Τρία από τα σημαντικότερα έργα του ρεπερτορίου του Μπαλέτου του Maurice Béjart έρχονται

στο Θέατρο Badminton και επανασυστήνουν στο Αθηναϊκό κοινό το όραμα του δεινού αυτού ονειροπόλου του σύγχρονου χορού.

BOLERO – DIONYSOS – SYNCOPE
6-10 Ιουνίου 2012

 

 

Η «φωνή» και η «κίνηση» ενός από τους ιδρυτές του σύγχρονου χορού μαζί με το μπαλέτο του, που συνεχίζει εδώ και τέσσερα χρόνια (μετά την αναπάντεχη  «φυγή» του, έστω και στα 80 του χρόνια) το ιδιαίτερο όραμά του, επανέρχονται στο Θέατρο Badminton με τρείς πολύ σημαντικές χορογραφίες: «Dionysos (suite) σε μουσική Ρίχαρντ Βάγκνερ, Μάνου Χατζιδάκι και κοστούμια Gianni Versace, «Syncope» μία δημιουργία του διαδόχου του Béjart, Gil Roman, και το πασίγνωστο «Bolero», την πλέον εμβληματική χορογραφία του Maurice Béjart, σε μουσική του Maurice Ravel.

Με τις τρεις αυτές χορογραφίες θα πραγματοποιήσει, το μπαλέτο, την φετινή του παγκόσμια περιοδεία, κάνοντας στάση τον Ιούνιο του 2012 στο Θέατρο Badminton. Ένα αφιέρωμα στα 25 χρόνια από την ίδρυση των Μπαλέτων Béjart της Λοζάννης, έργο ζωής του κορυφαίου χορογράφου και μεγάλου λάτρη της Ελλάδας, Maurice Béjart.

Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Μωρίς Μπεζάρ και το συγκρότημα χορού του διατηρεί, όπως πάντα, ένα υψηλότατο επίπεδο που το οδηγεί στην κορυφή. Πραγματοποιεί συνεχόμενες περιοδείες ανά τον κόσμο και συνεχίζει να λάμπει με ιδιαίτερα θεάματα, λες και ο Μπεζάρ κατέχει καλά, ακόμη, το μυστικό με πιο πρόσφατο παράδειγμα, το έργο του «Sacre du printemps» (Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης) που το μπαλέτο ερμήνευσε στην Ιαπωνία μαζί με το Tokyo Ballet και την Ισραηλινή Φιλαρμονική Ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Zubin Mehta!

Ο Gil Roman, τωρινός Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μπαλέτου, που έχει ορίσει ο ίδιος ο Μωρίς Μπεζάρ, προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό το έργο του Μπεζάρ, ακολουθώντας πιστά τα βήματά του και προσφέροντας μια σειρά από παραστάσεις, που συζητιούνται και ξεχωρίζουν. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων, αυτών, τεσσάρων ετών έχει ανεβάσει νέες εκδοχές σε παραστάσεις όπως: «Le Sacre du printemps», «Serait-ce la mort «?,» Sonate à trois», «Ce que l’amour me dit », «Le Concours», «Le Chant du compagnon errant», «Webern Opus V», «Dialogue de l’ombre double», «Le Marteau sans maître» και «Dionysos (suite», «L’Amour la danse», «Le Presbytère…», «Le Tour du monde en 80 minutes» κ.ά.

Όμως, ένα συγκρότημα μπαλέτου δεν επιβιώνει μόνο με τις νέες εκδοχές σε μεγάλα έργα.  Έτσι, ο Gil Roman δημιούργησε και νέα μπαλέτα. Στις δημιουργίες του «L’Habit ne fait pas le moine», «Réflexion sur Béla», «Echographie d\’une baleine» και «Casino des esprits» προστέθηκε το «Aria» και πιο πρόσφατα το «Syncope». Κατά καιρούς, έχει αναθέσει χορογραφίες και σε πρώην μέλη του συγκροτήματος. Ο Tony Fabre κλήθηκε να σκηνοθετήσει το «Ismael», ο Joost Vrouenraets το «Ex Orbis», ο Sthan Kabar Louët δημιούργησε το «Alziam O-Est» και ο Julio Arozarena το «Song of Herself».

