Η γέννηση

Σε ένα προάστιο του Δουβλίνου, Μεγάλη Παρασκευή του 1906, την ίδια μέρα που ξεψύχησε ο Χριστός, γεννήθηκε ο Σάμιουελ Μπάρκλεϊ Μπέκετ. Ανατράφηκε μαζί με τον αδελφό του ως Προτεστάντης, αν και αργότερα, στα χρόνια της αυτονομίας και του αυτοπροσδιορισμού, πέρασε προς τον αγνωστικισμό. Παρόλο που ήταν δεινός αθλητής, ήταν ταυτόχρονα και εξαίρετος μαθητής, με πολύ καλή γνώση της γαλλικής και της ιταλικής γλώσσας, ολοκληρώνοντας την εκπαίδευσή του στο Trinity College του Δουβλίνου. Ενθουσιώδης για τα γράμματα, γλιστρούσε τις λογοτεχνικές βουνοπλαγιές με την άνεση ενός πρωταθλητή σκιέρ. Ξεχώριζε τον Δάντη και τον Μπωντλαίρ και στο πιάνο προτιμούσε να παίζει Σούμπερτ.

Η πρώτη παρόρμησή του για να γράψει προήλθε όταν γνωρίστηκε με τη συναισθηματική εμπειρία του πόνου, ο οποίος από τούδε και στο εξής έγινε μόνιμος σύντροφός του. Στον “Ακατανόμαστο” γράφει: «Ναι στη ζωή μου, αφού πρέπει να τη λέω έτσι, υπήρχαν τρία πράγματα, η ανικανότητα να μιλήσω, η ανικανότητα να σωπάσω, και η μοναξιά, μ’αυτά έπρεπε να τα βγάλω πέρα».

Ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία ως ακαδημαϊκός, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε από τη θέση αυτή, αφού τον έτερπαν οι μούσες της ποίησης. Ταξίδεψε σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις, ανάμεσά τους και το Λονδίνο, όπου υποβλήθηκε σε γιουνγκιανή ψυχοθεραπεία επί δύο συναπτά έτη, για να ξεπεράσει τον θάνατο του πατέρα του. Επέστρεψε στην Ιρλανδία για να γράψει τον Μέρφυ, το πρώτο ιλαροτραγικό γραπτό του, όπου βιώνεται το μαρτύριο της ύπαρξης ενδοσκοπικά και όπου ο εσωτερικός τόπος μετατρέπεται σε καταφύγιο από τον απεχθή εξωτερικό κόσμο.

Το Παρίσι

Το 1937 μετακόμισε μόνιμα στο Παρίσι. Μπλέχτηκε με τους μποέμ κύκλους, συχνάζοντας στα διάσημα καφέ της Δυτικής Όχθης με τον Αλμπέρτο Τζιακομέττι και τον Μαρσέλ Ντυσάν, μελετώντας τους Γάλλους σουρεαλιστές. Το 1938, ενώ περπατούσε με φίλους, παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν δέχθηκε μαχαιριά από έναν ζητιάνο. Τον έσωσε, μεταφέροντάς τον στο νοσοκομείο, η νεαρή σπουδάστρια πιάνου Σουζάν Ντεσεβώ-Ντουμενίλ, την οποία αργότερα παντρεύτηκε και έζησε μαζί της για πενήντα χρόνια.

Ο Μπέκετ ανέπτυξε στενή φιλία με τον Τζέιμς Τζόις, διαβάζοντάς του όταν εκείνος δυσκολευόταν με την όρασή του και βοηθώντας τον στη συγγραφή της «Αγρύπνιας των Φίννεγκαν». Σύντομα όμως τράβηξαν αντίθετους δρόμους, καθώς ο Τζόις περιλάμβανε τα πάντα στα βιβλία του, ενώ ο Μπέκετ, από την άλλη, προσπαθούσε μανιωδώς να αφαιρέσει όσα περισσότερα μπορούσε. Τους ένωνε η κλασική μουσική, απολαμβάνοντας και συμμετέχοντας σε βραδινά κονσέρτα, όπου ο Μπέκετ συνόδευε στο πιάνο τον γιο του Τζόις.

Η Γαλλική Αντίσταση

Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, μαζί με τη Ντεσεβώ αποφάσισαν να παραμείνουν στη Γαλλία. Παρακολουθώντας την εξάπλωση της κτηνωδίας, συμμετείχε ενεργά στη Γαλλική Αντίσταση, μεταφράζοντας πληροφορίες για τις κινήσεις των γερμανικών στρατευμάτων, οι οποίες αναμεταδίδονταν στο Λονδίνο. Γλυτώνοντας παρατρίχα από την Γκεστάπο, αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν στη Ρουσιγιόν, κρυμμένοι και φοβισμένοι, περιμένοντας το τέλος του πολέμου. Στοιχεία από τη ζωή του στην εξορία και την εμπειρία του πολέμου θα συνθέσουν το πιο γνωστό θεατρικό του έργο, «Περιμένοντας τον Γκοντό». Γράφει: «Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς εδώ, μάλιστα, ιδού η απορία. Και έχουμε την ευτυχία να ξέρουμε την απάντηση. Ναι, μέσα σ’αυτή την απέραντη σύγχυση, ένα είναι ξεκάθαρο: Περιμένουμε να έρθει ο Γκοντό».

