Δεν υπάρχουν πολλοί συγγραφείς σαν τον Αραμπούρου που να συνδυάζουν την ανθρωπιά και την υψηλή ποιότητα στην αφήγησή τους. Οι περισσότεροι χάνουν το στοίχημα με την υπερβολή στον μελοδραματισμό. Άλλοι αποδεικνύονται υπερβολικά ελιτίστες. Ο συγγραφέας της «Πατρίδας» είχε εξαρχής αυτό το  χάρισμα – να δημιουργεί οικείους ήρωες και ένα μυθιστορηματικό περιβάλλον γεμάτο ζεστασιά και κατανόηση για τους χαρακτήρες του. Κι η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το σημείο θυμίζει τη ζεστασιά που επιδεικνύει στις ιστορίες του ο Μάρκες. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι γράφουν στην ίδια γλώσσα.

Οι πολυσέλιδες αφηγήσεις του Αραμπούρου που προηγήθηκαν είχαν  ασφαλώς μια αρτιότητα που λείπει από το «Παιδί». Αυτό σίγουρα προκαταβάλλει τον αναγνώστη που αγάπησε την «Πατρίδα» και τα «Πετροχελίδονα». Από την άλλη όμως το ελλειπτικό κείμενο  που μας προσέφερε αυτή τη φορά, ένα μικρό μνημείο λογοτεχνικού μινιμαλισμού, ήταν μια ευκαιρία για να αντιληφθούμε σε βάθος την απλότητα  και την ανθρωπιά του ίδιου του συγγραφέα.  Το μυθιστόρημα με τον Αραμπούρου αποκτά ένα ανεπιτήδευτο πρόσωπο χωρίς να χάνει καθόλου σε ποιότητα. Ο Αραμπούρου δεν διακατέχεται από τον μεγαλοϊδεατισμό του Χαβιέρ Μαρίας, ίσως δεν είναι τόσο σπουδαίος όσο ο συμπατριώτης του, έχει όμως ένα πλεονέκτημα και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι μπορεί να αφηγηθεί μια ιστορία  χωρίς το λούστρο της διανόησης, χωρίς ποτέ να γίνεται φτηνός και απλοϊκός.

Στο «Παιδί» ο Αραμπούρου αφηγείται μια σπαρακτική ιστορία που την δαμάζει και δεν επιτρέπει οποιαδήποτε συγκινησιακή υπερβολή. Ίσως γι αυτό το ολιγοσέλιδο αυτό μυθιστόρημα είναι τόσο συγκινητικό. Τα κεφάλαια είναι σύντομα, το ύφος είναι θα λέγαμε «λαϊκή απογευματινή», με στρώσεις ποιητικής γραφής – διαπιστευτήρια ενός αναμφισβήτητου μάστορα. Ο συγγραφέας αξιοποιεί μια πραγματική ιστορία, χωρίς να το διατυμπανίζει, την τοποθετεί στο φαντασιακό της μεγάλης αφήγησης, πλάθει απλούς, καθημερινούς χαρακτήρες όπως ο Νικάσιο, η Μαριάχε, η Καντελάρια και ο Χοσέ Μιγκέλ,  τους περιβάλλει με ένα πειστικό θίασο δευτεραγωνιστών, εκμεταλλεύεται όλες τις διαθέσιμες αφηγηματικές τεχνικές και κάπως έτσι συνθέτει ένα τρυφερό μυθιστόρημα που δεν εκβιάζει τη συγκίνηση. Δεν υπάρχει καμία ωμότητα και το μόνο συνταρακτικό στοιχείο είναι ο βαθύς υπαινιγμός για την ανθρώπινη μοίρα, όταν αυτή συναντιέται με την τραγωδία, με την προσωπική συμφορά, με τον καθημερινό αγώνα του ανθρώπου και τον θάνατο.

Ο παρεμβατικός λόγος του ίδιου του κειμένου, σημάδια μεταμοντέρνου στο γράψιμο ενός αναγνωρισμένου συγγραφέα, δεν ξενίζει όσο θα περίμενε κανείς. Θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στην περιπέτεια του ύφους με το οποίο εξακολουθεί να μας συστήνεται το παγκόσμιο μυθιστόρημα. Η μετάφραση της Τιτίνας Σπερελάκη υπηρετεί τις συγγραφικές προθέσεις του πρωτοτύπου.

Διαβάστε επίσης:

Φερνάντο Αραµπούρου – Το παιδί: Ένα βιβλίο για την εύθραυστη ανθρώπινη φύση