Αυτό το πλούσιο χορογραφικό αρχείο συμπληρώνεται από τα έργα δύο αναγνωρισμένων χορογράφων: το «Fauve» του Jean-Christophe Maillot, που δημιουργήθηκε για τους Bérénice Coppieters και Gil Roman και παρουσιάστηκε στο Μόντε Κάρλο, ως μέρος της βραδιάς “Russian Ballet” και το «Figures of Thought» του Alonzo King, που πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του, στις 11 Ιουνίου 2011 στη Λοζάνη.

Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, το φουαγιέ του Θεάτρου Badminton θα φιλοξενήσει έκθεση με κοστούμια μεγάλων παραστάσεων των Μπαλέτων Béjart Lausanne.

«Διόνυσος (suite)»       
Μια όχι και τόσο μακρινή ιστορία

«Ένας Έλληνας αφηγείται το μύθο του Διονύσου, τη θαυμαστή γέννησή του και τον έξαλλο χορό του, εκεί που  η Ελλάδα και η Μέση Ανατολή συναντιούνται, στο Πέρασμα για την Ινδία».

Κοστούμια, σκηνικά, μουσική και φυσικά ο ατέλειωτος, υπέροχος, ενστικτώδης χορός! Ένας  πνευματικός εορτασμός της ζωής, στις πιο απρόβλεπτες σαρκικές και πνευματικές της διαστάσεις.

Το μπαλέτο «Διόνυσος» δημιουργήθηκε, τροποποιήθηκε και ενδυναμώθηκε στο Μιλάνο το 1984, καθώς κατάφερε και καθιερώθηκε, αμέσως, ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του πλούσιου ρεπερτορίου του Μπεζάρ. Αργό στην αρχή, ταραχώδες αργότερα, καταφέρνει και κορυφώνεται με την είσοδο των «Βάκχων» στην ταβέρνα, όπου ο ρυθμός εντείνεται παρέα με είκοσι χορευτές, που επιδίδονται σε ένα «Διονυσιακό» συρτάκι. Γι αυτό και δεν αποτέλεσε καμία έκπληξη, το γεγονός πως ο Μπεζάρ τοποθέτησε την πλοκή στη σύγχρονη εποχή, σε μια ταβέρνα της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός δε, ότι οι χορευτές συμμετέχουν περισσότερο από τις χορεύτριες, επίσης δεν ξάφνιασε κανένα, αφού ο μύθος του Διονύσου είναι κυρίως ανδρικός.

Ο Gil Roman, συνεχιστής του μεγάλου οράματος, υπήρξε και ο ίδιος, μέλος του αρχικού καστ και αυτό είναι, ίσως, που τον βοήθησε τόσο εύστοχα στην αναγέννηση των προθέσεων του μπαλέτου.  Από το αρχικό σκηνικό- φόντο των έξι πινάκων του Ιάπωνα καλλιτέχνη Tanadori Yokoo, για τους οποίους ο ίδιος ο Μπεζάρ, θεωρούσε ότι «από αυτές τις εικονικές συνθέσεις, αναδύεται μια αληθινή χορογραφία που αντανακλάται στους χορευτές», παρέμειναν τελικά οι δύο.

Όσο δε για τα κοστούμια του Τζιάνι Βερσάτσε – με τον «Διόνυσο» να σηματοδοτεί την αρχή μιας γόνιμης συνεργασίας με το Béjart Ballet Lausanne-, αυτά άφησαν το σκοτάδι της αποθήκης, για να δουν ξανά τα φώτα της σκηνής/ράμπας με τον αέρα της μεγαλοπρέπειας και της αυθεντικότητάς τους.

Ο «Διόνυσος» του Μπεζάρ παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1985 στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Αθήνας, ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης.

«Syncope»
     
Δημιουργία, χορογραφία και σκηνοθεσία: Gil Roman
Μουσική: Citypercussion
Κοστούμια: Henri Davila
Φωτισμοί: Dominique Roman
Σκηνικά: Atelier du Teatre-Auditori, Sant Cugat, Ισπανία

Μία μουσική σε  κόντρα-τέμπο. Μια μουσική, ένα βήμα, ένας παλμός. Στην ιατρική είναι η παύση ή η επιβράδυνση της καρδιάς. Πέντε με δέκα δευτερόλεπτα αναισθησίας, κατά τα οποία το μυαλό μας μπορεί να φανταστεί, να εφεύρει ή να ξαναδεί τα πάντα. 

