Στο χώρο του Σ.Ο.Τ.Α. (Σωματείο Οδηγών Ταξί Αττικής), κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00, συναντάμε τέσσερις γυναίκες σε μια ιδιαίτερη «Αίθουσα Αναμονής». Εκεί, η Αμέλια, η Φωτεινή, η Μαγδαληνή και η Χαρά – άγνωστες μεταξύ τους γυναίκες – βρίσκονται εγκλωβισμένες σε έναν χώρο που μοιάζει να τις κρατά για λόγους που ούτε οι ίδιες κατανοούν.

Καθώς ο χρόνος κυλά χωρίς εξήγηση και η αναμονή παρατείνεται, οι τέσσερις γυναίκες περνούν από αλλεπάλληλα συναισθήματα: θυμό, τρυφερότητα, χιούμορ, άμυνα, ομολογία. Η καθεμιά κουβαλά μια προσωπική ιστορία, αλλά μέσα στο περιορισμένο αυτό δωμάτιο, οι ιστορίες τους αρχίζουν να διαπερνούν η μία την άλλη. Η αμηχανία γίνεται διάλογος, οι συγκρούσεις μετατρέπονται σε παραδοχές, και η απόσταση – κοινωνική, ψυχική, ταξική – μοιάζει σταδιακά να μικραίνει.

Σε αυτόν τον «μη-τόπο» η παράσταση παρουσιάζει πώς τέσσερις ξένες γυναίκες αλληλεπιδρούν, καθρεφτίζονται και, εν τέλει, αποκαλύπτουν πτυχές του εαυτού τους που ίσως δεν είχαν τολμήσει ποτέ να αντικρίσουν.

Το CultureNow μίλησε με τις τέσσερις ηθοποιούς που θα συναντήσετε και εσείς στον χώρο του Σ.Ο.Τ.Α. (Σωματείο Οδηγών Ταξί Αττικής), αν πάτε να παρακολουθήσετε την παράσταση «Αίθουσα Αναμονής», σε σκηνοθεσία Δήμητρας Τάμπαση.

***

-Ποιος είναι ο χαρακτήρας σου – μπορείς να μας πεις δύο λόγια για αυτόν;

Ασημίνα Μουστακαλή: Η Χαρά είναι τραγουδίστρια στα μπουζούκια, κάτι που φαίνεται να αγαπά και να απολαμβάνει πολύ. Συχνά, μέσα στο έργο, παρουσιάζεται να τραγουδά αντί να μιλάει για να εκφράσει όσα θέλει. Το τραγούδι είναι ο τρόπος έκφρασής της και η άμυνά της ταυτόχρονα. Είναι ένας άνθρωπος που καλύπτει και μετουσιώνει τις δυσκολίες της ζωής της πίσω από αυτό. Περνώντας πολλά και τραυματικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της ζωής της, ανέπτυξε μια απαραίτητη για την επιβίωσή της δύναμη και μαχητικότητα. Μία γυναίκα που επιδιώκει να κάνει αισθητή την παρουσία της, με πληθωρική θηλυκότητα και περίσσεια παιδικότητας ταυτόχρονα. Διεκδικεί τον “χώρο” που της αναλογεί με κάθε τρόπο.

Μαίρη Βούλγαρη: Ο χαρακτήρας μου ονομάζεται Μαγδαληνή και είναι δικηγόρος. Η Μαγδαληνή είναι μια γυναίκα 27 ετών, φεμινίστρια και μαχόμενη δικηγόρος, κυρίως σε υποθέσεις που αφορούν περιστατικά έμφυλης βίας. Έχει ξυρισμένα τα μαλλιά της, τατουάζ και γενικότερα αντισυμβατικό στυλ. Είναι η τελευταία που «εισβάλλει» στην αίθουσα αναμονής και δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς βρέθηκε εκεί, καθώς και για τον λόγο που βρίσκεται εκεί.

Μυρτώ Στράμπη: Η Αμέλια, ή “Κυρία Παπαπέτρου” όπως επιθυμεί να την αποκαλούν (ώστε να διατηρούνται οι αποστάσεις), είναι μια γυναίκα βαθύτατα μόνη, συναισθηματικά αποσυνδεδεμένη, με ψυχοσωματικά συμπτώματα και διατροφική διαταραχή. Μεγαλωμένη με μια δεσποτική και ακυρωτική μητέρα και έναν απόντα πατέρα, στην πορεία του έργου κατανοεί κανείς την ιστορία της, καθώς και τους αμυντικούς μηχανισμούς που ανέπτυξε προκειμένου να διαχειριστεί όσα την έχουν πονέσει από παιδί.

