Κεντρικά θέματα αποτελούν το περιβάλλον, η διαχείριση των ανοιχτών πληγών της αποικιοκρατίας, η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τον μύθο.

Η Μπιενάλε της Βενετίας, που εφέτος έγινε αναγκαστικά τριενάλε λόγω κόβιντ, είναι το μέρος που η τέχνη ‘φοράει τα καλά’ της. Αυτό σημαίνει ότι τόσο στην κεντρική έκθεση όσο και στα εθνικά περίπτερα βρίσκουμε δουλειές τόσο πειραματικές όσο επιτρέπουν οι παγκόσμιες τάσεις και τα αφηγήματα που είναι μεν ‘καυτά’ αλλά άλλο τόσο και κεφαλοποιήσιμα. Ξεκινώντας την περιήγηση με αυτό το σκεπτικό, κάθε έκπληξη, που ξεφεύγει από το mainstream και προκύπτει από μία βιωμένη και ολοκληρωμένη πρόταση, είναι ευχάριστη.

Το ενδιαφέρον γεγονός με την επίδραση της πανδημίας στην τέχνη τα τελευταία τρία χρόνια είναι ότι, ενώ όλοι υπήρξαν δικτυωμένοι σε έναν παγκόσμιο ιστό, η έμπνευση που σιγόβραζε μέσα σε αυτό το εικονικό τοπίο ήταν αυτή που φέτος βλέπουμε να εκφράζεται με ποικίλους τρόπους μέσα από την καταιγιστική επαναφορά της χειρωνακτικότητας, και αυτό ισχύει και για τις επιλογές της Cecilia Alemani στην κεντρική έκθεση. Η επαναμάγευση λοιπόν συντελείται από τα ίδια μας τα χέρια, από την επαφή με το υλικό, από τη συναισθησιακή γνωριμία με ότι είχε ξεχαστεί μέσα στις οθόνες, με ύλες και υφές, θραύσματα και ίνες, με κόμπους και συνδέσμους, την εποχή της άυλης τεχνολογικής ρευστότητας. Από το εικονικό, η τέχνη ξαναβουτά στο φυσικό και στην παράδοση δοκιμάζοντας να σαγηνευτεί από το παρελθόν για να ημερεύσει την αγωνία που της προκαλούν τα θολά νερά της παγκοσμιοποίησης του πολιτισμού από όπου εφορμά απρόσωπος ο άνθρωπος του 21ου αιώνα, επιδρώντας καταλυτικά τόσο στο περιβάλλον όσο και στον ίδιο του τον εαυτό. Και αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια συστήνει αναμφισβήτητα μία επιστροφή στις γόνιμες ατραπούς του Ρομαντισμού.

Η τέχνη το 2022 ανατρέχει στο μύθο και τον ανακατασκευάζει, ψάχνοντας για γέφυρες, όχι με την παντοδυναμία των απανταχού ορατών εκφάνσεων της νέας σκληρότητας και των απρόσωπων υπέρ-παραγωγών και προκάτ θριάμβων, αλλά με την ευθραυστότητα της ποίησης της καθημερινότητας ενός μετά-Ανθρωπόκαινου πολιτισμού του οποίου ο ορισμός είναι ακόμα υπό διαμόρφωση και μεταμόρφωση, ενώ η διάθεση για κάποιου είδους αντίδραση είναι ορατή και αυξανόμενη. Η τέχνη που παρουσιάζεται φέτος, αλλού πετυχαίνει να εκφράσει αυτή τη δημιουργική αμφισβήτηση, ενίοτε με σκωπτική διάθεση, κι αλλού όχι. Ας δούμε λοιπόν, κατατάσσοντας τα σε δύο θεματικές, καθημερινότητας και μύθου, τα 16+1 περίπτερα που, όταν βγήκαμε από αυτά, είχαμε στα πρόσωπα μας τη σύσπαση μιας μικρής αναγέννησης.

ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΞΟΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Βέλγιο, The Nature of the Game, Giardini

Ο Francis Alys μιλά τη διεθνή γλώσσα των παιδιών, πέρα από σύνορα και ντοπιολαλιές. Μέσα από τα βίντεο του, όλα ελεύθερα από πνευματικά δικαιώματα όπως εξάλλου και τα παιχνίδια του δρόμου, αλλά και από τις λεπτοφυείς ζωγραφικές αποτυπώσεις τους, το διακύβευμα είναι να εμπλακεί ο θεατής νοητά με το παιχνίδι σε όλες τις μορφές του, σε διάφορα μέρη του κόσμου. Οι ιεραρχίες, λειτουργίες και κανόνες του κάθε παιχνιδιού καθορίζονται αυστηρά και μόνο από τα παιδιά που το οργανώνουν, αλλού ομαδικά αλλού ατομικά, για να το εξελίξουν και να φέρουν εις πέρας τον εκάστοτε σκοπό του. Η σημασία αυτής της πράξης αποτελεί το κέντρο των δρώμενων, και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η κορυφαία στιγμή των εθνικών συμμετοχών. Το σχοινάκι από το Χονγκ Κονγκ, η αμπάριζα από το Μεξικό, ο αγώνας βαμμένων σαλιγκαριών από το Βέλγιο, ο χαρταετός από το Αφγανιστάν είναι κάποια από όσα μας θυμίζουν ότι το παιδί γνωρίζει μόνο το όριο του ουρανού και όχι τα σύνορα των ανθρώπων. Όσο για τον χρόνο, αυτός διαστέλλεται και αποκτά μαγικές διαστάσεις όταν εμπλουτίζεται με το άχρονο παιδικό γέλιο που αντηχεί παντού και μας ακολουθεί βγαίνοντας από το δωμάτιο. Το παιδί από το Κονγκό που ανεβάζει με αδάμαστο ψυχικό και σωματικό σθένος, στην κορφή ενός κρημνώδους βουνού που μοιάζει από λιγνίτη, ένα λάστιχο φορτηγού μόνο για να κυλίσει στην κατηφόρα μέσα σε αυτό, δηλώνει την ακατάβλητη, ανοικονόμητη αυτονομία του.