Αναμνήσεις ή φαντασία;  Μνήμη ή δημιουργία;

Ο Gil Roman επαναπροσδιορίζει τη θέση του και τις μνήμες του, δημιουργώντας με μοναδικό στυλ και  φαντασία το χορευτικό αυτό πρελούντιο. 

«Boléro»

Χορογραφία: Maurice Béjart
Μουσική: Maurice Ravel
Σκηνογραφία και κοστούμια: Maurice Béjart

Ένας χορός, μια (μοναδική) ιστορία.
To δημοφιλές μουσικό έργο του γάλλου συνθέτη Μωρίς Ραβέλ (1875 – 1937), γράφτηκε για μπαλέτο το 1928, κατόπιν παραγγελίας της ρωσίδας μπαλαρίνας Ίντα Ρουμπινστάιν, αλλά έγινε γνωστό από τις ορχηστρικές του εκτελέσεις. Αρχικά, η Ρουμπινστάιν ζήτησε από τον Ραβέλ να ενορχηστρώσει 6 κομμάτια από την πιανιστική σύνθεση του Αλμπένιθ «Ιμπέρια». Τον πρόλαβε, όμως, ο ισπανός μαέστρος Ενρίκε Αρμπός, που απέκτησε και τα σχετικά πνευματικά δικαιώματα. Τότε, ο Ραβέλ αποφάσισε να ενορχηστρώσει μια δικιά του παλιά σύνθεση. Τελικά, άλλαξε πάλι γνώμη και αποφάσισε να γράψει μια νέα σύνθεση… και αυτή είναι και η στιγμή, που ο μύθος άνοιξε την πόρτα της ιστορίας.

Η έμπνευση του ήρθε το καλοκαίρι του 1928, καθώς βρισκόταν σε διακοπές στο παραλιακό θέρετρο του Σεν Ζαν ντε Λιζ. Με το ένα χέρι άρχισε να παίζει μια μελωδία στο πιάνο για τον φίλο του Γκιστάβ Σαμαζέιγ. Κάποια στιγμή του είπε: «Δεν νομίζεις ότι το θέμα αυτό έχει μια επίμονη ποιότητα; Σκοπεύω να το επαναλάβω μερικές φορές χωρίς καμία εξέλιξη, αυξάνοντας βαθμιαία την ορχήστρα, όσο μπορώ». Η σύνθεση είχε, αρχικά, τον τίτλο «Φαντάνγκο» και στη συνέχεια «Μπολερό». Και οι δύο αυτές ονομασίες παραπέμπουν σε ισπανικούς λαϊκούς χορούς του 18ου αιώνα, που εισέβαλαν με ιδιαίτερη γοητεία στη φιλολογία της όπερας, τη συμφωνική μουσική και τη μουσική δωματίου.

Η πρεμιέρα του «Μπολερό» δόθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1928, στην Όπερα των Παρισίων, σε χορογραφία της Μπρονισλάβα Νιζίσκα και σκηνογραφία του Αλεξάντρ Μπενουά. Την Ορχήστρα της Όπερας των Παρισίων διηύθυνε ο Βάλτερ Στάραμ. Η υπόθεση του μπαλέτου, σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης: Μέσα σ\’ ένα καπηλειό, άνθρωποι χορεύουν κάτω από μια λάμπα, που κρέμεται από το ταβάνι. Σε απάντηση της πρόσκλησής τους, μια κοπέλα ανεβαίνει πάνω στο τραπέζι και χορεύει όλο και πιο ζωηρά.

Το έργο γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία προς μεγάλη έκπληξη του Ραβέλ, που πίστευε ότι δεν θα γινόταν αποδεκτό από τους μουσικούς. Έγραφε στον κουβανό συνάδελφό του Χοακίν Ντιν: «Δεν έχει καλά – καλά μορφή, δεν έχει ανάπτυξη και μετά βίας έχει μετατροπίες». Η αμερικανική του πρεμιέρα έγινε δεκτή με ζητωκραυγές από το μουσικόφιλο κοινό της Νέας Υόρκης, όταν παρουσιάστηκε από τον Αρτούρο Τοσκανίνι και τη Φιλαρμονική της αμερικανικής μεγαλούπολης, στις 14 Νοεμβρίου 1929. Στην επιτυχία του έργου συνέβαλε αφάνταστα και η διάδοσή του μέσω του γραμμοφώνου. Η πρώτη ηχογράφηση του «Μπολερό» έγινε στις 8 Ιανουαρίου του 1930.

