Σύμφωνα με τον Άγγλο φιλόσοφο Richard Wollheim (1), το να συντάσσουμε απλώς μία επιτομή των τεχνοτροπικών γνωρισμάτων που εκδηλώνονται στο έργο ενός συγκεκριμένου καλλιτέχνη δεν εξηγεί τίποτα, κάτι τέτοιο δεν είναι πάρα μία απλή ταξινόμηση. Προκειμένου να είναι εξηγητική μια τεχνοτροπική ανάλυση οφείλει να αναδεικνύει εκείνες τις πλευρές του έργου ενός ζωγράφου που είναι ψυχολογικά ευδιάκριτες. Η τεχνοτροπία εξισώνεται με την ψυχολογική ευδιακριτότητα, δηλαδή με την ικανότητα που έχουν οι ζωγράφοι με αναπτυγμένη προσωπική τεχνοτροπία, οι οποίοι κατορθώνουν να τραβήξουν την προσοχή του θεατή, ώστε η αντίληψή του να έλκεται πραγματικά από τις πλευρές του έργου τέχνης που είναι αισθητικά σημαντικές. Τα γνωρίσματα που ορίζουν μια διαμορφωμένη τεχνοτροπία ενδέχεται να είναι πολύ αφηρημένα και μπορεί να μην τα αντιλαμβανόμαστε αμέσως. Προσθέτει επίσης ο R. Wollheim την ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι συνήθως επισημαίνουμε αυτά τα ανεπαίσθητα χαρακτηριστικά μόνο από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι ένας πίνακας είναι ενός κατονομασμένου ζωγράφου και όχι κάποιου άλλου καλλιτέχνη που έτυχε να ζωγραφίζει παρόμοια έργα.

Αναζητούμε λοιπόν μέσα από τα έργα οκτώ διαφορετικών ζωγράφων με αναπτυγμένη προσωπική τεχνοτροπία, το προσωπικό σύμπαν του καθενός και τις ποιητικές ή και ακόμα τις πνευματικές διασταυρώσεις που δημιουργούν μέσα στον χώρο της γκαλερί, στην προκειμένη περίπτωση στην a.antonopoulou.art.

Στα σχέδια του Νίκου Μόσχου, μέσω της σχεδιαστικής του δεινότητας αντιλαμβανόμαστε την υψηλή ζωγραφική του ικανότητα. Κατανοούμε μέσα από το κινούμενο ζωγραφικό αφηγηματικό σύμπαν που δημιουργεί, την αλήθεια του τίτλου «I am a warrior, so that my son may be a merchant, so that his son may be a poet». Μια αλήθεια που παρά το σύγχρονο νόημά της, αναδύεται από το συνταίριασμα εικονογραφημένων μεσαιωνικών χειρόγραφων, κόμικς και μιας αισθητικής αναγεννησιακού θεάτρου. Έτσι ο Μόσχος ως αλχημιστής της ζωγραφικής εικόνας καταθέτει ένα αποτέλεσμα εντυπωσιακών αντιθέσεων αλλά και σοφής ισορροπίας.

Το τοπίο του Μίλτου Μιχαηλίδη μας μαγεύει με τη γλυκύτητα της γραφής του αλλά μας κάνει και να σκεφτόμαστε ότι μπορεί να είναι και ένα σκηνικό θλίψης ή και απειλής. Μέσα από τις συντονισμένες σκιές του ακούμε σχεδόν, κάποιο απειλητικό γρατζούνισμα ή και ίσως ένα απεγνωσμένο κλάμα που τα κρύβει το σκληρό φως του ηλίου.

Το έργο της Κικής Κολυμπάρη χειρονομιακά έντονο, με μια δυνατή χρωματική παλέτα χωρίς εσκεμμένες υπερβολές, δημιουργεί με αφετηρία ένα καθημερινό αντικείμενο ένα ποιητικό προσωπικό σύμπαν στα όρια της ψευδαίσθησης.

Ο Χρήστος Αθανασιάδης παρουσιάζει την αφετηρία μιας καινούργιας δουλείας στηριγμένης στα χαρακτικά του Dürer με θέμα την «Αποκάλυψη». Μακριά από τα μονοχρωματικά του τοπία προσπαθεί να προσεγγίσει την ελλειπτική γραμμή των αναγεννησιακών χαρακτικών με έναν πολυχρωματικό τρόπο, μετασχηματίζοντάς τα σε μια σύγχρονη εικαστική αναπαράσταση, χωρίς όμως να χάνουν την αίσθηση της απειλής που τα χαρακτηρίζει.