Nordic Pavilion, “The Sami Pivilion”, Giardini

Η νομαδική κοινότητα των Sami πρωταγωνιστεί στο ευήλιο περίπτερο των Σκανδιναβικών χωρών μέσα από το έργο 3 γηγενών καλλιτεχνών, των Pauliina Feodoroff, Maret Anne Sara, Anders Sunna. Ο χώρος του περιπτέρου μετασχηματίζεται στη Γη των Sami, όπου ξεδιπλώνονται οι ολιστικές πρακτικές τους γύρω από τη διαχείριση των φυσικών πόρων, την παράδοση της βόσκησης των πολύτιμων ταράνδων, αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με τις θεσμοθετημένες κυβερνήσεις των κρατών που τους ‘φιλοξενούν’ μα που δεν τους επιτρέπουν την ελεύθερη μετακίνηση ανάμεσα στα επιβεβλημένα σύνορα που οι ίδιοι αδυνατούν να κατανοήσουν, ούτε τους επιτρέπουν τη χρήση αυτών των πόρων, που γίνεται με γνώση και σεβασμό στο περιβάλλον, και απορρέει από τη μακραίωνη παράδοσή τους. Οι καλλιτέχνες λειτουργούν ομαδικά σε μία εγκατάσταση η οποία αποτελείται από αιωρούμενα γλυπτά φυσικών αντικειμένων, ζωγραφικά έργα με θέμα την αστυνομική καταστολή, και βίντεο με εξαιρετικές λεπτομέρειες όπως η δημιουργία παραδοσιακών τεντών πίσω από τα πλαγιαστά μόνιτορ, που παρουσιάζουν την επίπονη μα ανταποδοτική εργασία και ζωή τους.

Μεξικό, “Until the Songs Spring”, Arsenale

Οι Mariana Castillo Deball, Naomi Rincon Gallardo, Fernando Palma Rodriguez, Santiago Borja Charles, μέσα από υφαντά, σκαλιστά δάπεδα και βίντεο, οραματίζονται κουλτούρες μακριά από την κραταιά παγκοσμιοποίηση, κουλτούρες που γιορτάζουν τον δυναμισμό της νεότητας και τη χειροποίητη τέχνη που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Στο αριστουργηματικό επίσης χειροποίητο βίντεο “Sonnet of Vermin” της Gallardo, παρουσιάζουν το όραμα τους οι αποδιοπομπαίες αντιστασιακές λεσβιακές sub-κουλτούρες της περιοχής που ζητούν να πάρουν στον έλεγχο τους την ίδια τη φύση, μεταμορφωμένες σε χθόνια θηλυκά δαιμόνια-φόβητρα για την κουλτούρα της κατανάλωσης και της συντήρησης. Το μόνο όμως που ζητούν είναι να απαλύνουν τις WASP πληγές της γης που προβάλλονται μέσα από εικόνες εξορύξεων, ανεμογεννητριών, καύσης απορριμμάτων, εγκαθιδρύοντας νέες πραγματικότητες που θα αντικαθιστούν την απρόσωπη εξουσία με την προσωπική ενσυναίσθηση.