Ειρήνη Καράογλου: Ο χαρακτήρας μου είναι μια γυναίκα που παντρεύτηκε μικρή, γιατί δεν μπορούσε να έχει απλώς μια σχέση. Η Φωτεινή μεγαλώνει την κόρη της όχι όπως μεγάλωσε η ίδια, γι’ αυτό και το πληρώνει πολύ ακριβά. Θέλει να σπάσει την αλυσίδα. Η αλυσίδα είναι οι κανόνες της κοινωνίας, το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται μια γυναίκα και ποιες είναι οι υποχρεώσεις της.

Μυρτώ Στράμπη (Αμέλια) | Ειρήνη Καράογλου (Φωτεινή) | Μαίρη Βούλγαρη (Μαγδαληνή) | Ασημίνα Μουστακαλή (Χαρά)

-Βλέπουμε τις γυναίκες του έργου να κινούνται από το ρόλο του θύτη στο ρόλο του θύματος…

Μυρτώ Στράμπη: Κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι θύμα ή θύτης ανάλογα με τις περιστάσεις, και αυτό ακριβώς θέλαμε να φωτίσουμε!

Ένας άνθρωπος που έχει δεχθεί βία και κακοποίηση —λεκτική, σωματική και ψυχολογική— είναι πολύ πιθανό να την επιστρέψει. Οι ηρωίδες της «Αίθουσας Αναμονής» είναι γυναίκες που έχουν εκτεθεί, η καθεμία, σε διαφορετική μορφή κακοποίησης, και βλέπουμε πως όταν τα πράγματα “ζορίζουν” και αγριεύουν, γίνονται οι ίδιες αδίστακτες μεταξύ τους, ανασύροντας βίαιες συμπεριφορές. Αυτό λοιπόν που θέλουμε να φωτίσουμε είναι ότι “η βία φέρνει βία”, ενώ αντίθετα το μοίρασμα και η αποδοχή καταφέρνουν να σπάσουν αυτόν το φαύλο κύκλο.

-Θα ήθελες να μας σχολιάσεις το επάγγελμα της ηρωίδας που ενσαρκώνεις και πώς, παρά την ευαισθητοποίησή της, κουβαλά κι εκείνη προκαταλήψεις απέναντι σε άλλες γυναίκες – βάσει του ταξικού ή του πολιτιστικού τους κεφαλαίου;

Μαίρη Βούλγαρη: Η Μαγδαληνή είναι δικηγόρος, όπως και η μητέρα της. Θεωρεί τον εαυτό της φεμινίστρια και πράγματι αγωνίζεται για τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά δεν έχει καταφέρει να αποβάλει όλα τα πατριαρχικά κατάλοιπα από πάνω της. Υπερασπίζεται τη διαφορετικότητα, αλλά μόνο αυτή που ταιριάζει στη δική της αισθητική και ιδεολογία. Θεωρεί μια γυναίκα που έχει επιλέξει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και ένα άλλο στυλ κατώτερη της, αμόρφωτη και φθηνή. Αυτό από μόνο του θεωρώ πως την ακυρώνει ως φεμινίστρια.

Εμπνεύστηκα αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα και ήθελα να μιλήσω για αυτό το κομμάτι, επειδή δυστυχώς το έχω δει να υπάρχει: γυναίκες αντισυμβατικές και θεωρητικά φεμινίστριες να εκφράζονται με απαράδεκτους χαρακτηρισμούς και υπεροψία για γυναίκες πιο «λαϊκές», θεωρώντας τις θύματα των στερεοτύπων και της πατριαρχίας. Για εμένα, το να μην μπορείς να δεχτείς ότι μια γυναίκα μπορεί απλά να θέλει να είναι πιο στερεοτυπικά θηλυκή, νοικοκυρά, «Barbie» ή, τέλος πάντων, διαφορετική από εσένα και να την κρίνεις αρνητικά και υποτιμητικά, δεν σε κάνει καλύτερη ούτε φυσικά φεμινίστρια. Η αποδοχή και η ένωση είναι το κλειδί.

Η Μαγδαληνή είναι και αυτή θύμα της πατριαρχίας με αυτόν τον τρόπο, ενώ επίσης κουβαλά την προδοσία που δέχτηκε από τη θεωρητικά προοδευτική μητέρα της.

-Η Φωτεινή έχει ίσως την πιο εμβληματική ατάκα του έργου: «Ξέρεις γιατί ο Θεός είναι τέλειος; Γιατί δεν έχει γονείς!» Κι όμως, το έργο επικεντρώνεται κυρίως στη μητρότητα…

Ειρήνη Καράογλου: Οι μητέρες στο έργο μας παρουσιάζονται ως πολυεργαλεία∙ κουβαλούν όλους τους ρόλους που η κοινωνία αναθέτει στις γυναίκες. Γι’ αυτό και η Δήμητρα, η σκηνοθέτιδά μας, μας θύμισε από την αρχή πως ο χαρακτήρας πρέπει να είναι και μάνα — δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε αυτόν τον ρόλο όταν μιλάμε για όλες μας.

