Έχω πει αρκετές φορές το πόσο πολύ εκτιμώ τον Πολυχρόνη Κουτσάκη ως άνθρωπο, αλλά και πόσο πολύ τον θαυμάζω ως συγγραφέα. Με πάσα ειλικρίνεια, και με το χέρι στην καρδιά, ως συγγραφέας -και όχι ως αναγνώστρια- έχω ζηλέψει πολλές φορές κείμενά του, λογοτεχνικά και όχι μόνο, που θα ένιωθα περήφανη αν τα είχα γράψει εγώ. Κάτι τέτοιο συνέβη και με την περίπτωση του “Baby Blue”, του τελευταίου του μυθιστορήματος και που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη πριν από λίγο καιρό. Ένα μυθιστόρημα που πριν ακόμα ξεκινήσεις να το διαβάζεις, σε γοητεύει με το υπέροχο και μυστηριώδες εξώφυλλό του και που τελικά, σε καθηλώνει από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα, χωρίς να σου επιτρέπει να το αφήσεις από τα χέρια σου ούτε για μια στιγμή. Γιατί, μέσα από τις σελίδες του, όχι μόνο βλέπεις την ίδια την ζωή και την πραγματικότητα της σύγχρονης κοινωνίας αποτυπωμένη στο χαρτί, αλλά και την προσπάθεια επιβολής των προτύπων της, όπου όλοι μας έχουμε γίνει κάποια στιγμή θύματά της.

Ο Στράτος Γαζής, επαγγελματίας δολοφόνος -ή επαγγελματίας φροντιστής όπως ο ίδιος προτιμά-, γνωρίζει κάτω από παράδοξες συνθήκες ένα νεαρό τυφλό κορίτσι, που παρά την “αναπηρία” του είναι εξαιρετικά ταλαντούχο και προικισμένο με μοναδικά χαρίσματα. Το κορίτσι αυτό, η Νάστια, θέλει να αναθέσει στον Στράτο μία δουλειά. Να βρει ποιος ή ποιοι ευθύνονται για την δολοφονία του πατέρα της τρία χρόνια νωρίτερα. Μια δολοφονία που έχει αφήσει βαθιές πληγές στην ψυχή της και έχει γεννήσει μέσα της την λαχτάρα να εκδικηθεί όποιον της στέρησε την μοναδική ευτυχία που είχε γνωρίσει μέχρι τότε στη ζωή της, έστω κι αν αυτή ήταν στους δρόμους της Αθήνας και στο Λόφο του Φιλοπάππου. Και παρά που ο Στράτος δεν είναι σίγουρος για το κατά πόσο αυτή η δουλειά είναι για εκείνον, βλέπει κάτι στα μάτια της Νάστιας που τον αναγκάζει να δεχτεί. Την ίδια ώρα, όμως, έχει να αντιμετωπίσει τα προσωπικά του προβλήματα με τη Μαρία -τη γυναίκα που αγαπάει μια ζωή- να περιμένει παιδί-, και με τον κολλητό του και αστυνομικό, Ντραγκ, να βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιο δύσκολη υπόθεση της καριέρας του η οποία και φαίνεται να συνδέεται με διάφορους τρόπους με την δικιά του.