Νέα Ζηλανδία, “Paradise Camp”, Arsenale

Στην transgender κοινότητα των Fa’fafine της Σαμόα, η Yuki Kinara αφιερώνει την εγκατάσταση βίντεο, φωτογραφιών και αποκομμάτων από τον τύπο “Paradise Camp”, παίζοντας με τις λέξεις παράδεισος και στρατόπεδο. Μέσα στο λουλουδιασμένο περιβάλλον της Πολυνησίας η εικαστικός στοχάζεται επάνω στα έμφυλα στερεότυπα μίας κοινωνίας που δυτικοποιήθηκε γοργά και έχασε τον ελευθεριακό χαρακτήρα της. Η τέχνη δεν είναι μοιραία ευθυνών καθώς μέσα από την αρχετυπική αποικιοκρατική αρσενική φιγούρα ενός καλλιτέχνη όπως ο Gauguin ο δυτικός κόσμος ενδιαφέρθηκε για το γοητευτικό περίβλημα του εξωτισμού μα όχι και για την αληθινή ζωή των ντόπιων που υπέφεραν από τους Δυτικούς στις περιθωριοποιημένες κοινότητες, όπως επίσης και λόγω της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος. Η ειρωνική τηλεοπτική συνέντευξη του μετα-ιμπρεσιονιστή ζωγράφου αλλά και το talk show περί gender ζητημάτων σε ένα πρωινό πάνελ, θίγει την ελαφράδα με την οποία αντιμετωπίζονται τα στερεότυπα της ομορφιάς και των έμφυλων χαρακτηριστικών, όπως παρουσιάζονται στις έξυπνα σκηνοθετημένες tableau vivant φωτογραφίες στον τοίχο, όπου τη θέση των μοντέλων του Gauguin έχουν πάρει τρανσέξουαλ θηλυκότητες από τις κοινότητες του Ειρηνικού, μέλη των οποίων έχουν φτάσει ως και την αυτοχειρία, στα πρωτοσέλιδα των τοπικών εφημερίδων.

Σιγκαπούρη, Pulp III: A Short Biography of the Banished Book

Με το που είδαμε τα διαχωριστικά του περιπτέρου από εύθραυστο, διάφανο γιαπωνέζικο χαρτί, νιώσαμε να τυλιγόμαστε στο προστατευτικό κουκούλι των χάρτινων λέξεων. Μία στοχαστική ωδή στην αόρατη, άφατη πολυτέλεια της συγγραφικής πράξης, η εμμονική εργασία της Shubigi Rao μας ταξιδεύει σε τόμους και καιρούς, όπου η λέξη είχε ακόμα τη δύναμη των σπαθιών κατάνα και την διαυγή καθαρότητα της πρωινής δροσιάς. Η εικαστικός, μέσα από μία σειρά βιβλίων book art μας θυμίζει το πείσμα των γλωσσών που βρίσκονται στο χείλος της εξαφάνισης, την πνευματική δύναμη των χώρων που φιλοξενούν βιβλιοθήκες, και τη συντάραξη της συναισθησίας που μας προσφέρει γενναιόδωρα το βιβλίο την εποχή της ηλεκτρονικής ανάγνωσης. Έργο της έκθεσης αποτελεί ο κάθε τόμος από τους υπάρχοντες 5000, που παίρνει μαζί του δωρεάν ο κάθε επισκέπτης, και η μεταφορά, ανάγνωση, σπορά του ως τα πέρατα της οικουμένης, μακριά από σύνορα και προκαταλήψεις. Το ταξίδι ως βιβλίο και τούμπαλιν.

Κόσοβο, “The Monumentality of the Everyday”, Arsenale

Σχεδιασμένο να μοιάζει με υποβρύχιο, το υφαντό σύμπαν στο περίπτερο του Κοσόβου είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος-μία γιορτή των καθημερινών στιγμών ευτυχίας που αποκτούν για μία στιγμή μία μνημειακή διάσταση στο θυμικό μας. Ένας ήλιος που χύνει πορτοκαλάδα στο ποτήρι μας, αρχιτεκτονικές κατόψεις που θυμίζουν χαρούμενα εσωτερικά από ιλουστρασιόν βιβλία αγγλικών, κατοικίδια που κάνουν ποδήλατο, άνθρωποι και όντα που ακροβατούν στο δρόμο για τις καθημερινές τους ασχολίες, ένα πολυπρόσωπο πολυδιάστατο σύμπαν στους τοίχους, είναι αυτό που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει ο θεατής ενώ πατά επάνω σε μαλακές pixellated ταπισερί σχεδιασμένες από τον ανήλικο γιο του καλλιτέχνη Jakup Ferri, σύμφωνα με το αγαπημένο ηλεκτρονικό παιχνίδι του παιδιού, και κομποδεμένες από έμπειρες Βαλκάνιες υφάντρες. Συζητώντας με τη Γερμανίδα επιμελήτρια Inke Arns, η διάχυτη αισιοδοξία της εγκατάστασης που εξέπληξε ακόμα και την ίδια, συμφωνεί με το πνεύμα της φετινής Μπιενάλε, ως ένα περιβάλλον εξαγνισμού και θετικής περισυλλογής που επιδιώκει να απαλύνει τα πρόσφατα τραύματα.

