«Πάντα αναζητούμε αυτό που δεν υπάρχει. Δεν μας αρκεί το υπαρκτό. Αυτό είναι το λάθος μας, αναπόφευκτο όμως, είναι στη φύση μας… Έτσι χάνουμε τις ζωές μας, αλλά και δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να τις κερδίσουμε» ~ Δημήτρης Δημητριάδης

Η ομάδα Νάμα εντάσσει στο ρεπερτόριό της για την φετινή θεατρική περίοδο το σύγχρονο βρετανικό έργο της Ντων Κινγκ “Αλεπούδες”, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το αλληγορικό αυτό έργο ανέβηκε το 2011 στο θέατρο Finborough της Βρετανίας και κέρδισε το πρώτο βραβείο νέας γραφής στο διαγωνισμό δραματουργίας Papatango της ίδιας χρονιάς, καταξιώνοντας τη συγγραφέα, που έλαβε το 2012 και το βραβείο της περισσότερα υποσχόμενης θεατρικής συγγραφέως.

Το βραβευμένο θεατρικό κείμενο της Κινγκ, κάτω από μία καφκική έλξη, απόηχους της δραματουργίας του Μίλλερ και του Πίντερ, αιωρείται ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό. Πρόκειται για ένα εφιαλτικό παραμύθι που δείχνει πως μία ολοκληρωτική ιδεολογία μπορεί να διαμορφώσει μία κοινωνία σε ανδρείκελα. Μία κυβερνητική καταπιεστική δύναμη, στέλνει έναν εκπρόσωπο με σκοπό να ασκήσει πλήρη έλεγχο στους πολίτες. Οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τους “δαίμονες”, τα πάθη και τους φόβους τους, υπό τον ζυγό μιας τρομερής εξουσίας- λαβύρινθο που συσκοτίζει το νου και τους εξαπατά.

Μια διαπεραστική ματιά στις σχέσεις εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, που δείχνει αριστοτεχνικά πως ο φανατισμός (πολιτικός και θρησκευτικός) παραλύει τέλεια τη λογική και παρασύρει τους πάντες, ελέγχοντας το ανθρώπινο μυαλό. Φιλία, αγάπη, ζωή, όνειρο.. κατακερματίζονται. Το έργο αποκαλύπτει την ανατομία του κρατικού μηχανισμού και της γραφειοκρατίας, με μία κριτική στάση απέναντι στην ιδεολογική χειραγώγηση και στην ηθική εξαχρείωση.

Τα γεγονότα που ακολουθούν θα αλλάξουν τη ζωή των προσώπων για πάντα.. σε έναν μύθο παράλογο, ωστόσο στα όρια του λογικού, οικείο και ταυτόχρονα ξένο..

Η δράση εκτυλίσσεται στην Αγγλική ύπαιθρο, χωρίς συγκεκριμένες χωροχρονικές ενδείξεις, στο αγρόκτημα του Σαμουήλ και της Ιουδηθ. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες, σε συνδυασμό με τον ανεξήγητο πνιγμό του γιου τους, εμποδίζουν το ζευγάρι να περατώσει τους παραγωγικούς στόχους που του έχει επιβάλλει το κράτος, και τίθεται κάτω από την υποψία μόλυνσης από αλεπούδες. Τότε καταφθάνει ο Ουίλιαμ Μπλορ – ένας ειδικά εκπαιδευμένος ανιχνευτής αλεπούδων!- Ο Μπλορ μεγαλωμένος από πέντε ετών στο μοναστηριακό περιβάλλον ενός ινστιτούτου με την εντολή “να είναι καθαρός σε σώμα και νου”, αναγνωρίζοντας ως μητέρα του τη Γη, με αυστηρή εκπαίδευση και καταπιεσμένες σεξουαλικές ορμές, καθοδηγείται από ένα τετράδιο- κώδικα που καταγράφονται οι κανόνες των ανιχνευτών και τα χαρακτηριστικά του “κόκκινου θηρίου”. Ο ίδιος εισβάλλει στο αγρόκτημα και στις ζωές των ηρώων, αποφασισμένος να ανακαλύψει τις αιτίες που έχουν προκαλέσει τη “μόλυνση” και πιθανούς συνεργάτες του “εχθρού”.

