Στο θέατρο Χώρος ανεβαίνει το νέο θεατρικό έργο των Αντώνη Χανιώτη & Λάμπρου Κομζιά.  «Οι Ανέγγιχτες» είναι ένα έργο που γράφτηκε για να επισφραγίσει τη μοναδικότητα του Ανθρώπου και να αναδείξει εναργώς την ειδοποιό διαφορά του με οτιδήποτε άλλο προσπαθήσει στο μέλλον να τον μιμηθεί.

Το CultureNow μίλησε με τον Αντώνη Χανιώτη, που υπογράφει και τη σκηνοθεσία του ανεβάσματος.

***

-Το έργο εξελίσσεται στην Αμερική, εστιάζοντας σε μια απομονωμένη αίρεση. Τι σας οδήγησε να επιλέξετε αυτό το σκηνικό για ένα νεοελληνικό έργο;

Με τον Λάμπρο Κομζιά επιλέξαμε μια ακραία κατάσταση ζωής για να μπορέσουμε να κάνουμε μία βαθύτερη κατάδυση στα άδυτα της ψυχής του ανθρώπου. Το κοντράστ που δημιουργείται από την ύπαρξη μιας απόλυτα δογματικής ομάδας μέσα στη «Γη της Επαγγελίας και της Ελευθερίας» είναι το τέλειο υπόβαθρο για να αναπτυχθούν οι χαρακτήρες των ηρωίδων του έργου, σπάζοντας όλα τα στεγανά της καθημερινότητας και της κοινής λογικής που μας παγιδεύουν στη ρηχότητα και μας εμποδίζουν να δούμε την ουσία των μυστηρίων που μας περιβάλλουν.

Οι cult αμερικάνικες αιρέσεις λειτουργούν ως υπερμεγεθυντές των απόκρυφων πλευρών της ζωής μας και αυτό είναι το γεγονός που τις καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικές για όλους μας. Φυσικά, η απομόνωση των ηρώων δεν είναι αμερικανικό φαινόμενο, αλλά οικουμενικό. Θα μπορούσε να συμβαίνει σε ένα χωριό της Ελλάδας, σε μία κοινότητα, σε μία οικογένεια. Η αίρεση απλώς μεγεθύνει το φαινόμενο, μας δείχνει πόσο εύκολα ο άνθρωπος μπορεί να παραδοθεί σε μια ιδέα για να σωθεί και πώς τελικά η ιδέα αυτή τον φυλακίζει. Η Αμερική των «Ανέγγιχτων», ο εγκλωβισμός σε ένα ψέμα, δεν είναι τόπος, αλλά κατάσταση.

-Ωστόσο, επεξεργαστήκατε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της αίρεσης;

Οι θρησκευτικές αιρέσεις πάντα υπήρχαν και πάντα πρόσφεραν άφθονο υλικό σ’ αυτούς που προσπαθούσαν να γίνουν πιο σοφοί μελετώντας όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η απομόνωση των μελών τους, η καλλιέργεια του φόβου για τον «βδελυρό» κόσμο, η αίσθηση πως αποτελούν το μόνο αληθινό καταφύγιο του Θεού πάνω στη Γη και η προσμονή για την «αρπαγή» τους από τον Κύριο είναι επαναλαμβανόμενες διδασκαλίες τους ευρέως γνωστές σε όσους έχουν ασχοληθεί έστω και λίγο με αυτό τον χώρο. Η δική μας επεξεργασία και συμβολή ήταν στο να συμπυκνώσουμε οργανικά όλα αυτά τα στοιχεία πίσω από το όνομα «Ανέγγιχτες» και να μπορέσουμε να μεταφέρουμε με ρεαλιστικό τρόπο την ατμόσφαιρά τους πάνω στη σκηνή του θεάτρου. Πολλές ομάδες ανθρώπων σήμερα, αν και δεν είναι αιρέσεις, συγκεντρώνουν τα στοιχεία αυτών.

-Αλήθεια, πώς ήταν η συνεργασία σας με τον κύριο Κομζιά στη συγγραφή; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να συνυπάρχουν δύο δημιουργικές φωνές σε ένα τέτοιο εγχείρημα;

Είναι απίστευτα εύκολο, αρμονικό και για μένα μαγικό. Με τον Λάμπρο συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια τώρα και είναι το έκτο έργο που γράφουμε μαζί, είναι ο συνοδοιπόρος στο δύσβατο , ειδικά στην εποχή μας, δρόμο της τέχνης. Η συνταγή είναι πάρα πολύ απλή. Λέμε και οι δύο τις ιδέες μας, τις αποτυπώνουμε πάνω στο χαρτί κι έπειτα ακούμε πολύ προσεκτικά ο ένας τον άλλο χωρίς καμία διάθεση να επιβάλλουμε τη γνώμη μας. Τότε γίνεται αυτό το μαγικό που σας ανέφερα και ένα ωραίο έργο γεννιέται, ταξιδεύει, αγγίζει και αναγεννά ανθρώπινες ψυχές.

-Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται τρεις γυναίκες και ένας άγνωστος άνδρας. Παίζει ρόλο το έμφυλο στοιχείο στην πλοκή;

Το έμφυλο στοιχείο υπάρχει, αλλά όχι ως σύγκρουση, υπάρχει ως αντανάκλαση. Οι γυναίκες του έργου δεν παλεύουν απέναντι σε έναν άνδρα, αλλά απέναντι στις ιδέες που έχουν κληρονομήσει για τον εαυτό τους και για τον «άλλο». Ο «Ξένος» απλώς γίνεται η αφορμή, ένας καταλύτης που διαταράσσει τη βεβαιότητα της πίστης τους, της ταυτότητάς τους, της ίδιας τους της γυναικείας φύσης. Το φύλο είναι το πεδίο πάνω στο οποίο αποκαλύπτεται η ανθρώπινη ευθραυστότητα. Η Αθαλία, η Ρεβέκκα και η Ραχήλ δεν αναζητούν απλώς την ελευθερία τους ως γυναίκες, την αναζητούν ως ψυχές που ασφυκτιούν σε έναν περίγυρο που τους υπαγορεύει πώς «πρέπει» να νιώθουν.