Πολωνία, Re-Enchanting the World, Giardini

Η εγκατάσταση πολύχρωμων παραστατικών υφαντών της πρώτης Ρομά εικαστικού Matgorzata Mirga-Tas, εμπνευσμένη από τη σύνθεση των fresco του ζωδιακού κύκλου από το αναγεννησιακό Palazzo Schifanoia στη Ferrara, ξετυλίγει ένα οπτικό ντοκιμαντέρ της ζωής της Ρομά κοινότητας που ζει στις εσχατιές της μπουρζουά κοινωνίας κάνοντας αυτό που λέει ο τίτλος: Επαναμαγεύει τον κόσμο. Σε 12 εκπληκτικής απόδοσης υφαντά πάνελς με επιραμμένα μπατίκ υφάσματα, ξετυλίγεται η ιστορική εμπειρία ενός λαού και η αναζήτηση της ταυτότητας του, σύμφωνα με τις εναλλαγές του χρόνου, της φύσης και του κυκλικού ταξιδιού στο επέκεινα, μία σπάνια οπτική πανδαισία που μόνο ως δώρο μπορεί να την εκλάβει ο θεατής. Στην κάτω φρίζα ανέμελες θηλυκές στιγμές όπως η προετοιμασία του φαγητού, ο καφές, η πασιέντζα, το κέντημα ή η παιδική φροντίδα εναλλάσσονται με σκηνές γήρατος, απώλειας και θρήνου, όπου συχνά παρίσταται και ο κεντητός θεατής με την κάμερα ανά χείρας, όλες υφασμένες μέσα στον συμβολικό κύκλο μιας φυσικής ζωής που χαίρεται την κάθε στιγμή και κάνει κολιέ από χάντρες τα στραγγισμένα δάκρυα της.

Ολλανδία, “When the Body Says Yes”, αλλού

Melanie Bonajo είναι το όνομα της καλλιτεχνικής προσωπικότητας χωρίς προσδιορισμού φύλου, που δημιούργησε το immersive video installation της Ολλανδίας, μία έκκεντρη και εκκεντρική παρουσία εκτός Giardini φέτος, για τη χαρά της ανθρώπινης επαφής σε ένα όλο και πιο αποξενωτικό περιβάλλον, μα και ως σχόλιο για το αναφαίρετο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Ο θεατής νοιώθει ότι συμμετέχει στο κατακλυσμιαίο συναίσθημα συντροφικότητας και έρωτα ανάμεσα σε ένα βουνό άφυλης τρυφερότητας, που αποπνέει η τεράστια προβολή ενός αέναου πολυπρόσωπου συναινετικού εναγκαλισμού, μέσα σε μία παλαιά Βενετική εκκλησία.

Περού, “Peace is a Corrosive Promise”, Arsenale

Σε έντονο κοντράστ, οργή ξεχειλίζει από τον τίτλο του περιπτέρου, οργή πλημμυρίζει και το περιεχόμενο των κολλάζ, αφισών και βίντεο του Herbert Rodriguez στην πιο κατάφωρα πολιτική κραυγή της Μπιενάλε. Ο Rodriguez εγκατέλειψε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1981 όταν ένιωσε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει την έκρυθμη πολιτική κατάσταση, λόγω της πολιτικής αποσταθεροποίησης από την πολύχρονη χούντα με εξωτερικό δάκτυλο, του τεράστιου εξωτερικού δημόσιου χρέους, της εξαπλωμένης βίας, της σεξιστικής πορνογραφίας, του λαθρεμπορίου ναρκωτικών, των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατάσταση στην οποία βρίσκονταν μαζί με το Περού και πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ο sui generis καλλιτέχνης συλλέγει και παρουσιάζει την ακτιβιστική δουλειά του ως μέρος της κουλτούρας των διαμαρτυρομένων subterraneos καλλιτεχνών ως το 1989 που ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Mayor de San Marcos. Ένα οπτικό tour de force κειμένων, γκράφιτι, και οπτικοποιημένου υλικού από τον τύπο της εποχής, ένα ωμό σφυροκόπημα τυπωμάτων σε φτηνό χαρτί χωρίς αισθητικοποιημένες παρεμβάσεις, που λειτουργεί σαν γροθιά στο στομάχι και παραμένει ένα εξαιρετικά επίκαιρο Κατηγορώ στις μέρες μας. Αξίζει ένα μπράβο στο αντίστοιχο ΥΠΠΟΑ του Περού για την τoλμηρή punk επιλογή του!

Καναδάς, 2011 =/= 1848, Giardini

Σε ένα παρόμοιο κλίμα πολιτικής αντίδρασης, η οικονομική κρίση του 2011 αντανακλά τις ταραχές του 1848, που οδήγησαν σε εξεγέρσεις υπέρ των ατομικών ελευθεριών, όπως η πρόσφατη βραχύβια Αραβική Άνοιξη ή το Occupy κίνημα σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Αυτά τα εύφλεκτα γεγονότα έδωσαν το έναυσμα στον Stan Douglas να σκηνοθετήσει τις ιστορικές στιγμές σε 4 μεγάλες φωτογραφίες, οι οποίες παρουσιάζουν κεντρικούς δρόμους στις δύο μητροπόλεις μαζί με την Τύνιδα και το Βανκούβερ που κατακλύζονται από το θυμωμένο πλήθος. Οι φλόγες της εξέγερσης δεν αργούν να ανάψουν εκεί που βρίθει η ανισότητα και η αδικία, πριν καταπνιχτούν από την κρατική καταστολή.