Σύμφωνα με τον μύθο, η μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα είναι οι αλεπούδες που, αν και είδος προς εξαφάνιση, παρουσιάζονται ως δαιμονικά πλάσματα με υπερφυσικές δυνάμεις, ικανές να επηρεάσουν τις καιρικές συνθήκες, να προκαλέσουν διαταραχές στο μυαλό, ακόμα και να σκοτώσουν παιδιά…

Συμβολίζουν την αναζήτηση ενός εξιλαστήριου θύματος για τις συμφορές που προκύπτουν και προσωποποιούν το μέσο που χρησιμοποιεί ο εχθρός- εξουσία προκειμένου να ελέγχει τις αδύναμες και ευάλωτες μάζες.

Ωστόσο, μερικές ανάλαφρες κωμικές στιγμές εντείνουν τις δραματικές εξελίξεις και δίνουν στο κοινό τροφή για σκέψη. Η απειλή της αλεπούς, όμως, ελλοχεύει στην ατμόσφαιρα και ανατρέπει τις ισορροπίες. Κάτι κρυφό και γεμάτο εσωτερικό νόημα υφαίνει το υπόστρωμα του έργου…

Σκηνοθετική προσέγγιση

Στον ατμοσφαιρικό χώρο του Επί Κολωνώ, η Ελένη Σκότη, έχοντας συλλάβει τις βαθύτερες πτυχές του έργου, επιχείρησε μία σκηνοθεσία με διακριτικές ρεαλιστικές αποχρώσεις και συμβολικές προεκτάσεις. Στην ζωντανή και λειτουργική μετάφραση του Γιώργου Χατζηνικολάου αναδεικνύονται “..ο ρυθμός, το σασπένς και ένα σκοτεινό και λεπτό βρετανικό χιούμορ”(από το σημείωμα του μεταφραστή στο πρόγραμμα της παράστασης).

Στο μικρής χωρητικότητας θέατρο με τη λιτή σκηνική κατασκευή, απογυμνωμένη από οποιοδήποτε περιττό ντεκόρ (Γιώργος Χατζηνικολάου), δημιουργούνται νοητές “αυλαίες” που αποκαλύπτουν διαφορετικά πεδία δράσης. Όλα τα αντικείμενα, λίγα και χαρακτηριστικά, βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τον τόνο και την υφή του σκηνικού- ξύλινα παγκάκια και πάσσαλοι άκρως αξιοποιήσιμοι-.

Σύμμαχος ο φωτισμός (Αντώνης Παναγιωτόπουλος) που μεταβάλλεται ανάλογα με την ατμόσφαιρα, στοχεύοντας εστιαζόμενες δέσμες φωτός επάνω στα δραματικά πρόσωπα. Εύστοχα δημιουργεί μέσα στο απόλυτο σκοτάδι απειλητικές φωτοσκιάσεις, που δηλώνουν τα ψυχολογικά όρια των ηρώων. Επιπλέον, καθιστά ορατούς τους επιμέρους χώρους και αναδεικνύει τα νοήματα του έργου, με συμπαίχτη τη μουσική.

“Οδηγός πλεύσης” η εμπνευσμένη μουσική επένδυση (Στέλιος Γιαννουλάκης), που ενισχύει την απειλητική ατμόσφαιρα και την αίσθηση της απομόνωσης, και εκφράζει τις εσωτερικές συγκρούσεις των χαρακτήρων. Βίαιοι και σκληροί ηλεκτρονικοί ήχοι, απόρροια των σπουδών του κ. Γιαννουλάκη στην Ηλεκτροακουστική Σύνθεση.

Η σκηνοθεσία στηρίζεται στο κολάζ οπτικών και ακουστικών σημείων(βροχή, ομίχλη, ήχοι ζώων, αστραπές κ.α), που είναι αρκετά αποτελεσματικά λόγω του μικρού και κλειστού χώρου. Με προβολές βίντεο, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, ενσωματώνει την τεχνολογία στο σκηνικό χώρο και δίνει μία εξωσκηνική προέκταση της δράσης.

