Το βιβλίο Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς; πραγματεύεται τα φοιτητικά και έντονα πολιτικοποιημένα χρόνια της Ειρήνης, μιας φοιτήτριας φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη, από το 1979 έως το 1984. Πρόκειται για τη συνέχεια του βιβλίου Και βέβαια αλλάζει!, πάλι από τις εκδόσεις Κίχλη, όμως διαβάζεται και ανεξάρτητα.


– Ο τίτλος του προηγούμενου βιβλίου σας, Και βέβαια αλλάζει! ήταν σίγουρος και κατηγορηματικός. Ο τίτλος του νέου σας βιβλίου, Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς;, που αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, μοιάζει πιο αμφίρροπος. Τι μεσολάβησε;

Μεσολάβησε η ενηλικίωση της ηρωίδας μου. Όταν έλεγε «και βέβαια αλλάζει» ήταν μια επαναστατημένη έφηβη της Μεταπολίτευσης, που θεωρούσε αδιανόητη κάθε αμφιβολία για τη δυνατότητα αλλαγής του ανθρώπου, της κοινωνίας, του κόσμου. Έπειτα μεγάλωσε, μπήκε στο Πανεπιστήμιο, βίωσε την «αλλαγή» στην Πασοκική της εκδοχή και κατάλαβε πως δεν είναι τόσο εύκολο τελικά να επιδράσει η ανθρώπινη βούληση για αλλαγές σε συστήματα παγιωμένα από δεκαετίες ή και αιώνες. Η Ειρήνη έγινε πιο προσγειωμένη και λιγότερο αισιόδοξη. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έπαψε να ονειρεύεται και να παλεύει για αλλαγές. Το ίδιο πάνω κάτω συμβαίνει και στη συγγραφέα.

– Οι ιδέες που αναπτύσσονται στο βιβλίο αποτελούν απάντηση στο ερώτημα του τίτλου ή αυτό παραμένει αναπάντητο;

Έμμεσα παρουσιάζονται στο βιβλίο κάποιες ιδέες ή αξίες, αυτές που ενέπνεαν τότε τον μικρό χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς: η κοινοβουλευτική δημοκρατία (όχι η άμεση), ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, ο πλουραλισμός. Καθόλου αυτονόητες ιδέες για ένα κόμμα της Αριστεράς. Αυτές άλλωστε κινδύνεψαν πρόσφατα με την υποτιθέμενη «ριζοσπαστική» διακυβέρνηση της χώρας. Όμως αυτές οι ιδέες είναι μάλλον προϋποθέσεις, δεν λύνουν από μόνες τους τα προβλήματα. Για να λυθούν τα προβλήματα χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας. Το βιβλίο δεν απαντάει στο «πώς». Μια αρχή πάντως είναι η συνειδητοποίηση ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν με ένα μαγικό κουμπί (αυτό που ξέρει να πατάει τάχα ο λαϊκισμός) και ότι οι αλλαγές δεν αφορούν μόνο τους άλλους παρά και τον ίδιο μας τον εαυτό.

– Δεδομένου ότι το βιβλίο είναι ομολογημένα εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, με ποιους τρόπους σας βοήθησε ως συγγραφέα η επιλογή του μυθοπλαστικού στοιχείου και της κατασκευής της κεντρικής ηρωίδας σας;

Είχα τις αναμνήσεις μου από την περίοδο 1979-1984, που την έζησα στη Θεσσαλονίκη ως φοιτήτρια. Παραδόξως αυτές ήταν πιο έντονες σε δευτερεύοντα ζητήματα: π.χ. γευστικές εμπειρίες παράξενες για την Αθηναία, τα χρώματα της οδού Τσιμισκή την άνοιξη, η μανία με την οποία χτυπούσαν στρώματα και παπλώματα οι γειτόνισσες, το κατέβασμα από τις Σαράντα Εκκλησιές στο Πανεπιστήμιο, το αφόρητο για μένα κρύο… Θυμάμαι βέβαια και τους έρωτες ή τις ερωτικές δοκιμές, αλλά στο σημείο αυτό δεν έδωσα τόση βαρύτητα στο βιβλίο.