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΜΑΣ

Τουρκία, “Once Upon a Time…”, Arsenale

Από το θέατρο της σκληρότητας, μεταφερόμαστε στο σύμπαν του ονείρου, με την Fusun Onur και την εγκατάσταση της, αποτελούμενη από μικροσκοπικά χειροποίητα όντα από σύρμα, ευρεθέντα υλικά και μπαλάκια πινγκ πονγκ για κεφάλι. Η εικαστικός μας διηγείται με συγκινητική λεπταισθησία την ιστορία τους, όταν χορεύουν, περπατούν στο γρασίδι, ερωτεύονται, γίνονται φίλοι με μια γάτα που ονομάζεται Ζορμπάς, και ταξιδεύουν από την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία για να ξαποστάσουν στο περίπτερο της Τουρκίας στη Μπιενάλε, ενώ μία γόνδολα τους περιμένει στις όχθες της λιμνοθάλασσας για ένα νέο ταξίδι. Έργο εμπνευσμένο μέσα στην πανδημία, αποτελεί μία λυρική παράσταση συντροφικότητας χωρίς σύνορα με συνοδεία τη μουσική της σιωπής, σαν ένα νοσταλγικό παραμύθι ανακάλυψης ενός λιλιπούτειου κόσμου κρυστάλλινης αγνότητας.

Λετονία, “Selling Water by the River”, Arsenale

Η Λετονο-καλιφορνέζικη ‘ερωτική κολεκτίβα’ Skuja Braden δημιουργεί μία αναπάντεχη πολυδιάστατη συμπαντική έκρηξη από μυριάδες αλλόκοτα όντα πλασμένα από δεξιοτεχνικά σμιλεμένη πορσελάνη. Ίσως στην πιο εντυπωσιακή οπτικά εγκατάσταση μαζί με αυτήν της Κορέας, τα γλυπτά αυτά οργάζονται εν ειρήνη και γλουτωνική διάθεση, γεννώντας συντριβάνια από σεξουαλικά όργανα, οφθαλμούς, στήθη, σαρκοβόρα φυτά και πλάσματα της αβύσσου, ένας παράξενος παράδεισος από μία φύση που ακμάζει και θριαμβεύει με την απουσία του ανθρώπου εκείνου που δεν μπορεί να νιώσει.

Αυστρία, “Invitation of the Soft Machine and her Angry Body Parts”, Giardini

Κι εδώ, η προσπάθεια διαφυγής από την πραγματικότητα αποκτά ένα χαρακτήρα ψυχεδελικού ταξιδιού σαν εικονογράφηση από κάποιο camp fanzine περιοδικό, από το ντουέτο Jacob Lena Knebl και Ashley Hans Scheirl. Σε αυτό το μετα-ανθρώπινο τοπίο, που αποτελείται από ζωγραφικά έργα που επεκτείνονται στο χώρο σαν κυτταρικοί οργανισμοί, γλυπτά, υφαντά, φωτογραφίες, παπούτσια πλατφόρμες και λούτρινα υβρίδια με 70ς ντίσκο γραμματοσειρές, τα μέλη του σώματος έχουν αυτονομηθεί και εκτίθενται σε ένα Μουσείο του Μέλλοντος που ζωντανεύει από την κίνηση των θεατών. Κύματα ανατρεπτικού χιούμορ υπερχειλίζουν επιδαπέδιες λίμνες φλούο χρώματος και στις δύο αίθουσες, με κορύφωση το όπλο που εκτοξεύει ηρεμιστικά χάπια στους θεατές, δίπλα σε γλυπτά που σμίγουν τον Boltanski με τον McCarthy.

Ουγγαρία, After Dreams: I Dare to Defy the Damage, Giardini

Στο έτσι κι αλλιώς αρχιτεκτονικό έργο τέχνης, διακοσμημένο με περίτεχνα ψηφιδωτά, περίπτερο της Ουγγαρίας φιλοξενείται μία αντίστοιχα εντυπωσιακή εγκατάσταση από πήλινα γλυπτά της Zsofia Keresztes.

Όμορης αισθητικής με την Αυστριακή μετα-ντανταϊστική εργασία και με κέντρο την αναζήτηση της ταυτότητας, η Keresztes δημιουργεί περίτεχνα στιλπνά περίοπτα έργα που αναδομούν το ανθρώπινο σώμα μέσα από συμπλέγματα αισθησιακών οργάνων που χτίζονται σαν πυραμίδες ηδυμελούς ισορροπίας. Τα γλυπτά αυτά δεν μοιάζουν μοναχικά αλλά συνεργατικά των μερών τους σαν εμψυχωμένα ραβένικα μωσαϊκά και επικοινωνούν μεταξύ τους σε μία αρμονική συνύπαρξη που όμως επιτυγχάνεται με το δέσιμο τους με αλυσίδες. Τα έργα ολοκληρώνονται μέσα από τη ματιά του θεατή, ο οποίος ενώ αρχικά ξαφνιάζεται από την επιτοποθέτηση των διάφορων στοιχείων, όταν απομακρύνεται, αντιλαμβάνεται το Όλον ως πολύχρωμο παλίμψηστο, σε μία σπάνια στιγμή αυτογνωσίας.

