Η έκθεση “Body Politics”, η οποία παρουσιάζεται από τις 8 Σεπτεμβρίου 2022 έως και τις 8 Ιανουαρίου 2023, περιλαμβάνει τους πρώιμους πίνακες της Κάρολι Σνίμαν, τα κινητικά έργα της, αλλά και τις συλλογές των πειραματικών γλυπτών της. Παράλληλα, παρουσιάζει την ρηξικέλευθη περφόρμανς, στην οποία χρησιμοποίησε το σώμα της ως το μέσο της καλλιτεχνικής έκφρασης, τις ομαδικές περφόρμανς στις οποίες έχει πάρει μέρος, όπως και τις ταινίες και τις πολυμεσικές εγκαταστάσεις της. Εκτίθενται περισσότερα από 300 έργα, καθώς και αρχειακό υλικό, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο πόσο επίκαιρη είναι η δουλειά της Κάρολι Σνίμαν, αλλά και στο πώς η ίδια αποτέλεσε έμπνευση και ανήκει ανάμεσα στις πιο επιδραστικές και σημαντικές καλλιτέχνιδες του εικοστού και των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα.

Η Κάρολι Σνίμαν ήταν και παραμένει φεμινιστικό είδωλο, αλλά και σημείο αναφοράς για τους σύγχρονους καλλιτέχνες. Το έργο της επικεντρώνεται στα επισφαλή βιώματα ανθρώπων και ζώων, φέρνοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος θέματα όπως είναι η σεξουαλική έκφραση, η βία του πολέμου και η «αντικειμενοποίηση» των γυναικών.

Λίγα λόγια για την Κάρολι Σνίμαν

Η Κάρολι Σνίμαν γεννήθηκε το 1939 στην Αμερική. Σπούδασε φιλοσοφία και ποίηση στο Bard College, αλλά και ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Η Σνίμαν είναι γνωστή για τις προκλητικές της περφόρμανς –θεωρείται η πρόγονος της Σωματικής Τέχνης –, με το έργο της να επικεντρώνεται σε καίρια ζητήματα, όπως είναι η ταυτότητα και η πολιτική των φύλων, αλλά και τα κοινωνικά ταμπού. Η καριέρα της ξεκίνησε από την αφαιρετική εξπρεσιονιστική ζωγραφική, αλλά μετέβει γρήγορα σε πιο πειραματικές εκφραστικές μεθόδους.

Στα 1960 έλαβε μέρος σε αρκετά Happenings, δηλαδή σε ζωντανές πολυμεσικές περφόρμανς, ενώ την ίδια εποχή έκανε η ίδια τις χορογραφίες για μια σειρά έργων για την πειραματική κολεκτίβα Judson Dance Theater. Τα έργα αυτά, τα οποία ονόμαζε «έργα κίνησης» (movement works), θεωρούνταν μοναδικά και δεν μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν, καθώς συνθέτονταν ταυτόχρονα από ζωγραφική, εγκατάσταση και περφόρμανς. Ο όρος που χρησιμοποίησε η Σνίμαν με αφορμή αυτά ήταν «κινητικό θέατρο» (kinetic theater). Ήταν το 1964 που η Σνίμαν παρουσίασε για πρώτη φορά το έργο που έγινε συνώνυμο με το όνομά της, το “Meat Joy”.

Στην πορεία της καριέρας της, ενσωμάτωσε και την κινηματογράφηση στα καλλιτεχνικά μέσα τα οποία αξιοποιούσε. Η πρώτη ταινία της με τίτλο “Fuses: Part I of an Autobiographical Trilogy (1964–67)” παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών το 1969, προκαλώντας την οργή του κοινού, εξαιτίας του σεξουαλικού περιεχομένου της.

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και 1990, η Σνίμαν επέμεινε θεματολογικά στο γυναικείο σώμα και τα φεμινιστικά μηνύματα, χρησιμοποιώντας κυρίως το βίντεο, τη γραφή και τις πολυμεσικές εγκαταστάσεις ως εκφραστικά μέσα.

Κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα συνέχισε να εκθέτει τα έργα της και να διδάσκει, ενώ το 2017 κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας για το επίτευγμα ζωής.

Πηγές: barbican.org.uk | “Carolee Schneemann”, Britannica

Φωτογραφία: © 2022 Carolee Schneemann Foundation / Artists Rights Society (ARS), New York / DACS, London. Ανακτήθηκε από: barbican.org.uk