Ο Διαμαντής Αξιώτης μάς μιλά για τον «κακό δαίμονα» των ηρώων του νέου του βιβλίου, για τα στοιχεία που τροφοδοτούν τη γραφή του και για το «ριψοκίνδυνο παίγνιο της ονειροπόλησης».

Συνέντευξη Πηνελόπη Πετράκου

CultureNow: Τα διηγήματα είναι «βαλμένα» θεματικά: πάλη για επιβίωση, έρωτας, φονικά ένστικτα, συμπαντικό δίκαιο. Με αυτή τη σειρά θα επιλέγατε να μιλήσετε για το ανθρώπινο είδος;

Διαμαντής Αξιώτης: Τα δέκα εννέα διηγήματα της συλλογής γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, βάσει διαφορετικών αφορμών και ερεθισμάτων. Η θεματική «κατάταξη» προέκυψε για τις ανάγκες της έκδοσης, προς χάριν του αναγνώστη. Ωστόσο, ο συγγραφέας εσαεί επαναστάτης όσο και συμβιβασμένος, αγωνιστής όσο και ρίψασπις, αναρχικός όσο και νάρκισσος αντιμετωπίζει όλα τα θέματα με τα οποία επιλέγει να καταπιαστεί ως πεδία μάχης. Εκεί η μαγεία, το κάλεσμα, η εξαπάτηση. Διότι, χωρίς αυτά τα συστατικά -κυρίως την εξαπάτηση-  συγγραφή δεν συντελείται. Το ίδιο με τον έρωτα και την παράδοση του σώματος, πρωτεύοντα υλικά που μπορούν να αναστείλουν την πραγματικότητα. Να προκαλέσουν μια όμορφη καταστροφή. Τα θέματα των διηγημάτων αναφέρονται σε φιλοσοφικά, πολιτικά και οντολογικά ζητήματα τα οποία συμπυκνώνονται σε ανθρώπινη ύπαρξη. Προσβλέποντας στις δυνατότητες του ανθρώπου για το Καλό ή το Κακό. Ιδιότητες που δεν κάνει τίποτα η μία ενάντια στην άλλη, αλλά πολλά η μία για την άλλη. Ο συγγραφέας αγαπάει-εκμεταλλεύεται εξίσου και τις δύο ιδιότητες με  διαφορετικό τρόπο. Κατά τη διάρκεια της γραφής, βίωσα  αυτή την περίεργη αλλά οικεία αντιπαράθεση ως κάτι γοητευτικό, και δεν βρήκα κανένα στοιχείο αυτής της σχέσης ως πρωτεύον ή δευτερεύον. Αποδέχομαι την περίπλοκη ενότητα των ηρώων μου, ελπίζοντας να είμαι στη συνέχεια ακόμα περισσότερο ποικίλος.

C. N.: Στα σημεία που αναφέρεται η σύγχρονη Αθήνα, αποδίδεται κυρίως με χρώματα μελανά ενώ αντίθετα φαίνεται να σας εμπνέει η αρχαία ιστορία και η μυθολογία, με τον αισθησιασμό και τη μεταφυσική της, ειδικά σε σχέση με τη Βόρεια Ελλάδα. Θέλετε να απομυθοποιήσετε αυτό που λέμε δυτικό πολιτισμό;

Δ. Α.: Γεννημένος στην Καβάλα, όπου και παραμένω, πίστευα κάποτε πως τα θαύματα συντελούνται στην Αθήνα. Αυτή το κέντρο του κόσμου, εκεί η δράση, τα γεγονότα, η ενημέρωση, οι ευκαιρίες, η προβολή. Πράγμα που σύντομα ξεθώριασε και δεν άργησε να συντελεστεί η αποκαθήλωση. Αν λοιπόν η Αθήνα εκπροσωπεί τον λεγόμενο «δυτικό πολιτισμό», τότε ναι, η απομυθοποίηση είναι βεβαία. Από την άλλη, η περιοχή μου διαθέτει πλούσιο ιστορικό υπόστρωμα, ικανό να τροφοδοτήσει τους ερεθισμούς, την έμπνευση, τη γραφή μου. Το χθες συμπλέει με το σήμερα, διεκδικώντας το μερίδιο που του αναλογεί. Άλλωστε η ιστορία, κυρίως η μυθολογία δανείζει γενναιόδωρα το ένδυμά της σε όποιον το χρειάζεται και το ζητήσει. Έτσι προέκυψε το ιστορικό μυθιστόρημα «Το ελάχιστον της ζωής του», εκδ. Κέδρος 1999, που αφορά την «ελάχιστη» εδώ ζωή του Μωχάμετ Άλι, ιδρυτή της Αιγυπτιακής Δυναστείας. Και στη συνέχεια το «Πλωτές γυναίκες», εκδ. Κέδρος 2002, όπου πρωταγωνιστεί το καπνικό ζήτημα μέσω των προσφύγων του 1922.  