Σαουδική Αραβία, The Teaching Tree, Arsenale

Ένα γιγαντιαίο γλυπτό σαν μακρόστενο φίδι, κατασκευασμένο από αποξηραμένα σπαθωτά φύλλα φοίνικα, στο οποίο προσδίδει μία απειλητική χροιά το εβένινο χρώμα του, εκτείνεται κατά μήκος ολόκληρου του περιπτέρου. Το έργο του διεθνούς Σαουδάραβα εικαστικού Muhannad Shono, το οποίο επιμελούνται δύο ισχυρές γυναικείες επιμελητικές παρουσίες της χώρας, Reem Fada και Rotana Shaker, αποτελεί μία αραβουργηματική μονοκονδυλιά της δύναμης της φύσης που παλεύει να επιβιώσει σε χαλεπούς καιρούς και ταυτόχρονα συμβολίζει την προσπάθεια της τοπικής σύγχρονης καλλιτεχνικής σκηνής να εδραιωθεί στον καλλιτεχνικό χάρτη εμπνεόμενη από μία μακραίωνη παράδοση νομαδισμού και αρμονίας με ένα απόκοσμο φυσικό περιβάλλον.

Κορέα, GYRE, Giardini

Ένα εντυπωσιακό σκηνικό sci-fi ταινίας δημιουργεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ο Yunchul Kim. Τοποθετημένες κάπου στο πριν ή στο μετά της ανθρώπινης ύπαρξης, απίθανες ερπετοειδείς μηχανές αναδεύουν σαν αρχέγονα ιριδίζοντα όντα της Ιουράσιου ενώ αλλού αστράφτουν σαν αυτόφωτα βιοφωσφορίζοντα υποθαλάσσια πλάσματα. Κυψέλες πλάσματος κοχλάζουν από μία συμπαντική σούπα, ενώ πειραματικά τεχνολογικά επινοήματα εξετάζουν σε συνθήκες εργαστηρίου το πρώτο κύμα του νέου αυτού πλανήτη, όταν στη τζαμαρία αντανακλάται ένας γιγάντιος φουτουριστικός πολυέλαιος οπτικών ινών από δοκιμαστικούς, ηλεκτροφόρους σωλήνες γεμάτους Βενετικό νερό.

Αυτή η αμάλθεια υπερτεχνολογίας και φυσιοδιφικών αναφορών, αντανακλάται στους ξύλινα επενδυμένους τοίχους μέσα από έναν λαβύρινθο σκαλισμένων λευκών σχεδίων, σαν παλαιές βραχογραφίες οργανισμών που τους μετα-εμψύχωσε η μηχανή. Στο ποίημα στον τοίχο διαβάζουμε “Das Ende, the end of the world, Amorph, Metamorph…dust, swollen sun, ice fog, all such present in the air, carved by the flap of wings, like deep sea creatures, asleep since the beginning of time, like some dream, one never wakes up from”.

Η κινητική εγκατάσταση της Κορέας πήρε το μυστήριο της δημιουργίας του σύμπαντος και το έτμησε στα επιμέρους, gestalt στοιχεία του. Έτσι αποκαλύφθηκαν κι άλλα πολλαπλά μυστήρια, κι έξαφνα όλα πύκνωσαν σε μία γιορτή ύλης, φωτός, ενέργειας, ροής, που δημιούργησε το κράμα επιστημοσύνης και αποκρυφισμού από όπου αντλεί την έμπνευση του ο οραματικός καλλιτέχνης. Ο Kim επιθυμεί να οδηγήσει το θεατή σε μία συμμετοχική εμπειρία στο κέντρο ενός δονούμενου επεισοδίου αναδημιουργίας του κόσμου, και το οποίο εξελίσσεται με διαρκείς εκπλήξεις μπροστά στον έκθαμβο αμφιβληστροειδή του.

ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΕΣ -ΑΝ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΕΣ- ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

Μικρές ή μεγάλες απογοητεύσεις υπήρξαν αρκετές και σε αυτή τη Μπιενάλε. Το περίπτερο της Ουκρανίας παραμένει ένα συντριβάνι με τρεχούμενο νερό που προσπαθεί να δημιουργήσει επί ματαίω ισχνές εννοιολογικές συνδέσεις με την επικαιρότητα. Οι βραβευμένες Αγγλία και Γαλλία δεν καταφέρνουν να εμπλέξουν το κοινό στην αφήγηση τους. Η Sonia Boyce κουράζει με την βιντεοαφήγηση των ιστοριών και των a capela μουσικών αυτοσχεδιασμών έγχρωμων Βρετανίδων τραγουδιστριών σε μόνιτορ επάνω σε μία ταπετσαρία με επαναλαμβανόμενες φωτογραφίες από στούντιο εκμαιεύοντας άστοχα τη νοσταλγία του βυνιλίου, μία παρουσίαση η οποία ναι μεν έχει μουσικό ενδιαφέρον, ίσως για κάποιο ντοκιμαντέρ του BBC, αλλά έχει περιορισμένο εκτόπισμα ως εικαστικό έργο.