-Διαβάζοντας τα της παράστασης σκέφτηκα ένα βιβλίο του Μαρκ Φίσερ («Καπιταλιστικός Ρεαλισμός»), όπου υποστηρίζει πως μας είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά να φανταστούμε έναν άλλο κόσμο – με ένα διαφορετικό σύστημα…

Υπάρχουν κάποιοι πολύ ευφυείς άνθρωποι που μπορούν πραγματικά με τη δύναμη του νου τους να φανταστούν έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Υπάρχουν επίσης και κάποιοι πολύ ευαίσθητοι άνθρωποι που μπορούν με την καθαρότητα της ψυχής τους να βιώσουν έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. «Οι Ανέγγιχτες» ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. Βλέπουν, ακούνε και καταλαβαίνουν χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις της ψυχής τους που είναι πολύ οξύτερες από τις αισθήσεις του σώματος. Φιλοδοξούν να μυήσουν σ’ αυτό το μυστικό βίωμα όλους τους θεατές της παράστασης και  να τους κάνουν να δουν πέρα από τις κανονικότητές τους και να πάψουν να τις μετατρέπουν σε κανόνια που καταστρέφουν το νόημα της ζωής . Ο Μαρκ Φίσερ έχει δίκιο: αποδεχόμαστε πολύ εύκολα ότι «έτσι έχουν τα πράγματα». Το έργο μας, μέσα από την υπερβολή της αίρεσης, προσπαθεί να ρωτήσει: Κι αν δεν είναι έτσι; Μπορεί το «φυσιολογικό» συχνά να είναι μια συλλογική αυταπάτη;

Αν οι θεατές φύγουν λίγο πιο ανήσυχοι, κάτι θα έχουμε πετύχει.

-Πώς η μουσική συμβάλλει στη δραματουργία του έργου; Τη δουλέψατε παράλληλα με το κείμενο ή εκ των υστέρων;

Όταν έχει γίνει η χωροχρονική τοποθέτηση της κύριας ιδέας, ήδη έχουμε μπει στην «ατμόσφαιρα» του έργου. Τότε ξεκινάω και γράφω τις πρώτες μουσικές ιδέες στο ανάλογο ύφος και στην πορεία, με την εξέλιξη της δραματουργίας συμβαδίζει και η εξέλιξη της μουσικής. Στις «Ανέγγιχτες» λοιπόν συγκεκριμένα, η μουσική δε συνοδεύει τη δράση, τη σχολιάζει. Είναι ο ήχος του εσωτερικού κόσμου των ηρώων, εκεί όπου δε φτάνει ο λόγος. Η μουσική εδώ είναι η συνείδηση του έργου, το μόνο στοιχείο που ξέρει την αλήθεια, αλλά δε μιλά ποτέ καθαρά.

-Τέλος, αναφέρετε στο σκηνοθετικό σας σημείωμα πως «Οι Ανέγγιχτες» είναι μια ιστορία εγκλωβισμού, αλλά και λύτρωσης. Τι σας έκανε να κρατήσετε αυτό το ευοίωνο στοιχείο, τη σπίθα ελπίδας, μέσα στην αφήγηση; 

Γενικά μιλώντας είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος άνθρωπος. Έχω τη βεβαιότητα πως η απαισιοδοξία είναι πάντα κακός σύμβουλος και διαιωνίζει ό,τι κακό υπάρχει πάνω στη Γη. Δουλεύω είκοσι χρόνια σε δημοτικό σχολείο και έχω πια μάθει να βλέπω τον κόσμο και μέσα από τα μάτια των παιδιών. Έχουμε κι εμείς οι μεγάλοι τα δικά μας δυνατα επιχειρήματα, αλλα δεν είμαι σίγουρος ποιός θα ήταν ο νικητής σε μια αναμέτρηση πνεύματος ανάμεσα στον «Μικρό Πρίγκιπα» και τους «σοφούς» του κόσμου μας. Στις «Ανέγγιχτες» πιο συγκεκριμένα όμως, η ελπίδα δεν είναι ρομαντική, είναι σχεδόν επώδυνη. Μοιάζει με φλόγα που επιμένει να καίει, ακόμα κι όταν όλα γύρω της έχουν γίνει στάχτη. Αυτή ίσως και να είναι η ουσία του έργου, ότι ακόμα και όταν όλα μοιάζουν χαμένα, η ανάγκη για ελευθερία δεν πεθαίνει.

-Το δελτίο τύπου μάς προτρέπει να μην αποκαλύψουμε το φινάλε. Μπορείτε ωστόσο να μας πείτε τι συναισθήματα θέλετε να αφήσει στον θεατή όταν πέσει η αυλαία;

Θέλω ο θεατής να φύγει συγκινημένος, ταραγμένος, σκεπτικός… Κι όταν αυτά καταλαγιάσουν αργότερα μέσα του, να επικρατήσουν η Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη για τον Άνθρωπο…

Photo Credit: Patroklos Skafidas

Διαβάστε επίσης:

Οι Ανέγγιχτες, των Αντώνη Χανιώτη & Λάμπρου Κομζιά στο θέατρο Χώρος