Η Ειρήνη Καραγιαννοπούλου με έντονες πλαστικές φόρμες δημιουργεί ένα απειλητικό τοπίο διαπλέκοντας έντονες φυλλωσιές με σκληρούς κορμούς, που παραπέμπουν σε μία παραδείσια οπτική. Εντέχνως όμως με την παρουσία, σχεδόν ειρωνικών λουλουδιών στη βάση του έργου, αποσυμπιέζει το βάρος της εικόνας δίνοντας μια λυρική αίσθηση στο γενικότερα αυστηρό σύνολο.

O Νίκος Παπαδόπουλος ζωγραφίζοντας με πενάκι και μολύβι, δημιουργεί ρεαλιστικές εικόνες όπου η φύση μάχεται με στοιχεία του αστικού ιστού. Χαρακτηριστικό των έργων είναι η αίσθηση του πουαντιγισμού. Με τις μολυβένιες ακίδες του δημιουργεί ένα σύνθετο κόσμο, όπου η ολοκλήρωση και το περίγραμμα συνυπάρχουν ενεργά δημιουργώντας την οπτική ενός έργου «Non finito».

Η Αλεξία Καραβέλα εστιάζει σε ένα δυναμικό διάλογο μεταξύ των δύο έργων που παρουσιάζει. Ένα καφενείο όπου με τη γραφή των μαρκαδόρων αναπαριστά μια ομιχλώδη ένταση και ενός τοπίου όπου διαφαίνεται με την ορμητική γραφή του πώς μπορεί και να ορίζεται πέρα από τα τζάμια του καφενείου. Ένας διάλογος που μας θυμίζει συνεχόμενα καρέ κινηματογραφικού φιλμ.

Το τοπίο του Λέων Μιχαήλ μας θυμίζει έντονα έργα αφηρημένου εξπρεσιονισμού ενταγμένα όμως σε μια προσωπική ανάγνωση όπου συντάσσει ένα ατμοσφαιρικό έργο λουσμένο με την αχλή ενός μυστηριώδους φωτός.

Παραθέτοντας τα παραπάνω έργα, μπορούμε να διακρίνουμε διασταυρώσεις επιρροών ή ακόμα και ιδεών. Διαμορφώνεται επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον σύνολο μέσα από το οποίο μπορεί κανείς να αναλύσει την ψυχική ένταση των καλλιτεχνών, πέραν της οπτικής ευχαρίστησης. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο E.H Combrich (2): «Η εικόνα δεν είναι πια αγκυροβολημένη στο τελάρο. Απλώς εμφανίζεται στο μυαλό μας. Ο πρόθυμός θεατής ανταποκρίνεται σε όσα υποδηλώνει ο καλλιτέχνης γιατί απολαμβάνει τον μετασχηματισμό που συντελείται μπροστά στα μάτια του. Η απόλαυση αυτή οδήγησε βαθμιαία σε μια νέα λειτουργία της τέχνης. Ο καλλιτέχνης δίνει πλέον στο θεατή μεγαλύτερο ρόλο, τον παρασύρει στο μαγικό κόσμο της δημιουργίας του και του επιτρέπει να νιώσει κάτι από τη συγκίνησή του».

Οι διασταυρώσεις, στην παραπάνω έκθεση, θα μπορούσαν να θεωρηθούν όχι μόνο μεταξύ των καλλιτεχνών, αλλά ακόμα πιο έντονα μεταξύ των θεατών και των καλλιτεχνών. Διότι η συγκινησιακή φόρτιση των εικαστικών εκθεμάτων, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ορίζεται ως μια ιδεατή αμοιβαιότητα δημιουργών και κοινού.

Επιμέλεια έκθεσης: Αγγελική Αντωνοπούλου

1. Alfred Gell, Τέχνη και Δράση, ΜΙΕΤ, 2021
2. E.H Combrich, Τέχνη και Ψευδαίσθηση, Εκδόσεις Πατάκη, 2017

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ν.Παπαδόπουλος, Άτιτλο, μολύβι και ξυλομπογιά σε χαρτί, 100Χ100εκ, 2013