Η Zineb Sedira που εκπροσωπεί τη Γαλλία, δεν κατάφερε να συνδέσει το ζωντανό τάνγκο του μεσοπολέμου με τα βίντεο γύρω από την ιστορία του πειραματικού σινεμά μειονοτήτων στα 60ς και 70ς από κινηματογραφικές συνέργειες μεταξύ Βόρειας Αφρικής και Ευρώπης, που υποτίθεται ότι διαμόρφωσαν το ταξίδι της εικαστικού μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας και Αλγερίας. Στην προσπάθεια να εμπλέξει χορό, σινεμά, και ατέρμονες προσωπικές αφηγήσεις μεταξύ αποικιοκρατίας και μεταβαλλόμενου αστικού τοπίου, η Sedira χάνει την προσοχή της από το έργο που παραμένει θολό και άμορφο, σε έναν διεσταλμένο, ασύνδετο χωροχρόνο.

Η εκσκαφή του περιπτέρου της Γερμανίας, στο οποίο ο θεατής, όταν εισέρχεται, δεν έχει γνώση ότι έχει ως σκοπό να του υπενθυμίσει τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις των Ναζί, ως πράξη χωροταξικής εξιλέωσης, δεν λειτουργεί ούτε οπτικά ούτε συναισθηματικά, όπως αντίστοιχα δεν κατάφερε η προσπάθεια αλλαγής του αρχιτεκτονικού χώρου της Ισπανίας να μας πείσει ότι το περίπτερο της Ισπανίας δύναται να ευθυγραμμιστεί ισάξια ανάμεσα στα πιο προβεβλημένα του Βελγίου και της Ολλανδίας, μία άσκοπη και σχεδόν αόρατη παρέμβαση που καταλήγει σε ένα αδειανό περίπτερο γεμάτο υπερφίαλο εννοιολογικό ennui.

Χωρίς να προτάσσει την πικρή ελεγεία της ζωής που φέρει μέσα της το τραύμα, διάγει και η βραβευμένη εκπροσώπηση της Αμερικής από την Simone Leigh, η οποία παρουσιάζει τα έργα της μέσα στο κοινότοπο αχυροσκέπαστο περίπτερο, το οποίο αναφέρεται στη Διεθνή Αποικιακή Έκθεση του Παρισιού το 31 αλλά μάλλον φέρει αισθητική θεματικού πάρκου. Μέσα του η Leigh παρατάσσει μνημειακά γλυπτά γυναικείων μορφών από μπρούτζο και πηλό, με σκοπό να σχολιάσει και την ιστορία της αποικιοκρατίας και το black femme ζήτημα ταυτόχρονα, με τόσο όμως προσεκτικά φινιρισμένο, πολυτελή και επικό τρόπο, που η πρόθεση τους να παρουσιαστούν ως τεράστια σουβενίρ απέχει πολύ από τις στομαχικές μνήμες του αλγεινού παρελθόντος που δεν εξαντλούνται σε ένα υπερμέγεθες γυναικείο πιόνι που φορά μεσοφόρι. Αυτά τα έργα θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβιβάσουν την εκ του ασφαλούς αγωνιστικότητα τους και να βρουν τη θέση τους, κοσμώντας συντηρητικές γκαλερί στο west end του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης. Κι εδώ έρχεται αναπόφευκτα ο συνειρμός ότι η αληθινά πολιτική τέχνη δεν χρειάζεται τόσο επιδέξια προβολή. Όσο για τα καθιερωμένα όπως φαίνεται βραβεία σε πρωτοεμφανιζόμενη αφρικανική χώρα, όπως εδώ στην Ουγκάντα και την εστίαση της σε μία gentrified σύγχρονη “αφρικανικότητα”, θα προτιμήσουμε την επίσης πρώτη εμφάνιση της Γκάνα με ένα πακτωλό αποθησαυρισμένου υλικού από την καρδιά της χώρας, στην προηγούμενη Μπιενάλε του 19 υπό την δεξιοτεχνική οπτική μπαγκέτα του εκλιπόντος Okwui Enwezor και των στιβαρών John Akomfrah και David Adjaye.

Η απουσία της Ρωσίας, μετά και τη συγκλονιστική τελευταία εμφάνιση του μεγάλου Aleksandr Sokurov το 19, ήταν λυπηρή, ειδικά μετά την ανακοίνωση του Λιθουανού επιμελητή και των δύο Ρώσων καλλιτεχνών, που ενώ ψέγει το καθεστώς της Ρωσίας, εμείς δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε ότι έγιναν γνωστοί μέσα στην καρδιά του, στο περιβόητο Garage της οικογένειας Abramovich. Η τέχνη δεν αξίζει για τίποτα στον κόσμο να αυτοτιμωρείται και να σιγεί, εξυπηρετώντας πολιτικά double standards. Όταν τη θέση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της ελεύθερης έκφρασης την παίρνει η λογοκρισία και η καταστολή, μόνο σκοτεινές μνήμες καταφέρνουν να ανασυρθούν, σαν τα γκροτέσκα όντα του Goya στον Ύπνο της Λογικής.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

Καταφέρνει άραγε ο “Οιδίποδας στον Δρόμο για τον Κολωνό” να μας συνεπάρει στο ταξίδι του στην αθηναϊκή terra incognita του Ασπρόπυργου;