C. N.: Οι περιγραφές σκηνών μες στις σκηνές, όπως ας πούμε η αφήγηση των ονείρων, εξυπηρετούν τεχνικά τη γραφή σας;

Δ. Α.: Πάντα με μάγευε, με προκαλούσε η εισχώρηση της μιας σκηνής μέσα στην άλλη. Το ένα όνειρο μέσα στο άλλο όνειρο και τα δύο στην πραγματικότητα. Το πέταγμα που προκαλεί την πτώση. Η συνύπαρξη δημιουργεί πολλαπλά επίπεδα, διαφορετικές εισπράξεις. Για τον συγγραφέα είναι πρόκληση και δελεασμός, για τον αναγνώστη ελευθερία και ερεθισμός. Το όνειρο ενέχει την αυθαιρεσία, η πραγματικότητα την προσγείωση και το θάρρος της αντιμετώπισής της. Ο γάμος των αντιμαχόμενων στοιχείων την Τέχνη.

C. N.: Στο διήγημα «Ενοικιάζεται» ο αφηγητής βρίσκεται στο δίλημμα να εγκαταλείψει ή να στηρίξει έναν παράξενο και μοναχικό άνθρωπο: ποιος απ’ τους δυο είναι ο συγγραφέας και ποιος ο αναγνώστης αν και εφόσον υφίσταται αντίστοιχη τέτοια σχέση;

Δ. Α.: Ο συγγραφέας είναι ταυτοχρόνως και οι δύο χαρακτήρες. Το ίδιο, ελπίζω, και ο αναγνώστης. Ο δημιουργός συμπάσχει με την απέραντη μοναξιά κάποιου γέροντα, με την ίδια ένταση που αντιμετωπίζει το δίλημμα της συμπαράστασης -έως ποιο βαθμό;-  ή της εγκατάλειψης. Πάλλεται με τον φόβο της επερχόμενης απομόνωσης από τους πάντες, από την απώλεια, την ίδια στιγμή που προσφέρει τις υπηρεσίες του υποδυόμενος τον ρόλο από τον οποίο έχει περισσότερη ανάγκη ο ηλικιωμένος: του ακροατή. Ο δεύτερος έχει ανάγκη να μιλήσει, κυρίως να θυμηθεί και να ταξιδέψει, πρόθυμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον πρώτο τυχόντα που θα του δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον, μέσα από μία νοσηρή περιέργεια. Ο επισκέπτης, κατά παράδοξο τρόπο, νοιώθει έναν προειδοποιητικό χτύπο στην καρδιά, που τον προτρέπει να τραπεί σε φυγή. Την ίδια στιγμή που ο ίδιος χτύπος τον αποκαλεί αχρείο αν εγκαταλείψει το πιο έρημο πλάσμα επί της γης. Ένα αντιφατικό ζευγάρι που πορεύονται στη ζωή με χίλιους τρόμους γενναίοι.

C. N.: Σε αρκετά σημεία χρησιμοποιείτε ασυνήθιστες παρομοιώσεις όπως λόγου χάρη «η ζωή τους τεντωμένη πάνω σε χαίτη αλόγου» και «γλυκερό σκοτάδι να το πιεις σαν φάρμακο». Είναι οι παρεμβάσεις της ποιητικής σας ιδιότητας;

Δ. Α.: Η θητεία μου στην ποίηση με ακολουθεί. Κατηγορήθηκα κάποτε από την κριτική γι’ αυτό, καταβάλλοντας προσπάθειες απαλλαγής από τις επιρροές της. Τώρα, όχι μόνο αδιαφορώ παντελώς για παρόμοιες επισημάνσεις, αλλά αισθάνομαι υπερήφανος που δεν κατάφερα να αποτινάξω από πάνω μου τις ποιητικές επιρροές μου. Ο Καβάφης, ο Σαχτούρης, ο Χειμωνάς, ο Πεντζίκης, ο Γονατάς -για να περιοριστώ στους Έλληνες αγαπημένους μου- βαραίνουν ακόμη τους ώμους μου. Άλλωστε όλων μας οι ζωές δεν ισορροπούν «τεντωμένες επάνω σε χαίτες αλόγων»;  Από την άλλη, πόσες φορές δεν αναγκασθήκαμε να «πιούμε κάποιο σκοτάδι» της ζωής μας – γλυκερό ή πικρό – «σαν φάρμακο;» Σαν αηδιαστικό μουρουνέλαιο.

C. N.: Οι ήρωές σας αντιμετωπίζουν σοβαρά θέματα, προσωπικά και κοινωνικά, όπως ανέχεια, σωματική αναπηρία, ψύχωση, φυλάκιση. Σε ποιο βαθμό σάς ελκύουν τέτοιοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες;

Δ. Α.: «Ανέκαθεν με γοήτευε η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής»,  όπως λέει και ο Φρίντριχ Νίτσε. Αν κοιτάξεις πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος θα σε κοιτάξει κι εκείνη. Το περίγραμμα της ψυχής, λοιπόν, που φρουρείται από τα πάθη της, στέκεται γύρω της και σε αφήνει να κοιτάξεις τον πυρήνα της μόνο από ψηλά. Και η άβυσσος που βλέπεις, στρέφοντας τον αυχένα προς τα κάτω, είναι μια περιγραφική λεπτομέρεια, όπως είναι το μυστήριο της σκοτεινής πλευράς τής Σελήνης. Κανείς δεν την έχει δει, όμως όλοι γνωρίζουμε πως υπάρχει.