Σε πρώτο επίπεδο, αν μας ζητούσε κανείς να κατατάξουμε το “Baby Blue” σε μία λογοτεχνική κατηγορία, αυτή θα ήταν αναμφίβολα η αστυνομική, με τον Πολυχρόνη Κουτσάκη να πλέκει τόσο περίτεχνα το νήμα μιας πολύπλοκης ιστορίας με δεκάδες προεκτάσεις που όλο και πολλαπλασιάζονται χωρίς, ωστόσο, να προκαλούν σύγχυση στον αναγνώστη, αλλά και με μία ευφυΐα που νομίζω πως πολύ σπάνια συναντά κανείς στις μέρες μας. Κακά τα ψέματα, η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία έχει πεθάνει από καιρό, αλλά κάτι τέτοια βιβλία γεννάνε βαθιά μέσα μου την ελπίζω πως μπορούν να την βοηθήσουν να αναστηθεί, δίνοντάς της μια νότα ανανέωσης που παρ’ όλα ταύτα διατηρεί ορισμένους βασικούς άξονες της νουάρ αισθητικής και φιλοσοφίας. Γιατί, η αστυνομική λογοτεχνία, για να παρουσίασει πετυχημένα δείγματα, οφείλει να κάνει ακριβώς αυτό. Να σεβαστεί και να αξιοποιήσει τις κλασσικές τις αξίες, χωρίς ωστόσο να ξεχάσει να εμφυσήσει στο εκάστοτε κείμενο τις σύγχρονες εκείνες πινελιές που θα μπορέσουν να μας κάνουν να δεθούμε με τους ήρωες και να παρακολουθήσουμε με προσωπικό ενδιαφέρον την πορεία και την εξέλιξή τους.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το “Baby Blue” είναι ένα καθαρά κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα, που δεν διστάζει να καυτηριάσει πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις, αλλά και να φωνάξει ένα δυνατό “κατηγορώ” εναντίον όλων εκείνων που οδήγησαν την ελληνική κοινωνία στην σημερινή της κατάσταση, βήμα-βήμα, μέρα με τη μέρα, αφήνοντάς την να βουλιάζει στον πάτο της σαπίλας χωρίς καμία διάθεση να προσπαθήσει να την αποτραβήξει από εκεί. Το πολιτικό και δικαστικό σύστημα, που το πρώτο δεν είναι τόσο νόμιμο και το δεύτερο τόσο “τυφλό” όσο θα έπρεπε, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η λανθάνουσα επιρροή που έχουν σε όλη τη διάσταση της κοινωνικής πυραμίδας, η αστυνομική δύναμη που αποδίδει ευθύνες και δικαιοσύνη κατά πως εκείνη ορίζει ανάλογα με τα μυστικά της συμφέροντα -ή τα συμφέροντα εκείνον που καλείται να προστατέψει με άνομα μέσα και ανήθικα κίνητρα-, μπαίνουν στο καυστικό στόχαστρο του συγγραφέα και μέσω του κυνικού χιούμορ -ή μήπως δεν είναι και τόσο χιούμορ;- του Στράτου, βρίσκουν τον στόχο τους και βάζουν τον αναγνώστη σε μια διαδικασία σκέψης και προβληματισμού.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω -για όσους έχει τύχει να διαβάσουν τον “Ιερά Οδός Μπλουζ” του συγγραφέα- πως τους πρωταγωνιστές του “Baby Blue” μπορεί να τους έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν, αλλά οι ιστορίες τους, πέραν την χρήση κοινών χαρακτήρων, δεν συνδέονται, άρα μπορούν να διαβαστούν ανεξάρτητα. Άλλωστε, το ψυχογράφημα όλων των εμπλεκόμενων, πρωταγωνιστών ή δευτεραγωνιστών, είναι τόσο αναλυτικό και τόσο καλά σκιαγραφημένο, που είναι πανεύκολο για τον κάθε αναγνώστη να δεθεί ή να θυμώσει, να προβληματιστεί και να αναλογιστεί, ή ακόμα και να ταυτιστεί μαζί τους. Ας μην ξεχνάμε πως παρά που πρόκειται για ανθρώπους ιδιαίτερους, ο καθένας τους έχει έναν προσωπικό κώδικα ηθικής που ακολουθεί πιστά κι έναν τρόπο σκέψης και ανάλυσης των καταστάσεων που άσχετα από τα πλαίσια που είναι τοποθετημένα μέσα σε αυτήν την ιστορία, είναι καθόλα ανθρώπινα, κατά συνέπεια, ρεαλιστικά και σύγχρονα. Ο ίδιος ο Πολυχρόνης μου είχε πει πως θεωρεί ότι το βιβλίο αυτό είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει. Αν και διχάστηκα ανάμεσα σε αυτό και στο “Μια ανάσα μόνο”, ναι, οφείλω να παραδεχτώ πως είχε δίκιο και πως αν δεν έχετε ήδη γνωρίσει την συγκλονιστική του πένα, ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη στιγμή για να το κάνετε.

Το βιβλίο του Πολυχρόνη Κουτσάκη, με τίτλο Baby Blue, κυκλοφορεί απός τις Εκδόσεις Πατάκη.