Νομίζω πως ελάχιστοι από τους παλιούς θα μπορούσαν να φανταστούν την μακροβιότητα του γραμματιακού είδους που ονομάστηκε μυθιστόρημα. Από τις αλεξανδρινές του απαρχές ως σήμερα το μυθιστόρημα μέσα από πολλές οβιδιακές μεταμορφώσεις δεν κρύβει το σώμα του.

Η δερματοστιξία της ιστορίας απεικονίζει επάνω του έμμετρες μεσαιωνικές αφηγήσεις, αλλοπαρμένους ιππότες που κυνηγάνε ανεμόμυλους, αφελείς ερωτικές ιστορίες για συζύγους ευγενών που υποφέρουν από πονοκεφάλους, ορφανά αγόρια στη βικτωριανή Αγγλία, σκυθρωπούς Ρώσους με μακριά γένια, πόθους στα βαθιά ντεκολτέ των γαλλικών σαλονιών… Στη νέα εποχή το μυθιστόρημα όχι μόνο δεν κάμφθηκε από τους αιώνες του, αλλά γέννησε αβίαστα και την κινηματογραφική αφήγηση. Από τότε αυτή η γριά Σάρα της γραφής συνεχίζει να γλυκαίνει και να στοιχειώνει τις νύχτες μας.

Ο μυθιστορηματογράφος, πρόσωπο ενίοτε σκιατραφές, είναι εκείνος ο πάλαι ποτέ απλός αναγνώστης, που σε μια στιγμή ψήλωσε ο νους του και ορέχτηκε κι εκείνος να ιερουργήσει, λαχτάρησε να χαράξει στο χαρτί κάτι από την τροχιά των άστρων και να χαρτογραφήσει τα εσώτερά του οικόπεδα με το πρόσχημα της ιστορίας των άλλων. Ο συγγραφέας στο εργαστήρι του καμπουριάζει πάνω στα χαρτιά ή κάθεται φωτογενής μπροστά σε οθόνες λεπτές σα μια φέτα ψωμί ανασκαλεύοντας μια ετερογενή άμορφη μάζα: μνήμες ατομικές και συλλογικές, επινοήσεις, παροξυσμούς, φόβους, το ίδιο το μετάλλευμα των ονείρων…

Η συγγραφή όμως δεν είναι μια χαοτική ζύμωση που εξελίσσεται με οδηγό την αταξία και το πάθος αλλά μια μεθοδική πορεία, μια ιδιότυπη κατασκευή. Ναι, έχει και το μυθιστόρημα τα στατικά του, τα μπετά, τα σίδερα, τα επιχρίσματα και κάμποσους ανασφάλιστους εργάτες. Ο συγγραφέας την ώρα που καμπουριάζει μαθαίνει να ανοίγει και να κλίνει τα ρουμπινέτα της ψυχής των ηρώων του με τον δικό του τρόπο, καθότι έχει πειστεί από καιρό πως η συναισθηματική υπερχείλιση δεν αποτελεί τέχνη από μόνη της. Παρόμοιο θέμα με τα συναισθήματα είναι και οι παρορμήσεις, οι βιασύνες του να φωτίσει και να αναδείξει κορυφώσεις πριν της ώρας τους. Όλα τελικά καταλήγουν σε μια εσωτερική διαπάλη του συγγραφέα να τιθασεύσει αλλά και να εμπνευστεί, να ταξινομήσει αλλά και να ονειρευτεί. Μια ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στην εξωτική γοητεία μιας επιπόλαιης πολυχρωμίας και στην σταβλισμένη μέριμνα, αυτήν που συνεπάγεται ο ορθός λόγος, αυτός που λαξεύει τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες και τα επεισόδια της δράσης. Ο συγγραφέας άρχει τελικά του εργαστηρίου του, χωρίς μεγαλοπρέπεια είναι η αλήθεια, ως ισορροπιστής και ειρηνοποιός δύο διαφορετικών του ροπών.