Μετά τον θάνατο της μητέρας του, με τη σκέψη του μεστωμένη και βασανισμένη, δίνει στα γραπτά του το ελεύθερο να ντυθούν με το πιο έντονο άρωμα των σχιζοφρενών πρωταγωνιστών του. Γράφοντας αποκλειστικά στα γαλλικά, χωρίς όμως ποτέ να υποτάξει τη γαελική φωνή του, ξεκινά τη συγγραφή της πασίγνωστης τριλογίας του: «Μολλόυ», «Ο Μαλόν πεθαίνει» και «Ο Ακατανόμαστος». Εκείνα τα γραπτά διαποτίζονται πλήρως από τη δική του οπτική, απαξιώνουν τον καθημερινό κόσμο και δυσκολεύουν τη δημοσίευσή τους. Το ταλέντο του καταφέρνει να βρει στέγη στον εκδοτικό οίκο Les Éditions de Minuit, όπου ξεκινά η πολύχρονη συνεργασία του μαζί τους.

Το παράλογο

Παραλήπτης του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969, ο θαυμαστός αυτός γλωσσοπλάστης μεταμόρφωσε τις νατουραλιστικές φόρμες της εποχής και εγκαθίδρυσε έναν μεταμοντέρνο, αφαιρετικό, σουρεαλιστικό και πειραματικό πεζό λόγο, όπου το περιεχόμενο και το νόημα κρύβονται ανάμεσα στις λέξεις, στα ανείπωτα, στις παύσεις και την ανθρώπινη γελοιότητα. Βασικό μοτίβο στα έργα του είναι η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, ο πεσιμισμός που επιφέρει η αόρατη συνομιλία του θνητού με το αθάνατο, η αέναη αναμονή του Τίποτα και η Γλώσσα – παραμορφωτικός καθρέφτης, αντίβαρο στην απογοητευτική πραγματικότητα.

Κάθε έργο του απομονώνει και αιχμαλωτίζει τα τρομερά ουρλιαχτά των ηλικιωμένων, καταθλιπτικών και μοναχικών ηρώων του, που παλεύουν να εκφραστούν μέσα από έναν μεταφορικό, κατακερματισμένο λόγο, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, επαναλαμβάνοντας έναν αγωνιώδη χείμαρρο λέξεων που καταλήγει σε αδιέξοδο. Το μπεκετικό χιούμορ είναι σκοτεινό και κινείται σαρωτικά, σαν τους σπασμούς των επιληπτικών λογοτεχνικών του αποκυημάτων.

Τα τελευταία χρόνια

Στο θέατρο ο Μπέκετ έδινε σαφείς οδηγίες προς τους ηθοποιούς: όσο το δυνατόν λιγότερες κινήσεις και προσοχή στις παύσεις και στον θόρυβο που κάνει η σιωπή. Ο χώρος και ο χρόνος είναι ρευστοί, επαναλαμβανόμενοι και γι’ αυτό διαχρονικοί, η συνέχεια ανύπαρκτη και γι’ αυτό ανικανοποίητη, οι ηθοποιοί εξαντλημένοι, επειδή δεν μπορούν να παίξουν ορθολογικά. Η αμφισημία της γλώσσας επαληθεύει την πολυσημία της.

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 συνέχισε να γράφει ακατάπαυστα, αν και τα κείμενά του γίνονταν ολοένα και πιο δυσκολονόητα, παρότι γραμμένα στα αγγλικά. Αποφεύγοντας τις δημόσιες εμφανίσεις και απορρίπτοντας συνεντεύξεις, προτιμούσε να περνά τον χρόνο του καπνίζοντας λεπτά τσιγάρα και πίνοντας εσπρέσο, ενίοτε και ουίσκι από τη γενέτειρά του, παρέα με φίλους σε γειτονικά μαγαζιά.

Η υγεία του άρχισε να φθίνει, καθώς έπασχε από εμφύσημα, περνώντας τα τελευταία του χρόνια σε μια ιδιωτική κλινική, διαβάζοντας τα αγαπημένα του βιβλία, παρακολουθώντας ράγκμπι, καπνίζοντας και πίνοντας μέχρι την τελευταία του μέρα, στις 22 Δεκεμβρίου 1989.

Το σκοτάδι

Για τον Μπέκετ, που συνεχώς τον κατέτρωγαν θεμελιώδη ερωτήματα όπως το νόημα της ύπαρξης και το Τίποτα ως ουσιαστική δύναμη που ορίζει τη ζωή και την τυχαιότητά της, την αναμονή για κάτι που δεν έρχεται και που, αν έρθει, είναι ανούσιο, εκείνος έζησε στωικά, ένας γνήσιος γνώστης της αποτυχίας τόσο στην Τέχνη όσο και στη Ζωή. Στην «Τελευταία Μαγνητοταινία του Κραπ» γράφει: «σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερος μου σύμμαχος…».

Παρόλη την απαισιοδοξία και τη διφορούμενη φύση του, τα έργα του δεν είναι ποτέ ένα ευθύ εγκεφαλογράφημα, και θα έλεγε κανείς πως η ψυχή αυτοθεραπεύεται διαβάζοντάς τα. Ξέρω ένα μέρος που δεν μοιάζει με κανένα… το σύμπαν του Μπέκετ. Μένει μόνο να το ανακαλύψουμε.

Γράφει η Άννα Αγρέβη

Πηγές:

Paul Vallely – Samuel Beckett: His life story
-Στέφανος Ροζάνης – Ένα νεύμα που απορρίπτει τον συγγραφέα (Εκδόσεις Γκόνη)
-Samuel Beckett, Silence to Silence – Ντοκιμαντέρ (1991)

Photo Credit: Roger Pic, Bibliothèque nationale de France, via Wikimedia Commons