Το «Μπολερό» δεν είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Ραβέλ, αλλά είναι το πιο δημοφιλές. Αποτελεί μια αληθινή ενορχηστρωτική πραγματεία. Ο συνθέτης εισάγει ένα – ένα τα διαφορετικά όργανα της ορχήστρας, βασιζόμενος, απλώς και μόνο, στην επανάληψη ενός κυρίου θέματος, που χωρίζεται σε δύο μουσικές φράσεις. Το έργο αρχίζει με τον ρυθμό του μπολερό, που παίζεται από το ταμπούρο, ενώ οι βιόλες και τα βιολοντσέλα υποστηρίζουν τον ρυθμό. Ο Ραβέλ κατάφερε να αναδείξει τον ανοιχτά ερωτικό χαρακτήρα του ήρεμου, απλού και λικνιστικού σπανιόλικου θέματος, το οποίο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, μεταβάλλοντας σταδιακά τις αποχρώσεις των μουσικών οργάνων και οδηγώντας τελικά σε μια οργασμική κορύφωση.

Ο ίδιος, ο Μωρίς Μπεζάρ περιγράφει τη δημιουργία του Ραβέλ ως εξής: «Η μουσική, αν και πολύ διάσημη, διατηρεί ακόμα μια φρεσκάδα χάρη στην απλότητά της. Μια μελωδία (αρχικά ανατολίτικη και όχι ισπανική) περιστρέφεται αργά γύρω από τον εαυτό της, αυξάνοντας τον ήχο και την ένταση, καταβροχθίζοντας τον ηχοχώρο και καταπίνοντάς τον στο τέλος της μελωδίας».

Ο Μωρίς Μπεζάρ, με το «Μπολερό», επιστρέφει στο πνεύμα της «Ιεροτελεστίας της Άνοιξης». Σε αντίθεση με τους περισσότερους καλλιτέχνες που χορογράφησαν το «Μπολερό» πριν από αυτόν, ο Μπεζάρ αποφεύγει τις εύκολες καθιερωμένες επιλογές και στρέφεται στην απλή, αλλά εξίσου δυνατή, έκφραση της ουσίας. Ο Μωρίς Μπεζάρ δίνει τον κεντρικό ρόλο (της Μελωδίας) σε μια χορεύτρια και στη συνέχεια σ’ ένα χορευτή. Ο Ρυθμός ερμηνεύεται από μια ομάδα χορευτών. Οι πενήντα (50) χορευτές γίνονται ένα με το ρυθμό και τη μελωδία και απογειώνουν τις αισθήσεις του κοινού με μια απαράμιλλη επιβλητικότητα. Το «Μπολερό», που έκανε πρεμιέρα το 1961, έχουν χορέψει μεταξύ άλλων η Μάγια Πλισέτσκαγια (Maya Plisetskaya), η Συλβί Γκιγιέμ (Sylvie Guillem) και ο Jorge Donn.

Βιογραφικά

Maurice Béjart


«Ποιος άλλος, καλύτερα από αυτόν, ενσαρκώνει τον ασυγκράτητο χορό; Ποιος έχει συνεισφέρει περισσότερο από αυτόν, εδώ και μισό αιώνα, στη μεγάλη εννοιολογική επανάσταση του μπαλέτου και το επέβαλε ως μείζονα τέχνη της εποχής μας; Από τη δεκαετία του ‘50 ο Maurice Béjart δημιουργεί υπομονετικά ένα έργο, τοποθετώντας τις δημιουργίες του τη μια μετά την άλλη σαν τα αποσπάσματα ενός προσωπικού ημερολογίου όπου δίνει ολόκληρο τον εαυτό του….»
SENIORS Méditerranée (Richard Fonti)

Γεννήθηκε στη Μασσαλία την 1η Ιανουαρίου 1927 και πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 2007, σε ηλικία 80 ετών, στη Λωζάνη. Πατέρας του ήταν ο φιλόσοφος Gaston Berger και το αληθινό του όνομα ήταν Maurice Berger, αλλά λίγο αργότερα το αντικατέστησε με το ψευδώνυμο Béjart, σα φόρο τιμής στο Μολιέρο από το όνομα της συζύγου του, Armande Béjart.
 Ξεκίνησε το χορό σε νεαρή ηλικία ύστερα από τη συμβουλή ενός γιατρού. Στα δεκατέσσερά του, γοητευμένος από τον Serge Lifar, γράφεται στην Όπερα του Παρισιού και μαθητεύει κοντά στην Lioubov Egorova, την Janine Charrat και τον Roland Petit, ενώ παράλληλα σπουδάζει φιλοσοφία.