-Το χιούμορ αποτελεί κεντρικό στοιχείο της παράστασης, λειτουργεί συχνά ως εργαλείο αποφόρτισης αλλά και αποκάλυψης βαθύτερων αληθειών…

Μαίρη Βούλγαρη: Αν δεν υπήρχε το χιούμορ, δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Η ζωή είναι σκληρή και δύσκολη, και αν δεν υπάρχει ένας τρόπος να γελάμε και να χαλαρώνουμε, πραγματικά δεν ξέρω πόσοι θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Η παράσταση «Αίθουσα Αναμονής» μιλάει για σκληρά και τραυματικά ζητήματα, όπου, αν δεν υπήρχε και λίγο χιούμορ μέσα, οι θεατές θα έφευγαν καταμαυρισμένοι. Θέλαμε η παράσταση να είναι, όπως και η ίδια η ζωή, σκληρή αλλά όχι ολόμαυρη. Τέλος, παρατηρώ πως συχνά οι άνθρωποι μιλούν για τα πιο σκληρά τραύματά τους με τρόπο αποστασιοποιημένο και συχνά με στοιχεία μαύρου χιούμορ, καθώς μόνο έτσι μπορούν να τα διαχειριστούν.

-Ο κόσμος της νύχτας κουβαλά συχνά έντονα ανδροκρατούμενα στοιχεία. Κι όμως, η Χαρά μοιάζει να έχει αγαπήσει και απολαύσει αυτό το περιβάλλον. Πες μας για τις χεραφεσιακές – ή αλλιώς απελευθερωτικές – προεκτάσεις αυτής της στάσης. Μπορεί τελικά μια γυναίκα να επαναοικειοποιηθεί αυτόν τον χώρο, ή έστω αξίζει να το διεκδικήσει;

Ασημίνα Μουστακαλή: Είναι πολύ σύνηθες, όταν ακούμε τη λέξη “μπουζούκια”, να μας έρχονται στο μυαλό πολλές στερεοτυπικές εικόνες ανδρών και γυναικών, στερεοτυπικές από την εμφάνιση έως και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να σκέφτονται ή να εκφράζονται. Η “νύχτα” είναι συνυφασμένη με μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα. Είναι αλήθεια πως, εκ πρώτης όψεως, το συγκεκριμένο μοντέλο διασκέδασης φέρει πολλά στοιχεία που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πατριαρχικά. Η παρουσία των γυναικών μέσα στη νύχτα είναι πλασμένη από και προορισμένη για το “αντρικό βλέμμα”. Το γνωστό ως male gaze είναι σίγουρα παρόν και ισχυρό. Ωστόσο, ήδη από δεκαετίες που η θέση της γυναίκας δεν ήταν ούτε καν συνταγματικά ίση με αυτή του άντρα, οι γυναίκες που ήταν καλλιτέχνες είχαν μια ελευθερία που πηγάζει μέσα από αυτή τους την ιδιότητα. Ακόμα και αν έπρεπε να πληρούν τις προϋποθέσεις που έθετε το αντρικό κοινό, υπήρχε ένα πεδίο έκφρασης και αυτοδιάθεσης που ήταν από δυσεύρετο έως και ουτοπικό για το γυναικείο φύλο. Η Χαρά, πιστεύω, πως και αυτή ακροβατεί ανάμεσα σε αυτό το δίπολο. Ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά που απαιτεί το male gaze από μια γυναίκα, αλλά την ίδια στιγμή εκφράζεται με απόλυτη ελευθερία. Παρουσιάζει μια εικόνα αντικειμενοποίησης ή πλήρους απελευθέρωσης της γυναικείας σεξουαλικότητας και του γυναικείου σώματος. Ούτως ή άλλως, η αντικειμενοποίηση δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που φέρει το άτομο που αντικειμενοποιείται, αλλά από την οπτική του αποδέκτη, δηλαδή εκείνου που θα επιλέξει να αντικειμενοποιήσει. Κατά τη γνώμη μου, οι χώροι που είναι έντονα ανδροκρατούμενοι ίσως είναι οι πρώτοι που θα έπρεπε να επανοικειοποιηθούν από τις γυναίκες. Εκεί όπου το φαινόμενο είναι πιο έντονο, είναι πιο εύκολο να διακρίνουμε το πρόβλημα και να ανακαλύψουμε τη ρίζα του.