Οι τέσσερις ηθοποιοί ακολουθούν την κ. Σκότη στο σκηνοθετικό της εγχείρημα, χρησιμοποιώντας την ρεαλιστική φόρμουλα υπόκρισης. Ο Δημήτρης Λάλος υποδύεται με επιτυχία τον Σαμουήλ, στην αρχή αγέρωχος, θυμωμένος και στο τέλος ενεργός κυνηγός αλεπούδων! Αποδίδει με ακρίβεια την οργή και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ήρωα, ειδικά στην τελευταία σκηνή της παράστασης. Η Ιωάννα Παππά, σε χαμηλούς τόνους, με πειστικό βλέμμα και αισθαντικότητα, υποδύεται την ευάλωτη και ανήσυχη Ιουδήθ, που με έναν συγκρατημένο δυναμισμό προσπαθεί να σώσει ό, τι έχει απομείνει στη ζωή της.

Ο Χάρης Χιώτης, παρά τις μικρές αστάθειες, καταφέρνει να αποδώσει αρκετές από τις αποχρώσεις του πολυδιάστατου χαρακτήρα του Μπλορ. Αναγνωρίζουμε την κωμικότητα και την φευγαλέα δραματικότητα στην υπόκρισή του, και παρά τις κορυφώσεις (σκηνές αυτομαστίγωσης και βιασμού) και την ταιριαστή φυσιογνωμία, λείπει η επιβλητικότητα στο ζωγράφισμα των βαθύτερων συναισθημάτων.

Τέλος, η πολλά υποσχομένη Ιωάννα Κολλιοπούλου, με αυτοπεποίθηση και νεύρο έδωσε σκηνική υπόσταση στον υποστηρικτικό ρόλο της Σάρας. Σε συνδυασμό με τους φωτισμούς και τους ήχους, οι χροιές των φωνών αναγάγουν την παράσταση σε ένα οργανωμένο όλο.

Αρκετά χρήσιμο – αν και ολιγοσέλιδο – το λιτό πρόγραμμα της παράστασης, με βασικές πληροφορίες για το έργο και τη συγγραφέα, φωτογραφικό υλικό και βιογραφικά των βασικών συντελεστών.

Σε τελική ανάλυση, η σκηνοθεσία προβάλλει έναν επίκαιρο σχολιασμό του κειμένου, χωρίς εκμοντερνισμούς και παρατραβηγμένες σκηνικές επεμβάσεις. Αναδεικνύει δύο δρόμους του έργου: τον σχετικό ρεαλισμό μίας γυμνής πραγματικότητας και τη συμβολική διάσταση μίας καθαρής ονειροφαντασίας, αφήνοντας τους θεατές να διαλέξουν ποιον από τους δύο θα ακολουθήσουν στην ανάγνωση των νοημάτων. Η Ελένη Σκότη μετατρέπει τη σκηνή του Επι Κολωνώ σε εργοτάξιο νέων ιδεών, αξιοποιώντας μία προσωπική ιστορία με κοινωνικά αντανακλαστικά και πολιτικές προεκτάσεις, που όχι μόνο δεν τελειώνει αλλά αντίθετα γεννά ερωτήματα και σκέψεις. Όπως έχει πει και ο Μπέρτολ Μπρέχτ:

Άλλαξε τον κόσμο το χρειάζεται! Και όταν τον αλλάξεις, άλλαξε τον αλλαγμένο κόσμο!”.


Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά/Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Στέλιος Γιαννουλάκης
Φωτογραφίες: Δημήτρης Στουπάκης
Βοηθός σκηνογράφου: Γιώργος Θεοδοσίου

Διανομή

Σαμουήλ: Δημήτρης Λάλος
Ιουδίθ: Ιωάννα Παππά
Ουίλιαμ: Χάρης Χιώτης
Σάρα: Ιωάννα Κολλιοπούλου

* φωτογραφία θέματος: Δημήτρης Στουπάκης