Ναι το καταφέρνει, και αυτό αποτελεί μία μεγάλη επιτυχία για την Ελληνική παρουσία. Η Λουκία Αλαβάνου σκηνοθέτησε μία μικρή σύγχρονη τραγωδία της διπλανής πόρτας και την προσφέρει σαν αντίδωρο στην ιστορία και σαν φυλαχτό στους θεατές του κόσμου. Μέσα σε αυτή την προβολή, οι αληθινοί πρωταγωνιστές είναι όλοι οι παρίες του κραταιού συστήματος, οι Ρομά εν προκειμένω, οι οποίοι μέσα στο μετα-αποκαλυπτικό τοπίο της Νέας Ζωής, κάπου στις παρυφές της Αττικής περιαστικής no man’s land διεσπαρμένης με σκουπίδια και λήθη, μεταμορφώνονται σε πεπτωκότες άγγελοι και σύγχρονοι Οιδίποδες, προσπαθώντας να επιβιώσουν με πενιχρά μέσα και τη σοφία που προσδίδει στον άνθρωπο η γνώση ότι οφείλει να διαχειρίζεται για όλη του τη ζωή την εγκατάλειψη. Η μυθοπλασία συναντά το ντοκιμαντέρ που συναντά τη μελαγχολία και το χιούμορ σε ισόποσα μέρη, σε ένα κινηματογραφικό διαμάντι, με ηθο-ποιούς τα μέλη των Ρομά, με την κάμερα να βαδίζει στα αισθητικά χνάρια των Blade Runner του Ridley Scott και Romeo and Juliet του Baz Luhrmann.

Η χρήση εμβυθιστικής VR τεχνολογίας κάνει πραγματικότητα την είσοδο του θεατή στον προσωπικό χώρο των Ρομά με τον ίδιο να νιώθει ότι συμμετέχει τόσο στη δράση των φαρσικών tableaux vivants όσο και στη σιωπή της μεγάλης μοναξιάς του κοινωνικού αποκλεισμού. Η σύνδεση με την ουτοπική κοινωνία του Τάκη Ζενέτου αποτέλεσε μια τραβηγμένη εννοιολογική παράμετρο, την οποία επίσης δεν βοήθησε το να γίνει αντιληπτή, ο συσκοτισμένος χώρος της αίθουσας, πέρα από το ημιφωτισμένο περιστρεφόμενο κάθισμα, εμπνευσμένο από τα σχέδια του.

Συνομιλώντας με τη Λουκία Αλαβάνου πριν τα εγκαίνια, η πρόθεση της δεν ήταν να γίνει ένα έργο homage στην αρχαιότητα αλλά ούτε μία ταινία για τους ίδιους τους Ρομά. Το μεγάλο διακύβευμα ήταν να προσκαλέσει ένα πάντα επίκαιρο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας, όπως ο Οιδίπους επί Κολωνώ, να έρθει στο σήμερα και να μιλήσει για πανανθρώπινα ζητήματα όπως το γήρας, η απώλεια, η εξορία και οι συνθήκες σύγχρονης γκετοποίησης κοινοτήτων και ανθρώπων των οποίων οι συνήθειες δεν γίνονται αποδεκτές από το πολιτικοκοινωνικό status quo. Στην ερώτησή μας πόσο χρόνο χρειάστηκε να γίνει η ίδια αποδεκτή από την κοινότητα έτσι ώστε να μην θεωρηθεί ότι ήρθε για να εργαλειοποιήσει έναν ηδονοβλεπτικό εξωτισμό, η Αλαβάνου μας απάντησε ότι η δουλειά με ερασιτέχνες την αφορούσε πάντα γιατί βάζουν το κομμάτι της ζωής μέσα σε μία τέχνη όχι υψηλή αλλά περισσότερο νομαδική, με τη συγκεκριμένη δουλειά να απαιτεί μία επίπονη, επίμονη προσπάθεια προσέγγισης, ένταξης και αποδοχής, ώστε να δουλέψουν όλοι μαζί σε μία “σκηνή”, προς ένα επιδραστικό αποτέλεσμα με πυρήνα τη ‘Ζωή ως Θέατρο’ χωρίς κάδρο.

Το έργο της Αλαβάνου εκπροσωπεί ολιστικά και το όραμα της φετινής μπιεναλικής επιμέλειας που αρνείται τα πατριαρχικά αφηγήματα υπεροχής και εξουσίας, ψηλαφώντας αυτό που ονομάζεται στην εικαστική αργκό ως μετα-ανθρώπινο αλλά αποτελεί ουσιαστικά την εκκίνηση ενός νέου ουμανισμού που εμπλέκει τον κάθε άνθρωπο, το περιβάλλον του και τη φύση μέσα και έξω από αυτόν. Η Λουκία μας επισημαίνει ότι το σημείο αναφοράς της κάμερας είναι ευθεία στο ανθρώπινο μάτι, όχι από κάτω προς τα πάνω ούτε ανάποδα, με τα αντίστοιχα φορτία που κουβαλάει η συγκεκριμένη θέαση, σε ένα ισότιμο γύρισμα. Η τέχνη γίνεται η εικόνα της κοινωνίας της. Μένει στην κοινωνία να αποφασίσει αν της αρέσει αυτή η εικόνα ή αν θέλει να την αλλάξει.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Κορέα

Photo credit: Δημήτρης Σαραφιανός