-Η παράσταση αμφισβητεί τα στερεότυπα — όχι μόνο μέσα από τις ηρωίδες, αλλά και μέσα από τον ίδιο τον χώρο που τη φιλοξενεί: το Σωματείο Οδηγών Ταξί Αττικής. Ένας τόπος κατεξοχήν ανδροκρατούμενος που μεταμορφώνεται σε σκηνικό γυναικείας αφήγησης. Πώς βίωσες αυτή τη συνθήκη; 

Μυρτώ Στράμπη: Θέλω να πω πως νιώθω, και θα νιώθω πάντα, μεγάλη ευγνωμοσύνη προς όλα τα μέλη του Σωματείου, καθώς και προς τον πρόεδρο Γιώργο Μπάτσο, που με τόση θέρμη και προθυμία μας βοήθησαν και μας ενίσχυσαν, φιλοξενώντας μας στο χώρο τους. Ήταν και για εμένα μια πρόκληση, γιατί με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι έχω κι εγώ τα δικά μου στερεότυπα και, το σημαντικότερο όλων, να τα αμφισβητήσω και να τα ξεπεράσω! Η συνύπαρξη των δύο κόσμων μας είναι βαθιά συγκινητική και, κυρίως, ελπιδοφόρα!

Βρίσκω το συγκεκριμένο χώρο, με την ενέργειά του και με τις σκηνογραφικές παρεμβάσεις του εικαστικού Ιάσονα Καμπάνη, τον καταλληλότερο τόπο για αυτό που κάνουμε και δεν θα τον άλλαζα με τίποτα!

Την αίσθησή μου αυτή συμπληρώνει και η ιστορία του διπλανού “κτιρίου-φάντασμα”, όπου ένας γυναικοκτόνος και παιδοκτόνος έκαψε τη σύζυγό του και τις τρεις τους κόρες, επειδή εκείνη ήθελε να χωρίσουν.

Τα συναισθήματα λοιπόν που με κατακλύζουν κάθε φορά που διασχίζω την πόρτα και ανεβαίνω τη σκάλα για να φτάσω στην πολυαγαπημένη «Αίθουσα Αναμονής» είναι ποικίλα, και πάντα νιώθω το χρέος να “ενσωματώνω” στο ρόλο και στην ερμηνεία μου όσα μου δίνει ο χώρος και η ιστορία του.

-Θεωρείς πως το ανέβασμα θα μπορούσε να έχει διαφορετικό τέλος;

Ειρήνη Καράογλου: Στο τέλος, ενώνουμε το σώμα και την τροφή, δύο περιοχές όπου οι γυναίκες έχουν διαχρονικά καταπιεστεί ως προς την απόλαυση. Μέσα από αυτή τη στιγμή ιδιωτικότητας και εκφόρτισης, διεκδικούμε την επιθυμία μας ως πράξη αυτοεξουσίας. Η αυτοαπόλαυση —του σώματος και της τροφής— γίνεται κλειδί για να επιστρέψουμε σε εμάς, χωρίς ενοχή. Γι’ αυτό το συγκεκριμένο τέλος είναι και το μοναδικό που θα μπορούσε να έχει η διαδρομή των χαρακτήρων μας.

-Στην «Αίθουσα Αναμονής» τέσσερις γυναίκες συναντιούνται και κάπως «ακουμπούν» η μία την άλλη. Σε επαγγελματικό επίπεδο πώς είναι αυτή η συνεργασία;

Ασημίνα Μουστακαλή: Νιώθω πολύ τυχερή να πω πως το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε επαγγελματικό επίπεδο. Είμαι ευγνώμων που η πρώτη μου δουλειά στο θέατρο συμβαίνει σε ένα πλαίσιο αποδοχής και οικειότητας. Είναι πολύ έντονο το στοιχείο ότι όλες λειτουργούμε σαν ομάδα: η καθεμία από εμάς φέρει κάτι εντός και εκτός ρόλου που είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλης της δουλειάς που έχουμε κάνει και συνεχίζουμε να κάνουμε. Η “Μαγδαληνή”, η “Φωτεινή” και η “Αμέλια” είχαν τη γενναιοδωρία να με αγκαλιάσουν και να με διδάξουν μέσα από την εμπειρία τους και να με εντάξουν στον κόσμο που με τόση αγάπη έχτισαν. Μπήκα σε ένα σύμπαν που δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από τα κορίτσια και από τη σκηνοθέτιδα Δήμητρα Τάμπαση. Κι όμως, δεν ένιωσα ούτε για μια στιγμή σαν εισβολέας ή σαν ξένη. Μάλλον ένιωσα περισσότερο σαν να βρίσκομαι κάπου που με αγκάλιασαν και με ενσωμάτωσαν. Και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στους ανθρώπους που συναντώ κάθε βράδυ της Δευτέρας και της Τρίτης.

Διαβάστε επίσης:

Αίθουσα Αναμονής, σε σκηνοθεσία Δήμητρας Τάμπαση για 3η χρονιά στο Σωματείο Οδηγών Ταξί Αττικής