είδος, ωστόσο εκτιμούσα κάποια συγκροτήματα- Dead Kennedys, Sonic Youth, Bikini Kill… Φυσικά μεγαλώνοντας πήγαινα και πηγαίνω ακόμα σε live και συναυλίες.

Η punk για μένα είναι ανατροπή, εκτόνωση, καφρίλα, επίθεση και σκληρότητα ενώ ταυτόχρονα εκφράζει μία παιδική χαρά και πίστη στο περιθώριο. Μου αρέσει επίσης που υπάρχει η post-punk, μια πιο συμπεριληπτική σκηνή που καταφέρνει ωστόσο και διαφεύγει της πολιτικής ορθότητας κάτω από την ομπρέλα της ωμότητας. Υπάρχουν πάρα πολλά μουσικά σχήματα και καλλιτέχνες που κρατάνε το είδος ζωντανό και το εξελίσσουν και έχω την τύχη να είμαι κοντά σε τέτοιους κύκλους. Για παράδειγμα, η στενή φίλη και σταθερή συνεργάτης μου Μαρίνα Σκουτέλα, είναι μέλος των Tiffany Exists (κατατάσσονται στην baby-punk) οι οποίοι κυκλοφορούν εντός των ημερών τον πρώτο ψηφιακό τους δίσκο.

Η punk σκηνή σαφώς δουλεύει με πολύ διαφορετικούς όρους και συνθήκες από ότι η βιομηχανία της «θεσμικής» καλλιτεχνικής δημιουργίας στην οποία εγώ δραστηριοποιούμαι.

Μόνο και μόνο που με τους Rita κάναμε πρόβες στο στούντιο τους στην Ομόνοια, καθημερινές, μετά τις 22:00, με τσιγάρα και μπύρες εντός του χώρου εργασίας, καταλάβαινα πως φέρνω με αυτή την επιλογή μια τελείως διαφορετική ποιότητα στη χορογραφική διαδικασία που συνηθίζει να λαμβάνει χώρα σε πιο αποστειρωμένα περιβάλλοντα και βιώσιμα ωράρια.

Οι Rita Mosss είναι μία χαρακτηριστική noise-punk μπάντα που ξεχωρίζει στην underground μουσική σκηνή της Αθήνας.

Τους είδα πρώτη φορά σε ένα live στο Temple. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία είχα ήδη κατασταλάξει για τα θέματα και τα περισσότερα εργαλεία του καινούργιου μου έργου όπως επίσης και για το ότι ήθελα να γραφτεί μουσική ειδικά για αυτό. Μάλλον είχα καταλήξει και στο ότι θέλω η μουσική να έχει punk στοιχεία. Έτσι, ακούγοντας τους Rita και όντας μέρους του κοινού, παρατήρησα κάτι πολύ μοναδικό. Ενώ το κοινό ήθελε να συντονιστεί, να βρει ένα παλμό χοροπηδήματος, η δομή των κομματιών δεν το επέτρεπε. Τα μοτίβα αλλάζουν αναπάντεχα με τρόπο ώστε το κοινό να αποσυντονίζεται και να χάνει το τέμπο. To head banging άρχισε να μην είναι «οργανικό». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι θα ταιριάζαμε. Απευθείας τους αναζήτησα ελπίζοντας ότι θα τους ενδιαφέρει μια συνεργασία και ότι θα μπορούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της παραγωγής. Αποδείχτηκαν εξαιρετικοί καλλιτέχνες και επαγγελματίες (τονίζω το επαγγελματίες μια και η μπάντα δεν είναι η κύρια απασχόλησή τους) και πιστεύω ότι οι αισθητικές μας αναφορές συνέκλιναν και απέδωσαν ένα πολύ συνεπές αποτέλεσμα.

Τώρα σχετικά με την θέση της μουσικής στο έργο, επέλεξα διαφορετικές εφαρμογές. Αρχικά να πω ότι η μισή μόνο παράσταση έχει συνοδεία μουσικής. Έτσι τα κομμάτια έρχονται ως αντίστιξη στην ησυχία και αντίστροφα. Με ενδιέφερε τόσο να αναδείξω την χορευτική κατάσταση μέσα από την ένταση του ήχου όσο το να τονίσω ότι η απουσία μουσικής δεν σημαίνει έλλειμμα χορευτικής έντασης. Όταν ασχολείσαι με το μπαλέτο, σίγουρα θα συναντήσεις με κάποιο τρόπο το κλασικό ρεπερτόριο που ανάδειξε την γλώσσα του καθώς και τον καθοριστικό ρόλο που παίζει ο/η σύνοδος μουσικός στα μαθήματα.

Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που η punk και το μπαλέτο συναντιούνται. Υπάρχουν πολλά τόσο διάσημα όσο άσημα παραδείγματα (Merce Cunningham & John Paul Jones, Michael Clark & The Fall κτλ.). Η δική μας περίπτωση σε γενικές γραμμές κρύβει το μπαλέτο, στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης το μπαλέτο υπάρχει μόνο νοητικά, στα μυαλά και στη φαντασία των χορευτών/τριών. Στη βάση του, εμφανίζεται, υπάρχει και κινητικά αλλά εντελώς παραμορφωμένο.

Αν φανταστούμε μια γραμμή διαβάθμισης εξευγενισμού, το μπαλέτο και η πανκ ως φόρμες θα βρίσκονται κοντά στα δυο άκρα της. Από την άλλη, για το μπαλέτο, αν με τον όρο «φόρμα» δεν αντιλαμβανόμαστε μόνο το σχήμα εμφάνισης αλλά και τη διαδικασία παραγωγής της ή το απαραίτητο σχήμα σκέψης που ενεργοποιεί το χορευτικό σώμα, τότε ίσως το χάσμα να μικραίνει. Θέλω να πω, μου φαίνεται ότι η punk περιγράφει τέλεια τον πανικό που συντελείται μέσα στο σώμα που προσπαθεί να χορέψει άρτια μπαλέτο, πέραν από το πόση σημασία δίνει σε αυτόν ο/η χορευτής/χορεύτρια ή ανεξάρτητα από το αν έχει γαλουχηθεί ώστε να τον κρύβει.

Ακόμη, η δουλειά που παρουσιάζω δεν είναι μια ωδή στο μπαλέτο, ίσα ίσα το καθαιρεί, το απαξιώνει με ένα τρόπο, αλλά περισσότερο απαξιώνει αυτό που προτείνει ως σωστό ή ως ωραίο και κατ’ επέκταση καλεί το βλέμμα και το σώμα να αποδεσμευτούν από τις νόρμες περί ομορφιάς και αρτιότητας στην σκηνική κίνηση. Με αυτή την έννοια, το INSEQS δεν εμπνέεται από την punk, είναι το ίδιο punk και προτείνει ότι το κλασικό είναι εξίσου punk, ενώ συντηρητικό είναι το βλέμμα μόνο που τείνει να επιβάλλει τα αισθητικά προτάγματα του κλασικού σε κάθε τι.

Διαβάστε επίσης:

INSEQS, του Δημήτρη Μυτιληναίου σε ένα πρώην εκθεσιακό χώρο αυτοκινήτων στο Κουκάκι!