Είναι δύσκολο να παραδεχτούμε ότι το in-yer-face μπορεί να διεκδικεί σήμερα το προνόμιο να προκαλεί στο κοινό ίδιας ποιότητας και έντασης ανακλαστικές αντιδράσεις με εκείνες της χρυσής εποχής του θριάμβου της Cool Britannia που ενέπνευσε συγγραφείς όπως ο Φίλιπ Ρίντλει, ο Μαρκ Ρέινβεχιλ, η Σάρα Κέην, ο Πάτρικ Μάρμπερ, ο Μάρτιν Μακντόνα και ο Άντονυ Νίλσον. Και αν πρέπει να αναζητήσουμε έναν λόγο αυτός σίγουρα  δεν είναι ότι ως διά μαγείας επιλύθηκαν χρόνια προβλήματα των κοινωνιών όπως η βία, το έγκλημα, οι διακρίσεις, οι ανισότητες και οι πόλεμοι, επάνω στις οποία το in-yer-face στήριξε κατά κόρον την καταγγελτική ρητορική του. 

Αυτό το θέατρο που ο Άλεξ Σιρζ χαρακτήρισε «πρωτίστως και κυρίως κείμενο» υπήρξε ίσως το ακροτελεύτιο προπύργιο μιας οργανωμένης από σκηνής λογοκεντρικής διαμαρτυρίας προτού η σαρωτική επέλαση της εικόνας, μέσω του διαδικτύου, έρθει να εξαλείψει κάθε ίχνος υπονόησης, ενδεχόμενου και φαντασίας. Παρόλα αυτά, η ισχύς του in-yer-face δεν εξασθένισε ποτέ, πρωτίστως διότι είχε να επιδείξει αριστοτεχνικά δείγματα γραφής, αλλά και επειδή εξακολουθεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να συνιστά μια οδό που οδηγεί σε μια πιθανότητα αλλαγής και ρήξης με τα καθιερωμένα, ένα δραματουργικό ιδίωμα ανήσυχο, όσο και προβοκατόρικο, ικανό να πυροδοτήσει αντισυμβατικές αντιδράσεις εκ μέρους του κοινού.

Πολιτικό θέατρο στον πυρήνα του κατέφευγε στην ανάκληση απωθημένων γλωσσικών φετίχ και εικόνων-ταμπού προκειμένου να εισχωρήσει μέσα στην πραγματικότητα του θεατή, φέρνοντάς τον, στη συνέχεια, σε ευθεία αντιπαράσταση με αυτή την, σχεδόν πάντα, επώδυνη πραγματικότητα. Ωστόσο, για έναν θεατή της δικής μας εποχής οι όροι έχουν αντιστραφεί. Είναι προφανές ότι πλέον η εικονική εμπειρία προηγείται της λεκτικής, ενώ τα συναισθήματα της έκπληξης και του σοκ έχουν συντελεστεί ως βιώματα πολύ πριν αυτά αποκρυσταλλωθούν ως λογοτεχνικές κατασκευές. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι δημιουργοί που διαχειρίζονται τη δραματουργία του in-yer-face έρχονται αντιμέτωποι με το στοίχημα να μετατρέψουν την αφήγησή της σε ένα είδος μετα-εικόνας που θα αναδεικνύει τον ακραίο λόγο ως μέσο βίωσης μιας νέας εμπειρίας πέρα και πάνω από τη δύναμη της εικόνας.