Σημαντικοί σταθμοί στην καριέρα του ως χορευτής είναι το πέρασμά του από το International Ballet στο Λονδίνο και το Cullberg Ballet, στη Σουηδία.

Το 1953 ιδρύει την πρώτη του ομάδα χορού Les Ballets Romantiques την οποία στη συνέχεια μετονομάζει Les Ballets de l’Etoile και αργότερα Ballet-Théâtre, ενώ το 1960 ιδρύει στις Βρυξέλλες το Ballet du XXe siècle, τη διεθνή ομάδα του, που θα του δώσει απεριόριστη φήμη για 30 περίπου χρόνια. Η μνήμη του θα μείνει ανεξίτηλη στο χρόνο μέσα από δύο τουλάχιστον κορυφαία και ιστορικά έργα του, το Μπολερό (1960) και την Ιεροτελεστία της Άνοιξης (1959). Το 1987 θα εγκαταλείψει τις Βρυξέλλες και θα εγκατασταθεί στη Λωζάννη, όπου θα ιδρύσει την ομάδα Béjart Ballet Lausanne. Τελευταία του δημιουργία το 2002, η ομάδα του Compagnie M για νέους χορευτές. 

Ως εξαίρετος παιδαγωγός, από τις τάξεις του αναδείχθηκαν σπουδαίοι σύγχρονοι χορογράφοι, όπως η Anne Teresa De Keersmaeker και η Maguy Marin.

Με τη μετεγκατάσταση του Béjart στην Ελβετία, η σχολή Mudra, που ιδρύθηκε το 1970 και επεκτάθηκε και στο Ντακάρ το 1977,  θα κλείσει και εκείνος θα συνεχίσει το παιδαγωγικό του έργο στην σχολή Rudra που θα ιδρύσει στη Λωζάνη, το 1992.
Το τελευταίο του έργο Le tour du monde en 80 minutes (Ο Γύρος του κόσμου σε 80 λεπτά), έμεινε ανολοκλήρωτο, σύμβολο μιας πορείας χωρίς τέλος. Παρόλα αυτά, έχει παρουσιαστεί ως το κύκνειο άσμα του, σε θέατρα πολλών χωρών, ανάμεσα στα οποία και στο Θέατρο Badminton σε διοργάνωση του Συλλόγου «Μαζί για το Παιδί» το Μάρτιο του 2010.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ήταν ο πρώτος προσκεκλημένος χορογράφος του Φεστιβάλ της Αβινιόν το 1966, ο εμπνευστής της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968 στο Μεξικό και ο σκηνοθέτης των εορταστικών εκδηλώσεων του 1971, στη Περσέπολη. 

 
Η δημιουργικότητά του όμως δεν περιοριζόταν στο κομμάτι της χορογραφίας. Μεγάλη αίσθηση προκάλεσε και ως θεατρικός σκηνοθέτης (La Reine verte, Casta Diva, Cinq Nô modernes, A-6-Roc), σκηνοθέτης όπερας (Salomé, La Traviata et Don Giovanni), και κινηματογραφιστής (Bhakti, Paradoxe sur le comédien…). Ήταν επίσης εκδότης πολλών βιβλίων.
Για το έργο του έχει διακριθεί και βραβευθεί με πολλούς φόρους τιμής σε πολλές χώρες του κόσμου: Βέλγιο, Ιαπωνία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ουγγαρία κλπ.  Στην Ιαπωνία συγκεκριμένα, ο Αυτοκράτορας Hirohito τον τίμησε με τις ύψιστες για έναν καλλιτέχνη τιμές, όπως επίσης μεγάλη τιμή έλαβε και από την Ιαπωνική Ακαδημία Τεχνών.

