Αγαπημένοι ποιητές, αγαπημένες ποιήτριες, καλωσορίζουν την “έννοια” της νέας χρονιάς, σαν αλλαγή, με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Έρωτες, μοναξιά, χαρά, λύπη.Τι άραγε μας περιμένει; Αλλάζει  η ζωή, μονάχα σε μια ημέρα;

Ποίηση

Τάσος Λειβαδίτης, «Ιανουάριος»
Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει;
Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα.
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε
τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.

Γιάννης Βαρβέρης, «Ρεβεγιόν»

Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.
Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.
Τι λέτε ρε, το ξέρετε πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;
Κι αυτό τον τύπο να τόνε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δωσ’ το μαχαίρι:
Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, Κική Δημουλά

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες

μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες

όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ’ εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.

Πρωτοχρονιάτικο, Κώστας Βάρναλης

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».

Αριστέα Παπαλεξάνδρου, «Άπαντες απόντες»

Είχε καλόν καιρό και μαύρη θλίψη στην Αθήνα
Χριστούγεννα του εννιά
Πρωτοχρονιά του δέκα
Κινητικότητα πολλή
Γιορτές που κλήθηκαν
κι οι πεθαμένοι να γιορτάσουν
Δείπνα μ’ ευχές και προτροπές
να σας ξεχάσω κάποιες μέρες
όλοι το λέγαν κι έλιωνα πως ίσως κάτι ξέραν
τόσο πικρό κι ανείπωτο
σαν νά ’ναι θάνατός μας
Ώσπου μου τό ’στειλες κι εσύ
το λυπημένο γράμμα
κι ό,τι κι αν πω θά ’ναι ϕαιδρό
σαν όλα τα θλιμμένα
Και θα κρατούν αιώνια
οι νύχτες που θα έρθουν
με δίχως την ανάσα σου
με δίχως την ϕωνή σου
σαν τις παλιές τις εποχές
Πρωτοχρονιές του κόσμου
Έξω να βγω κόσμο να δω κι εσένα να ξεχάσω
Λες κι η ζωή μου δόθηκε
για να την διαγράψω

Πρωτοχρονιά Κωστής Παλαμάς

Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,
τώρα και χτες, πληγές, χαρές, ω ριζικά του κόσμου,
κι εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί,
κι εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,

πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα,
κι εσείς ονείρατα άστρεχτα, κι η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος
κι η ορμή, κι εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα,
ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,
καρποί που μαραγκιάσατε κι εσείς βλαστοί δροσάτοι,

φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή.
Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι,
διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.
Ρήγας κι εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω
το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει.

—Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας χαρίζω
τη λυρική μου σκέψη!