Το «Closer» (1997) του Πάτρικ Μάρμπερ συγκαταλέγεται μεταξύ των χαρακτηριστικών παραδειγμάτων του θεάτρου in-yer-face με εμφανείς αναφορές στην «Προδοσία» του Πίντερ, αλλά και με επιρροές από το Leitmotiv του Στρίντμπεργκ: την προαιώνια αντιπαλότητα γυναίκας-άνδρα. Το θέμα φαινομενικά μοιάζει κοινότοπο: δύο ζευγάρια διασταυρώνονται και επιδίδονται σε ένα εξαντλητικό ερωτικό γαϊτανάκι, μέχρις ότου χωρίσουν οριστικά οι δρόμοι τους υπό τη σκιά ενός τραγικού θανάτου. Παρά  τη γραμμική πλοκή ο Μάρμπερ φροντίζει να βαθύνει τον προβληματισμό του αντλώντας φιλοσοφικά ερωτήματα. Πώς η έννοια του «άλλου» νοηματοδοτεί την παρουσία των χαρακτήρων; Πώς το σώμα μετατρέπεται σε χώρο κατανάλωσης, ετεροτοπία, δυστοπία και υπενθύμιση των εναλλακτικών εκδοχών της «αλήθειας»; Και κατά πόσο η «αλήθεια» συνιστά λύτρωση ή καταδίκη στην αέναη σύγκρουση των φύλων;  Με ποιους τρόπους οι λέξεις μεταβάλλουν την αρνητική τους δυναμική κάτω από το βάρος μιας υπερτροφικής επαναληπτικότητας; Πώς το διαδίκτυο αναδεικνύεται σε μοχλό διαφυγής από τις συντεταγμένες του πραγματικού χωροχρόνου και μετατρέπεται σε χίμαιρα; 

Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Αγιοπετρίτη-Μπογδάνου προσέγγισε το έργο του Μάρμπερ ως μια ακολουθία ερωτικών επεισοδίων μέσα σε μια urban, κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, από την οποία δεν έλειπε και μια ποιητική προοπτική ως αντίστιξη στην εξουθενωτική βιαιότητα των λέξεων και των συγκρούσεων. Αναμφίβολα όμως θα μπορούσε να εξορύξει πολλά περισσότερα από το υπέδαφος ενός έργου που δείχνει να πραγματεύεται φιλοσοφικά ζητήματα όπως η αλήθεια, το σώμα, το τραύμα, οι συνειρμοί που γεννούν οι λέξεις, οι ετεροτοπολογίες.

Όλα αυτά τα ζητήματα φάνηκαν ανέγγιχτα μέσα στο περιτύλιγμα μιας πειραγμένης εκδοχής μπουλβάρ, όπου αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες επιδίδονται σε διαγκωνισμούς για την εξυπηρέτηση της αμεσότητας του ρεαλισμού, της ατάκας, της αύρας της προσωπικότητας, της σκηνικής γοητείας.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών (Μιχάλης Λεβεντογιάννης, ΒίκυΠαπαδοπούλου, Ναταλία Σουίφτ, Σπύρος Σταμούλης), γενικά ευσυνείδητες και συμμορφωμένες στην υφολογία του έργου, δεν αποφεύγουν να προδώσουν και μια αίσθηση αμηχανίας, προϊόν ελλείμματος μιας ουσιαστικής και πολύπλευρης σκηνικής τριβής (με εξαίρεση την παρουσία του Σπύρου Σταμούλη που εξελίσσεται πιο στέρεα). Η σκηνογραφική σύλληψη της Λίνας Πηγαδιώτη «φλύαρη» και υπερκινητική υπονομεύει την ευθύγραμμη και λιτή δραματουργική διάταξη, ενώ η μουσική της Danai Nielsen, συνδυασμός ετερόκλητων ακουσμάτων, ρυθμών και ηχητικών τοπίων, δίνει ένα σύνθετο στίγμα της ταυτότητας του έργου. Τέλος, οι φωτιστικές δημιουργίες του Φώτη Μπιρμπίλη εξυπηρετούν τις μεταβάσεις από τις ρεαλιστικές ατμόσφαιρες στις ψευδαισθησιογόνες ουτοπίες, αλλά και στους «κυρίαρχους τόπους», όπου συντελείται η επίπονη διαδικασία της αναρρίπισης της μνήμης.

Photo Credits: Πάτροκλος Σκαφίδας

Διαβάστε επίσης:

Closer, του Πάτρικ Μάρμπερ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αγιοπετρίτη – Μπογδάνου στο Θέατρο Χώρα