Η συλλογή διηγημάτων του Γενναίου, μου έδωσε μια άπειρη δυνατότητα να διυλίσω τον κακό δαίμονα των ηρώων μου. Να τον ψάξω, να τον εντοπίσω και έπειτα να τον απελευθερώσω, παρακολουθώντας πώς επιδρά σε όλες τις ενέργειες. Το ζήτημα που προκύπτει αυτόματα είναι αν θα κατάφερνα να τον τιθασεύσω ή απλά οι ήρωες θα δρούσαν κάτω από τη δική του επήρεια,  κι εγώ, σαν απλός θεατής, θα κατέγραφα τις αντιδράσεις τους. Συγχρόνως, οι ιστορίες που αναφέρονται σε έρωτες ή εγκλήματα, ιδιαίτερα σε φόνους, στηρίζονται σε δύο πυλώνες. Αφού ο φόνος ενυπάρχει από τη στιγμή που άρχισε να υφίσταται ο άνθρωπος ως μέλος μιας ομάδας και, αργότερα, ως μονάδα μέσα στην κοινωνία, ο πρώτος πυλώνας είναι ο κοινωνικός με όλες τις προεκτάσεις του. Από την άλλη, το δεύτερο έρεισμα είναι η ψυχολογία.

C. N.: «Ο Κάρλος θέλει να ονειρευτεί δίχως να κοιμηθεί. Ξέρει πως όσοι κοιμούνται παίρνουν μαζί τους φέτες από την Κόλαση». Τι ακριβώς εννοεί ο Κάρλος;

Δ. Α.: Τα όνειρα του ύπνου είναι πολύτιμα, δημιουργικά. Μας επισκέπτονται αυθαίρετα, κατά πώς επιθυμούν, διεκδικώντας τον ελάχιστο χώρο που τους ανήκει. Τα άλλα, του ξύπνου, τα καλούμε εμείς για να μας συντροφεύσουν στη μοναξιά μας και στην επιδιωκόμενη ονειροπόληση. Ο Κάρλος στο «Η πάντα Ωραία και το μικρούλι Τέρας», ως άλλος δημιουργός, ενσαρκώνεται το ον της φαντασίας του, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, αξιωμάτων και εξουσιών. Το ριψοκίνδυνο παίγνιο της ονειροπόλησης είναι, με ποιον τρόπο πατινάρει κανείς στη γλιστερή επιφάνεια της φαντασίας. Αν ο συγγραφέας-Κάρλος αφεθεί να ονειρευτεί δίχως να κοιμηθεί, θα αποφύγει, εάν αυτό είναι που επιθυμεί, το σκοτάδι που αποπροσανατολίζει, που μαγεύει με τον ίλιγγό του, που επαναφέρει φέτες από την Κόλαση. Στα όνειρα του ξύπνου όλοι έχουν μερίδιο στη σκοτεινή πλευρά. Οι καλοί και οι κακοί, οι υγιείς και οι διεστραμμένοι, οι υπηρέτες του νόμου και οι παραβάτες. Το ίδιο με τους ήρωες του Γενναίου.

C. N.: Στις ιστορίες σας οι άνθρωποι φοβούνται μην προδοθούν, μην εξαθλιωθούν, μην ξεριζωθούν από τις μνήμες τους· ωστόσο δεν παραιτούνται και προσαρμόζονται. Η γενναιότητα λοιπόν κρίνεται από την προσπάθεια και όχι από την έκβαση;

Δ. Α.: Η προσπάθεια, συνεπικουρούμενη σε πολλές περιπτώσεις από την σύμπτωση, καθορίζει την έκβαση. Ο φόβος της προδοσίας, της εξαθλίωσης, του ξεριζωμού από τις μνήμες μας δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Οι ήρωες των διηγημάτων: στρατιώτες της μεθορίου, οικονομικοί μετανάστες, άστεγοι των συσσιτίων, ψυχικά πάσχοντες, αλλά και ώριμες γυναίκες που βιώνουν την τελευταία αναλαμπή του πόθου, οφείλουν να παλέψουν ενάντια στους φόβους τους, να μην παραδοθούν. Δέσμιοι ασφυκτικών κοινωνικών συνθηκών, εσωτερικών συγκρούσεων και διλημμάτων, αλλά και μιας υπαρξιακής αγωνίας για το μέλλον, αδυνατούν να διαρρήξουν τα δίχτυα του φόβου. Να διεκδικήσουν, μολονότι δειλοί και άτολμοι, το δικαίωμα στη ζωή και να εξεγερθούν με «χίλιους τρόμους γενναίοι».

Το βιβλίο του Διαμαντή Αξιώτη, Με χίλιους τρόμους γενναίος κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κίχλη.