Είναι γνωστή η ιδιαίτερη σχέση του με την Ελλάδα. Υπήρξε λάτρης της χώρας μας όχι μόνο ως συχνός επισκέπτης, αλλά και ως καλλιτέχνης. Ήταν το 1963 που o Maurice Béjart παρουσίασε για πρώτη φορά δουλειά του στο Ηρώδειο με τα «Μπαλέτα του 20ου αιώνα» καταφέρνοντας να παρασύρει έκτοτε στη μαγεία της τέχνης του πολλές γενιές Ελλήνων.  Έχει χορογραφήσει έργα Ελλήνων συνθετών, ενώ ξεχωριστή θέση στις μουσικές του συναντήσεις έχει ο Μάνος Χατζιδάκις με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία ήδη από το 1965. 

Όνειρο του ήταν να «εκδημοκρατίσει» τον κλασικό χορό και να τον κάνει πιο προσιτό στο ευρύ κοινό. Δεν καταλάβαινε τους σύνορα, τους διαχωρισμούς ανάμεσα στις τέχνες, τις χώρες, τα ανθρώπινα όντα. Γι Χωρίς να απορρίπτει το κλασικό λεξιλόγιο, επέλεξε θέματα και συνεργασίες μακριά από παρωχημένα σύμβολα (tutus, στεφάνια κλπ.) Ανακάτεψε τις pointes (σύμβολο της κλασικής τεχνικής) με συμβολικές κινήσεις των χεριών (Ινδία), στοιχεία εξπρεσιονιστικού χορού αλλά και  τζαζ, τουίστ και ροκ. Ανέτρεψε το συμβατικό παρουσιάζοντας μια μοντέρνα αισθητική τόσο στα κουστούμια, όσο και στη σκηνογραφία. Παράλληλα έφερε  μια νέα αντίληψη στην αναπαράσταση των δύο φύλων και του σώματος, δίνοντας στα έργα του κοινωνικές προεκτάσεις. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ότι μετέφερε το χορό από την παραδοσιακή σκηνή σε μεγάλους συναυλιακούς χώρους, είχαν σαν αποτέλεσμα να προσεγγίσει ένα νέο κοινό και να εγκαινιάσει μια νέα εποχή στο χορό. 

Gil Roman

Καλλιτεχνικός Διευθυντής του συγκροτήματος των Μπαλέτων Béjart της Λοζάνης από το Δεκέμβριο του 2007, ο Gil Roman έσμιξε με τον Maurice Béjart στο Ballet du XXe siècle το 1979, μετά από εντατική εκπαίδευση με τους Marika Besobrasova, Rosella Hightower και José Ferran.

Αρχικά, αναδείχτηκε από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο Messe pour le temps futur και το ρόλο του Hanan, τον οποίο δημιούργησε στο έργο Dibouk. Το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, ως χορευτής και ηθοποιός αναδεικνύεται σε ένα συνεχώς αναπτυσσόμενο κατάλογο μπαλέτων, που ερμηνεύει και συχνά ενσαρκώνει: Hamlet, Ring um den Ring, M. C, Le Mandarin merveilleux, Ballet for Life, Le Manteau, Juan y Teresa με την Marie-Claude Pietragalla, Dialogue de l\’ombre double, Symphonie pour un homme seul, Lumière, La mort du Tambour, Renard, Iokanaan, Six personnages en quête d’un danseur, Zarathoustra, La Vie du danseur.

Το 2005, ο Gil Roman ήταν ο αποδέκτης του αναγνωρισμένου “Danza & Danza” στην κατηγορία Καλύτερος Χορευτής, για την ερμηνεία του ως Jacques Brel στο Brel & Barbara. Το 2006, το Dance Forum του Μονακό του απένειμε το βραβείο “Nijinsky”.

Πέρα από τις ερμηνευτικές του ικανότητες ως ηθοποιός (A-6-Roc, Paradoxe sur le comédien) ή ως χορογράφος (L\’Habit ne fait pas le Moine), η επιτυχία του Réflexion sur Béla και άλλες πρόσφατες δημιουργίες του, όπως τα Echographie d\’une baleine, Le Casino des Esprits, Aria και Syncope, ανέδειξαν τη σπιρτάδα της δουλειάς του με την ανάλογη προοπτική του και βοήθησαν να καθιερωθεί ως ταλαντούχος καλλιτέχνης.

Το 2011, έλαβε το “Il Premio internazionale alla carriera, Tenore Giuseppe Di Stefano” στην Catania της Ιταλίας.