Κάθε φορά που καλούμαι να σας εισαγάγω στον κόσμο ενός μυθιστορήματος που μόλις ολοκλήρωσα ο λόγος μου βρίσκει έναν τοίχο και αυτό συμβαίνει διότι επιθυμία μου είναι να είστε συμμέτοχοι και όχι απλά θεατές σε αυτό που ονομάζω αποστολή μου, συνεπώς ο τοίχος να κατακερματιστεί για να έρθω πιο κοντά σας.

 

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

 

Έρχομαι για άλλη μία φορά λοιπόν στην ευχάριστη θέση να κλέψω λίγο από τον χρόνο σας – μιας και αυτός είναι πολύτιμος όπως έλεγε και ο Προυστ – για να μοιραστώ συναισθήματα και ανησυχίες που προκύπτουν και αναβλύζουν ταυτόχρονα. Ο λογοτεχνικός περίπατος στον κήπο των συναισθημάτων και των συγκινήσεων έρχονται να κλονίσουν τον άνθρωπο του σήμερα ακόμα και αν ο Zweig μιλάει για τον άνθρωπο του χθες. Είναι ανατριχιαστικά ευφυής ο τρόπος που χτυπάει το κουδούνι της ευαισθησίας μας σε μία ιστορία καθαρά μυθοπλαστική αλλά εμφανέστατα αληθοφανή. Εξάλλου, η αγάπη και ο πόνος είναι επικίνδυνα νοήματα και αν δεν βουτήξει κάποιος σε αυτά, τότε δεν έχει ζήσει.

 

Όντας εγώ, όπως και εσείς, μέλη μίας κοινωνίας που συνεχώς μεταλλάσσεται και μεταβάλλεται μέσα από διάφορα κοινωνικοψυχολογικά γεγονότα πάσης φύσεως θα νιώσετε το άγγιγμα του συγγραφέα πάνω σας, σαν ένα χέρι άλλοτε να σας χαστουκίζει και άλλοτε να σας χαϊδεύει. Μήπως άλλωστε υπάρχει σταθερότητα και ισορροπία στην χαρμολύπη της καθημερινής μας ζωής? Έτσι και εδώ, σε ένα μυθιστόρημα γραμμένο το 1937 που έχει ως επίκεντρο τον οίκτο ενός υπίλαρχου, του Άντον Χοφμίλερ για μία κατάκοιτη την Έντιθ Κεκεσφάλβα, αποκαλύπτεται η αινιγματική εξέλιξη μίας ιστορίας καθ’ όλα ανθρώπινης, εξαιρετικά συμβατικής και όμως κατά τα ειωθότα της εποχής ασύμβατης. Εννοώ πως ο υπίλαρχος, αθώος και αφελής με την καλή έννοια του όρου, δέχεται να προσφέρει ακούσια και στην πορεία εκούσια έναν οίκτο που κινείται ριψοκίνδυνα και στο τέλος καταλήγει όπως θα ανακαλύψετε και εσείς, επικίνδυνος και οδυνηρός για τον άνθρωπο που έχει απέναντί του και που στην ουσία καταντάει να γίνει θύμα του. Αλλά ποιος ακόμα και σήμερα θα προσέφερε τόσο ανιδιοτελώς την παρέα του, τον χρόνο του, την αφοσίωσή του σε έναν άνθρωπο καθισμένο σε μία καρέκλα ουσιαστικά ηλεκτρική? Ποιος θα υπόμενε την απίστευτη όσο και επώδυνη διακύμανση των συναισθημάτων μίας κοπέλας που έχει καταδικαστεί να μυρίζεται την ζωή και τελικά να μην την χαίρεται? Ερωτήματα που θίγει ο Zweig σε μία περίοδο όπου ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών και ο ίδιος εμφανίζεται κουρασμένος από την καταπάτηση των ελευθεριών και των αξιών.