Ό,τι κυρίως με ενδιέφερε ήταν η συλλογική διάσταση της εποχής, οι προσδοκίες που είχαμε στο πεδίο της πολιτικής και της εκπαίδευσης. Στο σημείο αυτό οι αναμνήσεις μου κάπου κάπου με ξεγελούσαν. Ό,τι θυμόμουν απέκλινε αρκετά από αυτό που είδα καταγεγραμμένο στις σελίδες του περιοδικού που εξέδιδα τότε με μια ομάδα καταπληκτικά παιδιά. Με διασκέδασε ιδιαίτερα, μάλιστα, η πεποίθησή μας τότε ότι όπου να ’ναι έρχεται ο σοσιαλισμός και παύει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτή την προσδοκία την είχα ξεχάσει ολότελα και την επανανακάλυψα. Γενικά, έτσι όπως διαθέτω μια μνήμη ελλειματική, μάλλον αναπλάθω μυθοπλαστικά παρά θυμάμαι και καταγράφω.

– Πόσο κοντά ή μακριά θεωρείτε ότι βρίσκεται η σημερινή εμπειρία της φοιτητικής ζωής σε σχέση με εκείνα τα χρόνια;

Πολύ μακριά! Και είναι φυσικό. Τότε είχαμε μόλις γλυτώσει από μια δικτατορία. Βρισκόμασταν λοιπόν σε αναβρασμό: πολιτικό, πολιτισμικό, ερωτικό. Διαβάζαμε μετά μανίας εφημερίδες και βιβλία, τρέχαμε να δούμε κάθε καινούργια ταινία στον κινηματογράφο, εκδίδαμε περιοδικά, αμφισβητούσαμε τις «αυθεντίες» όπως τις λέγαμε, δηλαδή ολόκληρο τον εκπαιδευτικό θεσμό, ασκούσαμε διαρκώς κριτική στους καθηγητές μας (ακόμα και σε εκείνους που αγαπούσαμε) προσπαθώντας να βελτιώσουμε το επίπεδο των σπουδών μας. Όσον αφορά τις σχέσεις ψαχνόμασταν, αλλάζοντας συχνά συντρόφους, και διαρκώς ερωτευόμασταν. Ακόμα συζητούσαμε πολύ για τα κοινά ζητήματα. Υπήρχαν και οργανωμένες ομάδες συζητήσεων, στον πλαίσιο του γυναικείου κινήματος π.χ., που έθεταν για πρώτη φορά ζητήματα σχέσεων με το άλλο φύλο, καθώς και σχέσεων ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες. Επίσης έμπαιναν τότε οι βάσεις και για το φλέγον ζήτημα της απελευθέρωσης της ομόφυλης επιθυμίας.

Η γενιά της κρίσης είναι πολύ διαφορετική. Υπάρχει κυρίως μια μελαγχολία, μια αβεβαιότητα που τσακίζει, το φάσμα της ανεργίας ή της απασχόλησης σε επαγγέλματα εντελώς άσχετα με τις σπουδές (βλ. γκαρσόνια). Γιατί να σπουδάσουν λοιπόν; Κάποιοι βέβαια έχουν το μεράκι, καποιανών τα μάτια λάμπουν από περιέργεια… Η πολιτική είναι ανύπαρκτη ή περιορίζεται σε πολύ μικρές και συνήθως βίαιες ομάδες, ο πολιτισμός είναι περιθωριακός, η ισότητα των φύλων δεν απασχολεί, κι αυτό όχι επειδή έχει λυθεί το πρόβλημα. Με τις ερωτικές σχέσεις φαίνεται να υπάρχει σήμερα μεγαλύτερη δυσκολία και επιφυλακτικότητα. Έχω απορήσει μερικές φορές πώς δεν ορμούν ακάθεκτοι, ακάθεκτες…

Αυτά τα παιδιά είναι εντέλει πιο αθώα και πιο γλυκά από εμάς τότε, κι έχουν μια δημιουργικότητα που δεν ξέρει πώς να εκδηλωθεί. Είναι και μικρά – οι νέες γενιές αργούν να μεγαλώσουν.

– Αντιμετωπίζετε την ηρωίδα σας με μεγάλη τρυφερότητα. Αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο και μπορούσατε να της μιλήσετε, τι θα της λέγατε;

Μου έκανε εντύπωση, καθώς αναδιφούσα στο παρελθόν, στα έργα και τις ημέρες της ηρωίδας μου εκείνη την εποχή, όπως καταγράφονται στα άρθρα της στο φοιτητικό περιοδικό, ότι η Ειρήνη ήταν πολύ κατεδαφιστική, πολύ τσεκουράτη στις κρίσεις της, σχεδόν βάναυση. Θα της έλεγα λοιπόν «Ειρήνη, παιδί μου, ηρέμησε, δες και τη θετική πλευρά των πραγμάτων!». Δεν ξέρω βέβαια αν θα καταλάβαινε τι της λέω, αν θα με άκουγε…


Διαβάστε επίσης:

…Κάτι ν᾽ αλλάξει! Μα πώς; – Aγγέλα Καστρινάκη