Η δε περιβόητη έμπνευση που τυχαίνει να διαπερνά ένα έργο τέχνης, δεν είναι κάτι που πέφτει απ’ τον ουρανό ως απρόβλεπτο ευτύχημα. Η δυναμική της έχει να κάνει με τη γενικότερη οργάνωση του δημιουργού και τον βαθμό ενασχόλησής του με το αντικείμενο της δουλειάς του. Οι μούσες, για να το πούμε με τον τρόπο των αρχαίων, για να παρέμβουν, έχουν ανάγκη επικλήσεων και διαθέτουν ένα ακριβοδίκαιο αίσθημα σε ποιον θα εμφανιστούν και πότε. Τελικά η έμπνευση, αν το καλοσκεφτούμε, θα πρέπει να αποσυνδεθεί από την κάθε τυχαιότητα και να ερμηνευτεί ως οι καλύτερες στιγμές μιας αδιάλειπτης αφοσίωσης και λατρείας του καλλιτέχνη προς τα δημιουργήματά του.

Όταν το σπίτι-μυθιστόρημα τελειώσει, ο συγγραφέας απομακρύνεται προσωρινά και από ένστικτο κάθεται σε μια γωνιά και περιμένει να φυσήξει. Θέλει να βεβαιωθεί πως το σπίτι δεν είναι αχυρένιο αλλά πέτρινο και θα αντέξει, σαλιώνει το δάχτυλο, το υψώνει στον αέρα και περιμένει. Ο βιαστικός με το πρώτο βοριαδάκι επιστρέφει, σκουπίζει, τακτοποιεί και ύστερα παίρνει τον δρόμο για την πολεοδομία. Ο άλλος, ας πούμε ο συνετός, δασκαλεμένος από εκείνο το παλιό παραμύθι, περιμένει να δει τους ανεμοδείχτες να περιστρέφονται δαιμονισμένα, για να βεβαιωθεί.

Το μυθιστόρημα μπορεί να είναι ένα σπίτι στο καλειδοσκόπιο που το στρέφουν πότε προγραμματισμένα πότε τυχαία τα δάχτυλά του συγγραφέα. Από την άλλη ίσως να είναι ένα σπίτι μπάμπουσκα, θυμάστε εκείνες τις ρώσικες κούκλες που μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη, όπου η πιο μικρή, η πιο καλά κρυμμένη, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.. Είναι σίγουρα εκείνος ο κόσμος όπου συμβαίνουν και όλα αυτά που φοβούνται να συμβούν στον πραγματικό κόσμο. Είναι αυτό το σπίτι όπου διατίθενται διορθωτικά γυαλιά με τα οποία μπορείς να παρατηρήσεις καλύτερα για παράδειγμα έναν γυναικείο λαιμό ή ένα τριχωτό αντρικό πόδι. Είναι ο κόσμος μέσα στον κόσμο, μόνο που δύσκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ποια είναι η εξωτερική κούκλα, η μεγάλη μπάμπουσκα, που περιέχει όλες τις άλλες.

Εκεί, στο σπίτι του μυθιστορήματος, ο αναγνώστης ανοιγοκλείνοντας τα παντζούρια αναμετριέται με όλες τις εκδοχές ύπαρξης του κόσμου, όσες προλαβαίνει, όσες αντέχει…

Info:

Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964, όπου και εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Το 1995 κυκλοφόρησε το πρώτο μυθιστόρημά του με τίτλο Φράουστ (Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, νέα αναθεωρημένη έκδοση από τις Εκδ. Πατάκη, 2010). Ακολούθησαν τα βιβλία Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού (Εκδ. Πατάκη, 2000, νέα έκδοση 2007), Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού  (Εκδ. Πατάκη, 2002), Στη σκιά της πεταλούδας (Εκδ. Πατάκη, 2005), Η αηδονόπιτα (Εκδ. Πατάκη, 2008). Το τελευταίο του μυθιστόρημα Ανεμώλια (2011) απέσπασε το Βραβείο Αναγνωστών 2011.