 

Κάποιοι ορίζουν αυτό το μυθιστόρημα ως ψυχολογικό, δεδομένης της φιλίας του με τον Φρόυντ, άλλωστε ο ίδιος αισθάνεται περήφανος για αυτήν και εκείνη την χρονική στιγμή αλληλογραφεί με τον Φρόυντ για την πορεία του βιβλίου του και του παραθέτει πληροφορίες για το περιεχόμενό του. Πρόκειται όντως για ένα σύγγραμμα με βαθιές κοινωνικές νύξεις και ανατρεπτικό ως προς το ξεγύμνωμα αναστολών και στερεοτύπων που ακόμα και σήμερα που υποτίθεται πως η κοινωνία είναι απελευθερωμένη αυτά συνεχίζουν να κατατρώγουν την όποια προσπάθεια για την οριστική τους εξάλειψη. Θέτει θέματα ηθικής που λίγοι τόλμησαν και ακόμα λιγότεροι τολμούν να αγγίξουν, το ζήτημα της αγάπης είναι πνευματικό, σωματικό ή είναι κάτι άλλο αόριστο και αιωρούμενο? Έχει το δικαίωμα κάποιος να συμπονά μόνο και μόνο για να μην προκαλέσει θλίψη και πόνο σε έναν άνθρωπο που ήδη είναι έρμαιο της μοίρας του και πασχίζει καθημερινά να την καταπολεμήσει με ένα θάρρος όμοιο με αυτό του στρατιώτη στη μάχη? Έχει την δύναμη ο υπίλαρχος Χοφμίλερ στην περίπτωσή μας να αποτινάξει τον ζυγό που τον σφίγγει και να λύσει τον γόρδιο δεσμό που έχει κλειδώσει την συνείδησή του και την σκέψη του? Ζυγός και γόρδιος δεσμός είναι το γεγονός πως δεν νιώθει αγάπη και έρωτα για την κοπέλα αυτή αλλά στέκεται συμπαραστάτης για να μην πληγώσει το ήδη εξασθενημένο ηθικό της, ποιο άραγε είναι το κίνητρό του και τι καταλαβαίνει πως τον κινεί? Είναι πιο σωστή η παρηγοριά από την ίδια την αλήθεια? Πληθώρα ηθικών αποριών καταφθάνουν από κάθε γωνιά του μυαλού του και εμείς, ο καθένας με τις εμπειρίες του και τις προσλαμβάνουσές του δονείται από αυτήν την αγωνία, την βιώνει και την επεξεργάζεται κατά το δοκούν. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ανθρώπινη αδυναμία στην οποία αναφέρεται με κάθε ευκαιρία ο Zweig δεν εξαλείφεται, δεν σβήνεται και δεν εξαϋλώνεται, είναι ένα μικρόβιο που δεν βρίσκει θεραπεία γιατί απλά είναι έμφυτη και κινεί τα νήματα του καθενός και της καθεμιάς σε κάθε έκφανση αυτού που ονομάζουμε ζωή.

 

Η αγάπη και ο έρωτας επίσης δεν αγοράζονται και αν ο πατέρας της Έντιθ είναι αυτός που λόγω της οικονομικής του ευχέρειας προσπαθεί να βαλσαμώσει την απελπισία και την απόγνωσή της με οικονομικά και υλικά μέσα για να προσδώσει στην ζωή της ένα κάποιο νόημα και μία κάποια σημασία έτσι που να της απαλύνει το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει, το μόνο που καταφέρνει είναι να την οδηγεί προς τον γκρεμό. Διότι η ταχύτητα της σκέψης προς την αρνητική όχθη ρέει, για αυτούς τους ανθρώπους, όπως το νερό στο ποτάμι και η ορμή της σκέψης γίνεται καταρράκτης που μπορεί να παρασύρει στο διάβα του ό,τι υπάρχει ακόμα όρθιο μέσα τους. Η Έντιθ κρατιέται από την ελπίδα, γιατί μόνο αυτή της έχει μείνει, πως ο Άντον είναι ο στόχος της και όλες τις οι προσπάθειες να θεραπευτεί γυρίζουν γύρω από εκείνον. Και όταν εκείνος απαρνιέται την αγάπη που του τρέφει με ψέματα και με υπόγειες διαδικασίες τότε εκείνη γκρεμίζει την όποια πρόσκαιρη στέγη φωτός είχε δημιουργήσει μέσα της.

