Γράφει η Μαρία Παπαγιάννη

Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον Μικρό Πρίγκιπα να μας δείχνει τον μικρό του πλανήτη εκεί πέρα μακριά όπου ζει το λουλούδι του;

Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον Μικρό Πρίγκιπα να αντιστέκεται στη φρίκη του πολέμου και στα τέρατα του Χίτλερ;

Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον φτερωτό παραμυθά να μας θυμίζει πως όλοι οι μεγάλοι ήταν κάποτε παιδιά;

Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ γράφει τον «Μικρό Πρίγκιπα» το 1940 ενώ βρίσκεται στις ΗΠΑ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, πολύ μακριά από την πατρίδα του και τον πόλεμο κι ίσως γι’ αυτό ο Μικρός Πρίγκιπας λέει με παράπονο πως δεν έπρεπε να έχει αφήσει τον πλανήτη του και το λουλούδι του, κι ας του μιλούσε σκληρά, εκείνο όμως ήταν που έκανε την καθημερινότητά του φωτεινή και ευωδιαστή. Απολογείται και θέλει να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες του, λέγοντας πως όλοι έφταιξαν για το τέρας του πολέμου, γιατί πρέπει κάθε μέρα να συγυρίζουμε τον τόπο μας και όλοι έχουμε ευθύνη να προστατεύουμε αυτά που αγαπάμε. Κι έτσι ο Μικρός Πρίγκιπας βρίσκεται χαμένος στην έρημο, σ’ έναν έρημο, ακατανόητο κόσμο, προσπαθώντας να καταλάβει, να βρει το νόημα.

Κάνει σχέδια για να προειδοποιήσει τα παιδιά για τον κίνδυνο των μπαομπάμπ. Τους λέει πως πρέπει να είναι πάντα σε εγρήγορση γιατί τα μπαομπάμπ —όπως και οι ιδέες καμιά φορά— μπορούν να καταστρέψουν ολόκληρο πλανήτη: «Παιδιά, προσέχετε τα μπαομπαμπ!».

Τι ήταν αυτό που μας άφησε ο Μικρός Πρίγκιπας στη σύντομη επίσκεψή του στη Γη; Νομίζω είναι η ποίηση —«Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Το σημαντικό τα μάτια δεν το βλέπουν»—, η ελπίδα πως «κάθε σπίτι κρύβει ένα μαγικό μυστικό στα βάθη του» και μια υπόσχεση —«Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό τη νύχτα, κι αφού εγώ θα μένω σ’ ένα απ’ αυτά, αφού εγώ θα γελάω σ’ ένα απ’ αυτά, θα είναι για σένα σαν να γελάνε όλα τα αστέρια».

Ο Αντουάν αγαπούσε πολύ τα ταξίδια και τα αεροπλάνα κι όταν ήταν πολύ μικρός, έβαλε στο ποδήλατό του φτερά από χαρτόνι για να το κάνει αεροπλάνο. Αργότερα, 12 χρονών, έκανε το πρώτο του ταξίδι με αεροπλάνο κι ερωτεύτηκε τις πτήσεις στους ουρανούς. Ποτέ δε σταμάτησε να πετάει, πετώντας χάθηκε, αλλά όλοι εμείς που αγαπήσαμε τον «Μικρό Πρίγκιπα» ξέρουμε πως ο δημιουργός του γελάει σ’ ένα από τα αστέρια και μας θυμίζει πως πρέπει να ψάχνουμε την ομορφιά σε όσα δε φαίνονται και να παλεύουμε να έρθει εκείνη η μέρα που δε θα φοβόμαστε τα μποαμπάμπ.

Από το 1943 που πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε εκατοντάδες γλώσσες και δε σταμάτησε ποτέ να κάνει καινούριους φίλους σε όλο τον κόσμο, αποδεικνύοντας τη δύναμη των καλών ιστοριών. Στην Ελλάδα πρωτοκυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1943. Μια από τις πρώτες εκδόσεις την υπογράφει ο Στρατής Τσίρκας ενώ από στις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε το 1997 σε μετάφραση της Μελίνας Καρακώστα.

Η Μαρία Παπαγιάννη είναι συγγραφέας, από τις πιο σηµαντικές σύγχρονες παρουσίες στην ελληνική παιδική και νεανική λογοτεχνία, υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο H.C. Andersen 2022 και Πρέσβειρα για το Παιδικό Βιβλίο για τη διετία 2021-2022.

Αντουάν Ντε Σαιντ-Εξυπερύ

Ο Αντουάν Ντε Σαιντ-Εξυπερύ γεννήθηκε στη Λυών το 1900. Αφού μαθήτευσε σε εκκλησιαστικά ιδρύματα, όπου αποδείχτηκε απείθαρχος μαθητής, απέτυχε διαδοχικά στη Ναυτική Σχολή και στην Ecole Centrale, προτού εγγραφεί τελικά στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1921, με την ευκαιρία της στρατιωτικής του θητείας, πήρε δίπλωμα πιλότου κι έγινε πιλότος στη Γαλλική Αεροπορική Εταιρεία και κατόπιν στη Latecoere. Στον αερολιμένα ανεφοδιασμού της γραμμής Καζαμπλάνκα-Ντακάρ στο ακρωτήριο Judy στο Μαρόκο, ανακάλυψε την έρημο. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ταχυδρομείο του Νότου, εκδόθηκε το 1928. Την επόμενη χρονιά ο Σαιντ-Εξυπερύ έγινε διευθυντής της Aeroposta Argentina στο Μπουένος Άιρες, όπου γνώρισε την Κονσουέλο Σουνσίν, την οποία παντρεύτηκε το 1931. Την ίδια εκείνη χρονιά βραβεύτηκε με το Prix Femina για το μυθιστόρημά του Νυχτερινή πτήση και παραιτήθηκε από την Aeroposta. Έγινε κύριος ανταποκριτής της France-Soir στη Ρωσία και κατόπιν στην Ισπανία το 1936. Το 1937, επιστρέφοντας στην αεροπορία, εδραίωσε την από αέρος σύνδεση Καζαμπλάνκας-Τιμπουκτού. Μετά από ένα σοβαρό ατύχημα, αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Το μυθιστόρημα Η γη των ανθρώπων, το 1939, του χάρισε το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας. Με το ξέσπασμα του πολέμου επέστρεψε στην ενεργό υπηρεσία, παρά την κατάσταση της υγείας του, αλλά αποστρατεύθηκε στο Αλγέρι το 1940, λόγω ηλικίας. Αναχώρησε για τη Νέα Υόρκη, όπου καταπιάστηκε μ ένα μεγάλο έργο, το Κάστρο, που συγκέντρωνε τους στοχασμούς μιας ζωής και εκδόθηκε μόλις το 1948. Το 1943 εκδίδει τον Μικρό Πρίγκιπα και το Γράμμα σ’ έναν όμηρο. Γύρισε στην Ευρώπη για να καταταγεί στις γαλλικές αεροπορικές δυνάμεις με τον βαθμό του ταγματάρχη. Στις 31 Ιουλίου 1944 πραγματοποίησε μια αναγνωριστική αποστολή προς την κοιλάδα του Ρήνου, απ’ όπου δεν επέστρεψε.

Ο Σαιντ-Εξυπερύ εξαφανίστηκε με το αεροπλάνο του το 1944, ανοιχτά της Κορσικής, ενώ εκτελούσε την ένατη πολεμική του αποστολή κυνηγώντας γερμανικά καταδιωκτικά.