«Αν ένα βιβλίο δεν μας συγκλονίζει όπως ένα χτύπημα στο κρανίο, για ποιον λόγο να το διαβάσουμε;» είχε δηλώσει πολύ επιτυχημένα ο Κάφκα. Και σκέφτομαι με το φτωχό μου μυαλό πως αυτός ο αθόρυβος Ρώσος – το όνομα του οποίου αναγράφεται επάνω – που με τα γραπτά του σημάδεψε την λογοτεχνική ιστορία σε παγκόσμιο επίπεδο και μας συγκλονίζει συθέμελα και μας συγκινεί από την κορφή ως τα νύχια και έχει τον τρόπο να μας ταρακουνάει με τα κοινωνικά του μηνύματα, τα οποία μας διαπερνάνε σαν ηλεκτρικό ρεύμα.

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

Ο Κάφκα μάλλον για τέτοιους συγγραφείς μιλούσε όπως είναι ο Τσέχωφ και οι σύγχρονοι του μεγάλοι Ρώσοι λογοτέχνες, οπότε μην σπαταλάτε τον χρόνο σας αδιάφορα και ανόητα σε διαβάσματα που είναι ανούσια. «Βραχείτε» και βουτήξτε σε τέτοιου είδους λογοτεχνικά νερά δίχως σωσίβιο.

Μετά την Κυρία με το σκυλάκι στην οποία γνωρίσαμε έναν Τσέχωφ έντονα μελαγχολικό, ερωτικό αλλά συνάμα και βαθιά ρομαντικό όσο και ευαίσθητο, ήρθε η ώρα να συναντήσουμε έναν Τσέχωφ πολύ πιο σκοτεινό, φιλοσοφημένο, προβληματισμένο και απογοητευμένο θα έλεγα. Υπάρχει μία δόση ανασφάλειας, αγωνίας και περίλυπης ατμόσφαιρας σε αυτήν την νουβέλα την οποία κτίζει με τόση προσοχή πάνω σε ανθρώπινα και αληθινά θεμέλια, τα οποία είναι από εύθραυστα έως και ετοιμόρροπα. Ο Τσέχωφ περιγράφει στα έργα του έναν κόσμο στάσιμο αλλά και δραστήριο, ικανό να αλλάξει, αλλά λόγω των συνθηκών δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από τα σίδερα στα οποία τoν έχουν δέσει σαν έναν άλλο Προμηθέα. Είναι συμπονετικός, αλληλέγγυος και παρηγορητικός στον ανθρώπινο πόνο και την δυστυχία, αυτήν την καταβεβλημένη από τις κακουχίες και τις αγκυλώσεις της εξουσίας κοινωνία υφαίνει σε κάθε του γραμμή και εμείς κατανοούμε πόσο η κοινωνία δεν έχει διόλου μεταβληθεί αλλά καθίσταται όλο και πιο τερατώδης, δογματική και κυρίως ματαιόδοξη.

Η ιστορία έχει ως πρωταγωνιστή της την ίδια την ζωή. Είναι πολύ ενδιαφέρον πως όλοι αυτοί οι μεγάλοι της λογοτεχνίας, όπως και ο Σβέβο που σας γνώρισα στην προηγούμενη συνάντησή μας, επικεντρώνονται σε αυτό που οι άνθρωποι αδυνατούμε να αντιληφθούμε. Πως είμαστε δηλαδή κλειδωμένοι στην μικρότητα μας και στις σκέψεις μας, βαθιά εσωστρεφείς με τάσεις αλληλοσπαραγμού και υποχθόνιου μίσους ο ένας για τον άλλο. Αυτό χαρακτήριζε τις κοινωνίες του χθες, αυτό κηλιδώνει τις κοινωνίες του σήμερα, αυτό θα στιγματίζει τις κοινωνίες του αύριο. Ο Τσέχωφ μας μιλάει για έναν γιατρό, τον Αντρέι Εφίμιτς σε μία κλινική μίας επαρχιακής πόλης, έναν φιλήσυχο και πολύ ευαίσθητο άνθρωπο, μία μορφή που αν βάδιζε δίπλα μας θα την εξυφαίναμε ως αόρατη, ως μη ούσα. Και όμως αυτός ο γιατρός που κινείται, κατά πως δείχνει ο ρους της αφήγησης, μακριά από τα πλοκάμια του διεφθαρμένου και σάπιου κυκλώματος των γιατρών, οι οποίοι μεταχειρίζονται τους αρρώστους ως ζώα και χειρότερα ακόμα, έρχεται σε επικοινωνία και επαφή με έναν έγκλειστο της κλινικής, έναν πρώην δικαστικό κλητήρα. Αυτός ο Ιβάν Ντμήτριτς, δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο να βρίσκεται εκεί στην κλινική της αθλιότητας και της απαξίωσης του ανθρώπινου είδους. Πάσχει υποτίθεται από μανία καταδιώξεως και η ιατρική γνωμάτευση όρισε πως η θέση που του αρμόζει είναι μέσα σε ένα κελί μακριά από τα φώτα των δήθεν υγιών ανθρώπων του έξω κόσμου γιατί υπάρχει κίνδυνος να τους μολύνει.

Ο Αντρέι Εφίμιτς, προφητικά κινούμενος και από ευαισθησία και περίσσιο συλλογισμό ορμώμενος, αναπτύσσει μία ιδιότυπη σχέση με τον ασθενή του, γιατί κατά βάθος γνωρίζει όσο μιλάει μαζί του πως έχει απέναντί του έναν άνθρωπο καθόλου διαταραγμένο αλλά μάλλον πνευματικά ισορροπημένο με τον οποίο μπορεί και συνδιαλέγεται σε μία γλώσσα που υπάρχει μόνο στα βιβλία. Συζητούν επί ώρες για θέματα πνευματικής φύσεως και εσωτερισμού που απασχολούν ανθρώπους με νοημοσύνη, εξελιγμένους πνευματικά, την πνευματικότητα των οποίων όμως αδυνατούν να καταλάβουν οι υπόλοιποι γι’ αυτό και τους οδηγούν σε ένα μέρος όπου είναι υπό έλεγχο, υπό επιτήρηση από τον φόβο μήπως και ξυπνήσουν τις συνειδήσεις και προκαλέσουν προβλήματα στην καθεστηκυία τάξη. Γιατί δεν χωρεί αμφιβολία πως περί αυτού πρόκειται. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως ο ίδιος ο γιατρός γρήγορα γίνεται αντιληπτός από έναν νέο γιατρό, ο οποίος ύπουλα και υπόγεια έρχεται ως διάδοχός του σε ένα σύστημα που υπηρετεί τους χαφιέδες και αποδοκιμάζει τους άξιους.

Η ρώσικη αρκούδα που όλα τα κατατροπώνει και όλα τα κατεδαφίζει είναι η πολιτική τάξη της εποχής και τα φέουδα της που με νύχια και με δόντια πρέπει να κρατηθούν εν ζωή. Αυτήν την εικόνα εμμέσως πλην σαφώς επιχειρεί να μας φωτίσει ο Τσέχωφ με μία έντονη δραματικότητα στην πορεία της αφήγησής του. Ο γιατρός Εφίμιτς καταλήγει ούτε λίγο ούτε πολύ να αποτελέσει το επόμενο θύμα των δήμιων που τον περιτριγυρίζουν και τον αναγκάζουν με δόλια μέσα να υποκύψει. Δίχως αντίσταση και με δόση χριστιανικής υπομονής και ευσπλαχνίας για τον άνθρωπο που τον καταδίκασε σε μία ζωή φυλακισμένη πεθαίνει από αποπληξία.

Είναι γεγονός πως στην νουβέλα αυτή ανακαλύπτουμε όλη την βαναυσότητα και τον εξευτελισμό της φύσης του ανθρώπου σε ένα ψυχιατρικό άσυλο που κάθε άλλο παρά προστατεύει και προσπαθεί να κλείσει τις πληγές των τροφίμων, είναι ένα άσυλο φάντασμα, ένας χώρος καταραμένος όπου τα κελιά μετατρέπουν τους αρρώστους σε άγρια θηρία που δεν έχουν βούληση αλλά εμποτίζονται με θλίψη και βασανιστικές μεθόδους από φύλακες-κτήνη. Και ο Τσέχωφ με αυτήν την νουβέλα επιτελεί κοινωνικό έργο μιας και καταπιάνεται με την συγγραφή ενός έργου που είναι διαποτισμένο από την προσωπική του εμπειρία ως γιατρού και με μία οξυδέρκεια ενός ρεαλιστή και παρατηρητή της ζωής κατακεραυνώνει το κοινωνικό σύστημα πρόνοιας ανοίγοντας τον δρόμο μίας αλλαγής που αν επήλθε τότε ή δεν επέλθει αύριο, σίγουρα θα κρούσει τους κώδωνες του κινδύνου για να εξαλειφθούν εικόνες ντροπής όπως αυτή που περιγράφεται εδώ. Μην αφήσετε λοιπόν αυτό το αριστούργημα να σας διαφύγει με την υπόνοια πως θα στεναχωρηθείτε, προτιμότερο είναι να ζήσετε και να διαβάσετε κάτι ομολογουμένως δυσάρεστο αλλά συνάμα φιλάνθρωπο μέσα από την λογοτεχνική σκοπιά ενός συγγραφέα που υπηρέτησε και σεβάστηκε την τέχνη του παρά να το ψαχουλέψετε σε ένα κουτί που εκλιπαρεί να σας βομβαρδίσει με εικόνες δίχως συναίσθημα.

«Η ζωή είναι μία δυσάρεστη παγίδα» Άντον Τσέχωφ