 

Το παράδοξο είναι πως ο Zweig – εδώ είναι που το μυθιστόρημα συναντάει την ίδια την αλήθεια της ζωής – αυτοκτόνησε το 1942 μαζί με την γυναίκα του διότι δεν άντεξε να βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του και να ξέρει πως η Ευρώπη του πνεύματος που είχε ονειρευτεί συνθλιβόταν μέρα με την μέρα. Παραθέτω ένα απόσπασμα των όσων είπε γιατί τα λόγια τα δικά μου είναι περιττά: «Πήρα την απόφαση, με τη θέλησή μου και σε πλήρη διαύγεια, να εγκαταλείψω τη ζωή. Πριν το κάνω, νιώθω την ανάγκη να τακτοποιήσω ένα τελευταίο καθήκον: Να ευχαριστήσω από καρδιάς τη Βραζιλία, αυτή τη θαυμάσια χώρα, που πρόσφερε σε μένα και στη δουλειά μου ένα καταφύγιο τόσο καλό και φιλόξενο. Μέρα με την ημέρα έμαθα να την αγαπώ όλο και περισσότερο και πουθενά αλλού δεν θα ‘θελα να αρχίσω μια καινούργια ζωή, τώρα που ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου, έχει κι αυτή αφανιστεί. Αλλά ύστερα από εξήντα χρόνια θα ‘πρεπε κανείς να διαθέτει εξαιρετικές δυνάμεις, για να μπορέσει να ξαναρχίσει τη ζωή του. […] Χαιρετώ όλους μου τους φίλους. Εύχομαι να δουν και πάλι τις αυγές που θα ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα ανυπόμονος, προπορεύομαι».

 

Μακάρι να βρούμε όλοι την Ιθάκη μας και να αποχωρήσουμε με ψηλά το κεφάλι – θα πρότεινα όχι με την δική του μέθοδο βεβαίως την οποία όμως και σέβομαι απόλυτα – όπως έκανε ο Zweig με αξιοπρέπεια και γνήσια καλλιτεχνική φλέβα, θα έλεγα με γνώση πως δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει προτίμησε να σιγήσει για πάντα. Δυστυχώς τα μεγάλα πνεύματα έχουν το γνώθι σε αυτόν, γνωρίζουν πότε πρέπει να αποχωρήσουν και το αστέρι τους λάμπει ακόμα και όταν είναι απόντες, μέσα μας και μελετώντας τους είναι κάτι παραπάνω από παρόντες. Πριν κλείσω και σας αφήσω να εντρυφήσετε επικίνδυνα στον οίκτο να σημειώσω πως η έκδοση είναι εξαιρετική, γιατί εμπεριέχει τις εισαγωγές τριών εκδόσεων, της αγγλικής, της αμερικάνικης και της γαλλικής, προσφέροντάς μας πληροφορίες για την πορεία του βιβλίου και την εύρεση του τελικού τίτλου. Η μετάφραση επίσης έχει όλα εκείνα τα στοιχεία για έναν αναγνώστη ώστε και να κατανοήσει το κείμενο αλλά και να απολαύσει την πλούσια ελληνική γλώσσα που αλλιώς κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Είθε το ταξίδι της ανάγνωσης να είναι μακρύ!

 

«Επειδή η αγάπη, σύμφωνα με την εσωτερική της φύση, γυρεύει πάντα το άπειρο, ό,τι είναι μέτριο, κανονικό, της είναι ανυπόφορο»

 

Το βιβλίο του Stefan Zweig με τίτλο “Επικίνδυνος οίκτος”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα.